Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ. Τού Χρήστου Μήλιου


Από τό "Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης"






Μετά την αναδίπλωση το νέο τοπίο

Το έργο που παίχθηκε σε τρείς πράξεις το φθινόπωρο, μετά την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου (με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπανδρέου) ήταν τελικά ατελές. Είχε και συνέχεια που βρίσκεται σε εξέλιξη (παραιτήσεις, αποσχίσεις, διασπάσεις, μετακινήσεις). Οι νέες αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα προκύπτουν ευθέως μέσα από το κλίμα που υπήρξε τόσο μέσα στα κόμματα όσο και στην κοινωνία απέναντι στους όρους της νέας δανειακής σύμβασης δηλ. το νέο μνημόνιο.
Ας δούμε πρόχειρα μερικές του πλευρές.

Το γενικό πολιτικό κλίμα αφορά δύο πράγματα:
α) Την ανάπτυξη μιας γενικής αντι-μνημονιακής φιλολογίας από όλα ανεξαίρετα τα κόμματα και τα μέσα (τηλεόραση, τύπος, ραδιόφωνα). Ακόμα και οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφώνησαν να μην αλλάξει τίποτα σε μισθούς και συντάξεις (με πρώτο τον ΣΕΒ) επιδεικνύοντας την δική τους αντίσταση στο μνημόνιο. Η θεωρία ότι το μισθολογικό κόστος δεν επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας έγινε ομόφωνα θέση εθνική. Η Ελληνική κοινωνία κατέληξε, επίσης ομόφωνα, ότι δεν θα δεχθεί να γίνει ούτε Ινδία ούτε Βουλγαρία.
Με αυτά και με άλλα δύο μήνες τώρα αυτο-διαλεγόμαστε μακράν των όσων μας έχουν τεθεί από καιρό, αρνούμενοι οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο. Άλλωστε όλα τα προτεινόμενα μέτρα οδηγούν στην ύφεση (άλλη κι αυτή εθνική θεωρία). Όπως επίσης δεν συμβάλουν (άλλη διατύπωση αυτή, περισσότερο κομματική) στην έξοδο από την κρίση και στην ανάπτυξη. Ακόμα υπάρχει και η βεβαιωμένη αποτυχία του πρώτου μνημόνιου που προδικάζει και την τύχη του δεύτερου (άρα για πιο λόγο να το δεχθούμε). Τέλος, παρ’ όλα αυτά θα το δεχόμασταν αν βλέπαμε φώς στο τούνελ.

Μοιάζει με θεατρικό μονόλογο. Μόνο που δεν τον εκφέρει ένα άτομο αλλά μια ολόκληρη κοινωνία, που αυτό-διαλέγεται με τον εαυτό της, πεισμένη για την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και για το δίκιο της. Όλο το πλαίσιο των επιχειρημάτων αντικατοπτρίζει τον τρόπο σκέψης, την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική συνείδηση στη σημερινή Ελλάδα.
Με όλα αυτά θα έλεγε κανείς πως η Ελληνική κοινωνία είναι αποφασισμένη να απορρίψει το νέο μνημόνιο, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Κι όμως, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο. Διακατέχεται από φόβους και ανασφάλειες. Η αντι-μνημονιακή της στάση δεν φθάνει μέχρι την απόρριψη και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει έξοδο από το Ευρώ (κάτι που η αριστερά αδυνατεί -και δεν θέλει- να καταλάβει). Μπορεί κατά περιόδους να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κλίμα πάει να αναστραφεί (όπως σήμερα) αλλά… «με το φώς των λύκων» επανέρχεται. Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μετατρέπεται σε αντι-ευρωπαϊσμό παρ’ όλη την διαρκή αύξηση της δυσαρέσκειας. Αυτό δεν προκύπτει από καμιά σταθερή προσήλωση της Ελληνικής κοινωνίας στην ιδέα της Ευρώπης (που δεν υπάρχει), αλλά καθαρά μέσα από τις αβεβαιότητες και τους φόβους που γεννά η κρίση (βλέπε σχετικά στα κείμενα «οι Ευρώπη και εμείς»).
Η Ελληνική κοινωνία περνάει μια μεταβατική φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικές συμπεριφορές που στο σύνολό τους δίνουν την εικόνα μιάς κοινωνίας που παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο χθές και το σήμερα. Ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να υπερασπιστεί και σε αυτά που πρέπει να θυσιάσει. Άτολμη και αναποφάσιστη. Σε απόλυτη σύγχυση για το τι της συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει.
Κάποια ακραία φαινόμενα βίας κατά καιρούς στο κέντρο της Αθήνας δεν αλλάζουν αυτή την εικόνα.

β) Το δεύτερο χαρακτηριστικό, των ημερών που περνάμε, αφορά την όλη συμπεριφορά των κομμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται χωρίς πολιτική άποψη. Αυτό είναι πλέον κάτι συνηθισμένο. Αυτή τη φορά προχώρησαν λίγο πιό πέρα.. Υιοθέτησαν καθαρά τις μεθόδους και πρακτικές των συνδικάτων. Απομονώσανε 3-4 προβλήματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και
τα παρουσίασαν σαν πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Ακολούθησαν οι γνωστές μεγαλόσχημες διακηρύξεις για κόκκινες γραμμές, αδιαπραγμάτευτες θέσεις κλπ. και ξεκίνησε η διαδικασία της μακράς διαβούλευσης με την Τρόικα.
Το τέλος αυτής της ιστορίας είναι γνωστό. Ολική επαναφορά με ταπεινωτικούς όρους, για άλλη μια φορά, για το πολιτικό σύστημα και πολιτική ακύρωση ενός μέρους του πολιτικού προσωπικού (που δεν περιορίζεται μόνο στους 41 βουλευτές).
Η σημερινή αναδίπλωση από κάθε άποψη ήταν προδιαγραμμένη. Τα κόμματα της κυβέρνησης υιοθετώντας μια συνδικαλιστική πλατφόρμα, όρισαν και τον χαρακτήρα και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Κανένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα δεν μπορεί να εγείρει κανείς πάνω σε ένα αίτημα…… μικρότερης περικοπής των επικουρικών συντάξεων. Θα ήταν αστείο.
Αποτέλεσμα αυτής της στάσης των ηγεσιών των κομμάτων ήταν να υποβαθμιστεί η συζήτηση για το μνημόνιο. Κι όταν υποβαθμίζεις τέτοια θέματα κρίσιμα αφήνεις περιθώριο για κάθε μορφής διαφοροποιήσεις. Κι άντε μετά να απευθύνεις διαγγέλματα, να βγάζεις πατριωτικούς λόγους στις κοινοβουλευτικές ομάδες και να θέτεις ζητήματα κομματικής πειθαρχίας προκειμένου να συνεφέρεις μια κατάσταση, που δυστυχώς από μόνη της δεν διαθέτει καμιά συνείδηση των κρίσιμων περιστάσεων.

Κεντρικό πρόσωπο των τελευταίων εξελίξεων ο Α. Σαμαράς που εξέπληξε με τον τρόπο που αναθεώρησε τη στάση του ενώ σημαντικότερο περιστατικό αποτελούν σίγουρα οι διαγραφές των 41 βουλευτών. Τα δύο αυτά γεγονότα ξεπερνούν κατά πολύ τις καθιερωμένες πραχτικές του Ελληνικού κοινοβουλίου ενώ εισάγουν έναν νέο διαχωρισμό. Στην βουλή διαμορφώνονται δύο πτέρυγες η μνημονιακή και η αντιμνημονιακή. Η διάταξη αλλάζει. Ο προηγούμενος διαχωρισμός σε κόμματα συνεχίζει να υπάρχει αλλά σημασία αποκτά πλέον η διπολική τους διάταξη.
Στον αντιμνημονιακό πόλο έχουν προστεθεί δυνάμεις με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανομοιογένειά του και να αποδυναμωθεί το μονοπώλιο της αριστεράς ενώ στον άλλο πόλο του …. «μνημονίου» έχει αναπτυχθεί η πολιτική ενότητα κι η ομοιογένεια (έχουν ξεκαθαρίσει προς το παρόν τα πράγματα) και παρ όλες τις απώλειες διαθέτει έναν αριθμό ασφαλείας που ανέρχεται στα 2/3 της βουλής.
Η αλλαγή αυτή στην πολιτική γεωγραφία της βουλής, μαζί με την σύσταση της κυβέρνησης Παπαδήμου αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις, σε μικρό χρονικό διάστημα, που οπωσδήποτε αποτελούν μέρος μιάς συντελούμενης, με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος. Η εμμονή στη διασφάλιση των πολιτικών προϋποθέσεων για την συνέχιση της Ευρωπαϊκής δανειοδότησης, οδηγεί μέχρι στιγμής σε σοβαρές αλλαγές του πολιτικού σκηνικού. Στην ουσία οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους και υπάγονται ολοένα περισσότερο στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής ελίτ.
Η εξέλιξη αυτή είναι αναμενόμενη στις σημερινές συνθήκες όπου η κύρια τάση είναι η μετατόπιση της πολιτικής προς τα υπερεθνικά κέντρα ισχύος και η αντίστοιχη υποβάθμιση κάθε εθνικής πολιτικής ζωής. Το μέλλον λοιπόν των εθνικών πολιτικών συστημάτων βρίσκεται αναγκαστικά σε τέτοιου είδους αναμορφώσεις που συνεπάγονται την μετατροπή τους σε ιμάντες μεταβίβασης της υπερεθνικής εξουσίας. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία σήμερα δοκιμάζονται λύσεις, με την συμβολή τεχνοκρατών, που υλοποιούν το γράμμα και το πνεύμα αυτής της πολιτικής προοπτικής. Και έπεται συνέχεια. (περισσότερα στο κείμενο: «Τα Εθνικά αδιέξοδα και η επιζητούμενη στις μέρες μας οικουμενικότητα της πολιτικής»).

Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση
Και η μετάθεση των ευθυνών

Η πολιτική ουσία του νέου μνημόνιου που συζητάμε είναι το πρόβλημα της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρώτο είναι ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα με πολλές πτυχές και παραμέτρους. Δεν είναι απλά ένα πρόβλημα εισοδήματος. Αφορά την υποτίμηση του γενικού βιοτικού επίπεδου της Ελληνικής κοινωνίας και περιλαμβάνει από μειώσεις μισθολογικές μέχρι υποτίμηση όλων των κοινωνικών υπηρεσιών, των βασικών όρων διαβίωσης, της εκπαίδευσης της υγείας, της ψυχαγωγίας της διατροφής κλπ. κλπ.
Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει η εσωτερική υποτίμηση είναι αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να παραμένουμε στο Ευρώ χωρίς εσωτερική υποτίμηση. Η Ευρωζώνη είναι αδύνατον να επωμισθεί το βάρος της συντήρησης του σημερινού βιοτικού επίπεδου της Ελλάδας. Το βιοτικό αυτό επίπεδο διαμορφώθηκε, την προηγούμενη περίοδο, μέσω δανείων από την διεθνή χρηματαγορά που διεύρυναν την κατανάλωση. Το ΑΕΠ, η λεγόμενη ανάπτυξη, μετριούνται πάντα με βάση την κατανάλωση (αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει αύξηση της κατανάλωσης).
Η σημερινή κρίση, στην οποία έχουμε περιέλθει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακοπή του κύκλου της ανάπτυξης μέσω δανείων από την διεθνή τραπεζική αγορά. Οι ιδιωτικές τράπεζες σταμάτησαν να μας δανείζουν ή πιο σωστά μας δανείζουν πλέον μόνο με απαγορευτικά επιτόκια. Αυτό δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και άλλες χώρες. Είναι μια κρίση Ευρωπαϊκή που είναι ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση χρηματοπιστωτική. Κρίση των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης και των Ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 (αρκετά δηλ. πρόσφατα) τα κράτη δανείζονταν μόνο από άλλα κράτη. Ο δανεισμός ενός κράτους από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων τριάντα πέντε ετών. Τα δάνεια προς τα κράτη αποτελούν για τις τράπεζες, κατά την τραπεζική ορολογία, ένα σύγχρονο προϊόν. Η πώληση αυτού του προϊόντος βασίσθηκε στην εκτίμηση ότι τα δάνεια προς τα κράτη είναι λιγότερο επισφαλή από τα δάνεια προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και κύρια στο γεγονός ότι τα κράτη συγκεντρώνουν πολύ μικρότερες πιθανότητες για πτώχευση σε σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά στην πράξη καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις πτωχεύουν ενώ κανένα κράτος, προς το παρόν ακόμα, δεν έχει πτωχεύσει -επίσημα- στο χώρο της Ευρώπης. (Ας το κρατήσουμε αυτό). Ο υπερδανεισμός της Ελλάδας, να προσθέσουμε, έγινε και για τον επί πλέον λόγο ότι αυτή ανήκε στον πυρήνα της Ευρωζώνης, έχαιρε δηλ επί πλέον ασφάλειας από άλλα κράτη της Ε.Ε.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη σήμερα είναι επόμενο να οδηγεί σιγά - σιγά στην αναθεώρηση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών απέναντι στα κράτη. Η πιστωτική επέκταση αυτής της μορφής έχει προς το παρόν ανακοπεί. Και είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι μπορεί να επανέλθει με τους παλιούς όρους. Το πιο πιθανόν είναι ότι η ροή των πιστώσεων στο μέλλον, από τις τράπεζες προς τα κράτη, θα είναι και πιο ελεγχόμενη και πιο περιορισμένη. Και δεν ξέρουμε πώς θα αποτιμάτε η λεγόμενη «αξιοπιστία»των κρατών. Από αυτή την άποψη και η Ελληνική πλευρά πρέπει να αρχίσει να σκέπτεται με εντελώς άλλο τρόπο την μελλοντική της επιστροφή στις αγορές και πιο συγκεκριμένα την ίδια την ανάπτυξη. Αυτή δεν πρόκειται να γίνει ξανά με βάση την παλιά συνταγή δηλ. μέσω δανείων από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει τουλάχιστον στη προηγούμενη διάστασή της.

Ο παλιός τώρα τρόπος δανεισμού από άλλα κράτη δεν γνωρίζουμε πόσο παραμένει, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, εφικτός και τι προοπτικές έχει. Πάντως παλαιότερα συνεπάγονταν, σχεδόν πάντα, ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις με το κράτος –δανειστή και οι όροι των δανείων ήταν κατά κανόνα επαχθέστεροι. Αυτό όμως συνιστά ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θέλει ειδική εξέταση. Αλλά όπως και νάχει το πράγμα η επιλογή αυτή δεν αποτελεί καμιά εύκολη εναλλακτική λύση όπως θέλει να την παρουσιάζει η αριστερά όταν αναφέρεται σε Ρωσία, Κίνα κλπ.
Σήμερα η Ελλάδα, όντας έξω από τις αγορές, επιβιώνει μέσω δανειακών συμβάσεων με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση που δεν πρόκειται να ισχύσει επί μακρόν. Δεν μπορεί δηλ. η Ευρώπη να επωμισθεί σταθερά και σε βάθος χρόνου την στήριξη της Ελλάδας με δάνεια. Πέραν των άλλων είναι αντίθετες, σε αυτό, και οι ίδιες οι κοινωνίες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Για την χώρα μας λοιπόν υπάρχει ένα πρόβλημα μελλοντικής χρηματοδότησης. Από πού δηλ. αυτή θα προέλθει και τι θα αφορά. Ήδη στην Ευρώπη το κλίμα σταδιακά αλλάζει. Μια τρίτη δανειακή σύμβαση φαίνεται πολύ δύσκολο να μπορεί να υπάρξει (μετά το 2014). Κι αν υπάρξει θα είναι πολύ περιορισμένη. Και τέλος πάντων το μόνο που φαίνονται διατεθειμένοι να αναλάβουν, αν το αναλάβουν, οι Ευρωπαίοι είναι μέρος των δανειακών μας υποχρεώσεων (μέσω πιθανής νέας δανειακής σύμβασης). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση παραμένει ανοιχτό ένα πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν μπορεί η Ελληνική οικονομία, σε συνθήκες ύφεσης, να επιβιώνει με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, πολύ περισσότερο με πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό θα οδηγήσει σε εσωτερικές στάσεις πληρωμών, σε δραματική συρρίκνωση της οικονομίας, σε βίαιη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Τα περιθώρια λοιπόν στενεύουν. Ποια μπορεί νάναι η διέξοδος ;

Οι συζητήσεις μέχρι στιγμής ελάχιστα διαφωτίζουν το ζήτημα. Το πολιτικό σύστημα αναλώνεται αποσπασματικά σε διενέξεις για κάποια μέτρα και αγωνιά για το δικό του μέλλον. Οι οικονομολόγοι περιφέρουν τις ελλιπείς και μονομερείς γνώσεις τους στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το φιλο-λαϊκό τους προφίλ (όσο και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας) και η Αριστερά καταθέτει τον αναχρονισμό της, την ολική επιστροφή στα παλιά (στον αντι-ευρωπαϊσμό του ‘75, τα ανεξαρτησιακά προτάγματα, τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών κι όχι μόνο, τη δραχμή κλπ. κλπ.). Κι ακόμα χωρίς νάχει καμιά πολιτική ανάπτυξη η ίδια (ίσα- ίσα το αντίθετο) και χωρίς να υπάρχει κανένα ανεπτυγμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα θέτει και ζητήματα εξουσίας με βάση τις… σφυγμομετρήσεις.
Το πολιτικό κενό αφορά απουσία πολιτικών και πολιτικών διαδικασιών. Απουσία στρατηγικών αναζητήσεων. Ούτε οι δανειακές συμβάσεις ούτε τα μνημόνια απαντούν σε αυτό το θέμα ούτε βέβαια και τα μέτωπα εναντίων αυτών. Το θέμα της οικονομικής χρηματοδότησης σήμερα ταυτίζεται με το πρόβλημα της μελλοντικής οικονομικής μας επιβίωσης. Είναι πέρα από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που κινούνται σε έναν ορίζοντα πρόσκαιρης διάσωσης. Μετά την δεύτερη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο plus τι θα γίνει;

Οι διεθνής αγορές μπορεί να κλείσανε για την Ελλάδα, οι δανειακές όμως ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο υπήρχαν την εποχή που δανείζονταν η χώρα μας ελεύθερα από τις αγορές. Οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας ορίζονται από το βιοτικό της επίπεδο που είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί. Αυτό το βιοτικό επίπεδο, κατά τους νέους δανειστές μας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, πρέπει να μειωθεί. Γιατί έτσι θα μειωθούν και οι δανειακές μας ανάγκες που την κάλυψή τους έχουν αναλάβει προσωρινά αυτοί. Τίποτα πιο λογικό κι αναμενόμενο απ’ τη μεριά τους.

Η εσωτερική υποτίμηση είναι το πρώτο που πρέπει να λύσουμε σαν κοινωνία. Τα αναπτυξιακά έπονται. Πριν την ανάπτυξη υπάρχει πάντα η σταθεροποίηση. Εμείς είμαστε μακράν και αυτής. Η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανακόψει την καθοδική της πορεία. Να ισορροπήσει σε ένα οπωσδήποτε χαμηλότερο επίπεδο. Να σταθεροποιηθεί σε αυτό και μετά να επιδιώξει την ανάκαμψη. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις, οι επενδύσεις προϋποθέτουν είτε εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίων (από πού άραγε;), είτε προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (με τι συγκριτικά πλεονεκτήματα;) είτε σύναψη νέων δανείων (από ποιες αγορές;). Όλα αυτά συνιστούν οικονομικές προκλήσεις των ημερών.
Το μοντέλο της πλασματικής ευμάρειας, που υπερασπιζόμαστε ακόμα, έχει λάβει τέλος. Καιρός να συγχρονιστούμε με τα νέα δεδομένα. Το μοντέλο αυτό ήταν προϊόν μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Ελληνική κοινωνία οφείλει να αναπροσαρμοστεί όσο οδυνηρό και αν είναι κάτι τέτοιο, όσα ανθρώπινα δράματα κι αν προκαλεί.

Το αναπόφευκτο, ως γνωστόν, δεν το επιλέγεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το αποτρέψεις. Είσαι υποχρεωμένος να το υποστείς. Η εσωτερική υποτίμηση θα γίνει είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη (με απ’ ευθείας περικοπές εισοδημάτων αλλά και δαπανών σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς) είτε βγούμε έξω από αυτήν (με υποτίμηση της δραχμής). Διαφορές υπάρχουν αλλά η ουσία είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις η υποτίμηση θα είναι σημαντική. Η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το σημερινό που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επίπεδο Ινδίας ή Βουλγαρίας ή κάποιας άλλης χώρας, καθώς για να μιλήσουμε γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ακριβή γνώση της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει και τα περιθώρια που έχουμε για ανάπτυξη στο μέλλον.
Οι υποστηρικτές της δραχμής ενώ την επιλέγουν γιατί παρέχει την δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής (δηλ. την δυνατότητα υποτίμησης) δεν αναφέρονται καθόλου στην αναγκαστική πτώση του βιοτικού επίπεδου που θα επιφέρει αυτή.

Όλα τα παραπάνω κάνουν φανερό ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας. Την έλλειψη μιας επεξεργασμένης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης από την μεριά της Ελλάδας.
Αντί να διαπραγματευόμαστε παθητικά κάθε φορά με την Τρόικα, για τα μέτρα λιτότητας που προωθεί, θα μπορούσαμε μόνοι μας να είχαμε σχεδιάσει μια διαδικασία σταδιακής εσωτερικής υποτίμησης. Με προτεραιότητες, επιλεγμένα και αξιολογημένα κόστη, με δίκαιες κοινωνικές κατανομές βαρών. Στη βάση ενός οικονομικού προγράμματος προσαρμογής που θα στηρίζονταν στη διάσωση βασικών καταχτήσεων και στην κατάργηση εκτεταμένων προνομίων, και παρασιτικών λειτουργιών, σε διαρθρωτικές αλλαγές επώδυνες αλλά αναγκαίες και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος που να το περιορίζουν και να το ορθολογικοποιούν.
Όλα αυτά μοιάζουν «με όνειρα θερινής νυχτός», με προτάσεις που κινούνται στον κόσμο της φαντασίας, στο απραγματοποίητο της πολιτικής μας ζωής. Κι έτσι είναι.
Τέτοιου είδους οικονομικό πρόγραμμα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ.
Έτσι όμως η εσωτερική υποτίμηση θα γίνεται με αναγκαστικό, άναρχο και κοινωνικά άδικο τρόπο (μέσω μνημονίων όσο θα υπάρχουν κι αυτά). Και σε αυτή την περίπτωση το αναπόφευκτο δεν μπορεί να μεταφράζεται σε παθητική αποδοχή των μέτρων. Νομοτελειακά τα μέτρα θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις έστω κι αν είναι προδικασμένη η έκβασή τους. Και εκεί αναπτύσσονται ιδεολογικά μέτωπα (αντι-μνημονιακά, αντι-ευρωπαϊκά, αντιδυτικά, αντιγερμανικά) και γίνεται μετάθεση ευθυνών από το πολιτικό σύστημα στην Τρόικα.
Για όλα πλέον φταίει το μνημόνιο και οι Γερμανοί. Οι αρχηγοί των Ελληνικών κομμάτων διαπραγματεύονται σκληρά, βάζουν κόκκινες γραμμές, αντιστέκονται κι υποχωρούν τελικά κάτω από αφόρητες πιέσεις. Καλύτερη από-ενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Για όλα φταίνε οι ξένοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελληνική κοινωνία καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του ξένου παράγοντα. Η ιστορία έχει ρίζες βαθιές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτείται κι αναπαράγεται συνεχώς ο ιστορικός μύθος για το δίκαιο των Ελλήνων, τους εθνικούς κατατρεγμούς, τις ευθύνες των ξένων. Έτσι λειτουργεί η συλλογική αντίληψη, όλο το σύστημα των συλλογικών συμπεριφορών στην Ελλάδα.

Ο δύσκολος δρόμος της αυτογνωσίας

Πολλές λοιπόν και διάφορες οι πολιτικές προκλήσεις των ημερών. Στρατηγικού και ταχτικού χαρακτήρα. Προκλήσεις που εκτείνονται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, που γίνονται ολοένα πιο σκληρά, και φθάνουν μέχρι την αναζήτηση μιάς γενικής διεξόδου. Το θέμα είναι μέσα από πιο πρίσμα αντιμετωπίζονται όλα αυτά.
Όσο η κρίση εξαπλώνεται τόσο το τοπίο στην Ελληνική κοινωνία γίνεται πιο θολό κι αδιευκρίνιστο. Από την μια έχουμε τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται και συνιστούν την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας που όμως δεν έχει ακόμα πάρει το δρόμο της εξωτερίκευσης (κι άρα κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει), και από την άλλη έχουμε την συνέχιση των πρακτικών του παρελθόντος που δημιουργούν την αίσθηση πως παρ’ όλη την τεράστια κρίση που περνάμε πολύ δύσκολα, σε αυτόν τον τόπο, κάτι θα αλλάξει. Από κάθε άποψη πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο όπου το νέο κυοφορείται ενώ το παλιό συνεχίζει να υπάρχει.
Το παλιό δεν αφορά μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Κύρια έχει να κάνει με το διαμορφωμένο επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συνείδησης..
Το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνουμε είναι δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες να τύχη οποιασδήποτε άλλης αντιμετώπισης. Ποιοι όμως είναι οι όροι που μπορούν να διαμορφώσουν σταδιακά μια διαφορετική συνείδηση στην Ελληνική κοινωνία;
Πάνω σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να επικεντρωθούμε.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει αδυναμία να κατανοηθούν οι διεθνείς όροι της Ελληνικής κρίσης, οι καταναγκαστικοί περιορισμοί, οι αδύνατες αυτονομίες, τα ανύπαρκτα περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι υποχρεωτικές προσαρμογές.
Όλη η σχέση με το διεθνές περιβάλλον γίνεται αντιληπτή μέσα από φοβικά σύνδρομα.
Οι ξένοι που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία μας και θέλουν να επιβάλουν μια νέα κατοχή, να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες μας κλπ. κλπ.

Η Ελληνική κοινωνία αδυνατεί να δει τον εαυτό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο με όρους ανταγωνισμού και συνύπαρξης.
Η δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας φανερώνει την έλλειψη, βασικά, ανταγωνιστικού πνεύματος. Η Ελληνική κοινωνία έχει, για χρόνια τώρα, επαναπαυθεί στον καταναλωτισμό της. Δεν την έχει απασχολήσει το μέλλον της στον σύγχρονο κόσμο, δεν τοποθετείται μέσα σε αυτόν ανταγωνιστικά, δεν πάλεψε και δεν διεκδίκησε να καταλάβει κάποια θέση στο νέο υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό. Έμεινε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία.
Η έννοια της συνύπαρξης, από την άλλη, αφορά την ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καμιά κρίση δεν είναι ανεξάρτητη ούτε μπορεί να ανεξαρτοποιηθεί. Η ιδεοληπτική εμμονή στην ύπαρξη εθνικής λύσης στην κρίση, μας γυρίζει πίσω σε ανεξαρτησιακούς αναχρονισμούς και τριτοκοσμικές αναζητήσεις.
Οι σχηματοποιήσεις του τύπου δραχμή ή Ευρώ δεν βοηθούν καθόλου και στην κατανόηση της κρίσης και στην διαχείρισή της. Η κρίση δεν είναι νομισματική (δεν την προκάλεσε το Ευρώ) μπορεί όμως να εξελιχθεί σε τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί και έξω από το Ευρώ με νομισματικά μέσα (υποτίμηση δραχμής - επιτόκια). Η διαχείριση των κρίσεων σήμερα ξεπερνά κατά πολύ την παλιά συνταγή των νομισματικών μέτρων.
Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Ακόμα και για μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα. Το μνημόνιο δεν περιλαμβάνει μόνο περικοπές μισθών, συντάξεων και νέους φόρους. Στην προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει μια σειρά αναπτυξιακά μέτρα (απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, αποδοτικότητα του κράτους, απελευθέρωση ωραρίου κλπ.) για τα οποία δεν έχει γίνει ακόμα πρακτικά τίποτα.

Στην ιστορία των Δημόσιων οικονομικών των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν πολλά να γραφτούν για οικονομικές λογικές και νοοτροπίες που μας οδήγησαν ως εδώ. Αυτές ακριβώς έχουν και την μεγαλύτερη σημασία. Όχι τόσο τα πρόσωπα και τα κόμματα που μας κυβέρνησαν και που δεν ήταν παρά διαχειριστές μιας δεδομένης κοινωνικής συνείδησης και λιγότερο διαμορφωτές της.
Η γνώση του παρελθόντος, η γνώση των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόστηκαν και των ιδεών που υπήρξαν κυρίαρχες είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο ξεπέρασμα των σημερινών αγκυλώσεων. Μέσα από αυτήν μπορούν να ανατραπούν τα στερεότυπα του παρελθόντος και οι φόβοι του μέλλοντος, ότι δηλ. συνιστά τον συντηρητισμό των ημερών μας.
Μόνο μέσα από μια ουσιαστική διαδικασία αυτογνωσίας σαν κοινωνία μπορούμε να ελπίζουμε σε μια οικονομική και πολιτική διέξοδο. Θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε;

ΜΗΛΙΟΣ ΧΡ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: