Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Γ. Κοντογιώργης - Παρέμβαση στον Ρ/Σ ΣΚΑΪ 100,3 - 16 Ιουν 12

Από το " LoMaK's blog" 




Παρέμβαση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη, στις 16.6.12, στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ 100,3 και στον δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά.

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ανοιχτή επιστολή προς τους συμπολίτες μας




          Αισθανόμαστε ότι έχουμε χρέος ως πολίτες αυτής της χώρας, να απευθυνθούμε στους συμπολίτες μας, να τους διατυπώσουμε τη γνώμη μας και να τους καλέσουμε να συνειδητοποιήσουν ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει ως πρωτογενή αιτία το ιδιοτελές όσο και δυναστικό κράτος, που εγκατέστησε το κομματικό σύστημα στη χώρα από τη δεκαετία του 1980. Ότι δηλαδή η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την άρση των πυλώνων  που οδήγησαν στην καταστροφή: Οι οποίοι είναι: η κομματική ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος, το δυναστικό και εκφαυλισμένο κράτος και η νομοθεσία που θεσμοθετεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Να αντιληφθούν, επομένως, ότι η λύση δεν βρίσκεται στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αφού η πολιτική τάξη εξάντλησε τα όριά της: ούτε θέλει ούτε μπορεί να αλλάξει και μάλιστα να υπερβεί τον εαυτό της.
          Δύο χρόνια από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έριξε τη χώρα στο λάκκο των λεόντων, η πολιτική τάξη δεν έπραξε το παραμικρό όχι μόνο για να άρει τα αίτια της κρίσης, που στο σύνολό της δημιούργησε, αλλά και για να δείξει την παραμικρή διάθεση μεταμέλειας και αλλαγής πορείας. Διαγκωνίζεται πάνω στα συντρίμμια της χώρας για να υφαρπάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση με ψευδή διλήμματα του τύπου "μνημόνιο ή χρεωκοπία", "ευρώ ή δραχμή", "σταθερότητα ή ακυβερνησία", ενώ είναι απολύτως βέβαιο ότι η χώρα δεν θα αποφύγει ούτε τη χρεωκοπία ούτε ίσως την επάνοδο στη δραχμή, εάν δεν αρθούν τα αίτια της κρίσης.
          Η Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού είναι όμηρος των ολιγαρχικών συμμοριών που ύφανε η πολιτική τάξη στο σύνολο του κράτους, οι οποίες τη λυμαίνονται και τη σπιλώνουν. Συνένοχες στον κατήφορο αυτό, είναι τόσο οι "μνημονιακές" δυνάμεις, που έριξαν τη χώρα βορά στη διεθνή των αγορών, όσο και οι "αντι-μνημονιακές" δυνάμεις, το σύνολο σχεδόν της πολιτικής τάξης.
          Η ελληνική κοινωνία παρίσταται μάρτυρας μιας άγονης αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων, που επικεντρώνεται στο σύμπτωμα -στα υπέρ ή κατά του μνημονίου-, προκειμένου να αντιπαρέλθουν το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την άρνησή τους να εναρμονισθούν με το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας.       Υπεραμύνονται με πάθος τα προκλητικά τους προνόμια, τις ευφάνταστες ασυλίες τους, το "δικαίωμά" τους να μην υπάγονται στη δικαιοσύνη, να διαπλέκονται με σκοπό τη διαφθορά, να μην αγγίζουν τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη για να την χρησιμοποιούν προς όφελος των ιδίων και της "πολιτικής τους πελατείας", με την κάλυψη του ίδιου του Συντάγματος. Η κοινωνία των πολιτών έχει αναδειχθεί στον πρωταρχικό και μείζονα εχθρό του συνόλου της πολιτικής τάξης.
          Έχοντας επίγνωση της εμμονής αυτής της πολιτικής τάξης να μην αγγίξει, μέχρι σήμερα, το απεχθές της σύστημα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αναζητήσει τρόπους ώστε πολιτικοί και κράτος να αισθάνονται καθημερινά την ανάσα της. Να πιστέψει ότι η αλλαγή του μίγματος της ακολουθούμενης πολιτικής, θα διέλθει, σε πρώτη φάση, μόνο από τον εξαναγκασμό της πολιτικής τάξης να εναρμονισθεί με το κοινό συμφέρον, δηλαδή με την κατάλυση του λεηλατικού της καθεστώτος. Και στη συνέχεια, με την ανάκτηση μέρους, τουλάχιστον, της πολιτικής της κυριαρχίας, με την θεσμική συνεκτίμηση της βούλησής της στο πολιτικό σύστημα, με την καθιέρωση του "ελέγχειν" και του "ευθύνειν" του πολιτικού προσωπικού, για τα πεπραγμένα του. Να αντιληφθεί, τελικά, ότι η παντοδυναμία της κομματοκρατίας και των αγορών συναρτάται άμεσα από τον δικό της αποκλεισμό από το πολιτικό σύστημα. Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία ως ο λόγος ύπαρξης και της πολιτικής τάξης και των αγορών.
          Οι εκλογές, παρόλον ότι γίνονται με σημαδεμένα χαρτιά και με προκλητικά αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις, δίνουν τη μοναδική δυνατότητα στην κοινωνία των πολιτών να εξαφανίσει τους πολιτικούς πρωταίτιους της καταστροφής, να εξαναγκάσει την πολιτική τάξη, θέτοντάς την σε κατ'οίκον περιορισμό, να αλλάξει άρδην ή, εάν όπως όλα δείχνουν, επιλέξει την αντίσταση, να την οδηγήσει στην κατάρρευση, προκειμένου, πριν να είναι αργά, να έρθουν στο προσκήνιο δυνάμεις που θα οδηγήσουν στην υπέρβαση του δυναστικού καθεστώτος.
          Είναι προφανές πια ότι η πολιτική τάξη αποτελεί την μείζονα απειλή. Η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση και στο ευρώ, η αποτροπή της περαιτέρω εξαθλίωσης και της ταπείνωσης της κοινωνίας, η ίδια η ύπαρξη της χώρας, διέρχονται αποκλειστικά από την υπέρβαση του συστήματος που θεσμοθετεί την κομματοκρατία και το δυναστικό κράτος.
          Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από ένα μνημόνιο εναντίον του κράτους και όχι εναντίον της κοινωνίας. Διότι εάν αυτό δεν συμβεί, ακόμη και αν η ελληνική κοινωνία προσφέρει δωρεάν την εργασία της ή τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, ουδείς θα αποδεχθεί να επενδύσει στο μέτρο που θα γνωρίζει ότι τον αναμένουν τα πιράνχας της γραφειοκρατικής ιδιοποίησης, της διαπλοκής και της διαφθοράς να τον κατασπαράξουν.  Εκτός και αν η Ελλάδα μεταβληθεί σε "μη χώρα", σε ομοίωμα κράτους, χρήσιμο ως προνομιακή χωματερή της διεθνούς των αγορών, για τις ενδο-ευρωπαϊκές ηγεμονικές διεργασίες και ως "χώρος" πρόσφορος στα διεθνή παίγνια.
          Η ελληνική κοινωνία οφείλει να γνωρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια νέα προσφυγιά και στην οριστική της εξαθλίωση και υποτέλεια.
Αθήνα, 27/4/2012
Οι υπογράφοντες
Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Κοντογιώργης,
Συνθέτης                  Καθηγητής

               

          Αισθανόμαστε ότι έχουμε χρέος ως πολίτες αυτής της χώρας, να απευθυνθούμε στους συμπολίτες μας, να τους διατυπώσουμε τη γνώμη μας και να τους καλέσουμε να συνειδητοποιήσουν ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει ως πρωτογενή αιτία το ιδιοτελές όσο και δυναστικό κράτος, που εγκατέστησε το κομματικό σύστημα στη χώρα από τη δεκαετία του 1980. Ότι δηλαδή η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την άρση των πυλώνων  που οδήγησαν στην καταστροφή: Οι οποίοι είναι: η κομματική ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος, το δυναστικό και εκφαυλισμένο κράτος και η νομοθεσία που θεσμοθετεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Να αντιληφθούν, επομένως, ότι η λύση δεν βρίσκεται στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αφού η πολιτική τάξη εξάντλησε τα όριά της: ούτε θέλει ούτε μπορεί να αλλάξει και μάλιστα να υπερβεί τον εαυτό της.
          Δύο χρόνια από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έριξε τη χώρα στο λάκκο των λεόντων, η πολιτική τάξη δεν έπραξε το παραμικρό όχι μόνο για να άρει τα αίτια της κρίσης, που στο σύνολό της δημιούργησε, αλλά και για να δείξει την παραμικρή διάθεση μεταμέλειας και αλλαγής πορείας. Διαγκωνίζεται πάνω στα συντρίμμια της χώρας για να υφαρπάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση με ψευδή διλήμματα του τύπου "μνημόνιο ή χρεωκοπία", "ευρώ ή δραχμή", "σταθερότητα ή ακυβερνησία", ενώ είναι απολύτως βέβαιο ότι η χώρα δεν θα αποφύγει ούτε τη χρεωκοπία ούτε ίσως την επάνοδο στη δραχμή, εάν δεν αρθούν τα αίτια της κρίσης.
          Η Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού είναι όμηρος των ολιγαρχικών συμμοριών που ύφανε η πολιτική τάξη στο σύνολο του κράτους, οι οποίες τη λυμαίνονται και τη σπιλώνουν. Συνένοχες στον κατήφορο αυτό, είναι τόσο οι "μνημονιακές" δυνάμεις, που έριξαν τη χώρα βορά στη διεθνή των αγορών, όσο και οι "αντι-μνημονιακές" δυνάμεις, το σύνολο σχεδόν της πολιτικής τάξης.
          Η ελληνική κοινωνία παρίσταται μάρτυρας μιας άγονης αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων, που επικεντρώνεται στο σύμπτωμα -στα υπέρ ή κατά του μνημονίου-, προκειμένου να αντιπαρέλθουν το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την άρνησή τους να εναρμονισθούν με το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας.       Υπεραμύνονται με πάθος τα προκλητικά τους προνόμια, τις ευφάνταστες ασυλίες τους, το "δικαίωμά" τους να μην υπάγονται στη δικαιοσύνη, να διαπλέκονται με σκοπό τη διαφθορά, να μην αγγίζουν τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη για να την χρησιμοποιούν προς όφελος των ιδίων και της "πολιτικής τους πελατείας", με την κάλυψη του ίδιου του Συντάγματος. Η κοινωνία των πολιτών έχει αναδειχθεί στον πρωταρχικό και μείζονα εχθρό του συνόλου της πολιτικής τάξης.
          Έχοντας επίγνωση της εμμονής αυτής της πολιτικής τάξης να μην αγγίξει, μέχρι σήμερα, το απεχθές της σύστημα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αναζητήσει τρόπους ώστε πολιτικοί και κράτος να αισθάνονται καθημερινά την ανάσα της. Να πιστέψει ότι η αλλαγή του μίγματος της ακολουθούμενης πολιτικής, θα διέλθει, σε πρώτη φάση, μόνο από τον εξαναγκασμό της πολιτικής τάξης να εναρμονισθεί με το κοινό συμφέρον, δηλαδή με την κατάλυση του λεηλατικού της καθεστώτος. Και στη συνέχεια, με την ανάκτηση μέρους, τουλάχιστον, της πολιτικής της κυριαρχίας, με την θεσμική συνεκτίμηση της βούλησής της στο πολιτικό σύστημα, με την καθιέρωση του "ελέγχειν" και του "ευθύνειν" του πολιτικού προσωπικού, για τα πεπραγμένα του. Να αντιληφθεί, τελικά, ότι η παντοδυναμία της κομματοκρατίας και των αγορών συναρτάται άμεσα από τον δικό της αποκλεισμό από το πολιτικό σύστημα. Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία ως ο λόγος ύπαρξης και της πολιτικής τάξης και των αγορών.
          Οι εκλογές, παρόλον ότι γίνονται με σημαδεμένα χαρτιά και με προκλητικά αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις, δίνουν τη μοναδική δυνατότητα στην κοινωνία των πολιτών να εξαφανίσει τους πολιτικούς πρωταίτιους της καταστροφής, να εξαναγκάσει την πολιτική τάξη, θέτοντάς την σε κατ'οίκον περιορισμό, να αλλάξει άρδην ή, εάν όπως όλα δείχνουν, επιλέξει την αντίσταση, να την οδηγήσει στην κατάρρευση, προκειμένου, πριν να είναι αργά, να έρθουν στο προσκήνιο δυνάμεις που θα οδηγήσουν στην υπέρβαση του δυναστικού καθεστώτος.
          Είναι προφανές πια ότι η πολιτική τάξη αποτελεί την μείζονα απειλή. Η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση και στο ευρώ, η αποτροπή της περαιτέρω εξαθλίωσης και της ταπείνωσης της κοινωνίας, η ίδια η ύπαρξη της χώρας, διέρχονται αποκλειστικά από την υπέρβαση του συστήματος που θεσμοθετεί την κομματοκρατία και το δυναστικό κράτος.
          Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από ένα μνημόνιο εναντίον του κράτους και όχι εναντίον της κοινωνίας. Διότι εάν αυτό δεν συμβεί, ακόμη και αν η ελληνική κοινωνία προσφέρει δωρεάν την εργασία της ή τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, ουδείς θα αποδεχθεί να επενδύσει στο μέτρο που θα γνωρίζει ότι τον αναμένουν τα πιράνχας της γραφειοκρατικής ιδιοποίησης, της διαπλοκής και της διαφθοράς να τον κατασπαράξουν.  Εκτός και αν η Ελλάδα μεταβληθεί σε "μη χώρα", σε ομοίωμα κράτους, χρήσιμο ως προνομιακή χωματερή της διεθνούς των αγορών, για τις ενδο-ευρωπαϊκές ηγεμονικές διεργασίες και ως "χώρος" πρόσφορος στα διεθνή παίγνια.
          Η ελληνική κοινωνία οφείλει να γνωρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια νέα προσφυγιά και στην οριστική της εξαθλίωση και υποτέλεια.
Αθήνα, 27/4/2012
Οι υπογράφοντες
Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Κοντογιώργης,
Συνθέτης                  Καθηγητής

               

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

η ευαγγελική δημοκρατία…


Η δεύτερη, μετά το Πάσχα Κυριακή, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, έχει επικρατήσει να λέγεται Κυριακή των Μυροφόρων.
Παράλληλα όμως, και σύμφωνα με το αποστολικό ανάγνωσμα, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως η Κυριακή της Δημοκρατίας.
Όχι βέβαια της αρχαίας αθηναϊκής ή της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Που στην πραγματικότητα ήταν ολιγαρχίες των ελεύθερων, λεγόμενων, πολιτών. Αφού εξουσίαζαν τους πολλαπλάσιους δούλους, τους οποίους αντιμετώπιζαν, πάνω κάτω, σαν ζώα.
Πράγμα που, περισσότερο ή λιγότερο, ισχύει και για όλες τις μετέπειτα, μέχρι σήμερα, κατ’ ευφημισμόν, λεγόμενες, δημοκρατίες. Όπου η ολιγαρχία του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου πλαστογραφεί τη θέληση των λαών. Και τους αντιμετωπίζει με τον ίδιο, περίπου, τρόπο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν τους δούλους.

Αλλά περί ποιας δημοκρατίας πρόκειται;

Της δημοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε, για πρώτη και μοναδική φορά, στην πρώτη χριστιανική κοινωνία. Και ποτέ άλλοτε, μέχρι τώρα…
Όπως το σχετικό εδάφιο των Πράξεων των Αποστόλων (Δ, 32-35) μας επισημαίνει:
«Είχαν, μας λένε οι Πράξεις των Αποστόλων, οι πρώτοι χριστιανοί όλοι μια ψυχή και μια καρδιά. Και κανένας τους δεν έλεγε για κάτι ότι είναι δικό του. Αλλά ήταν όλα για όλους κοινά. Καθένας πρόσφερε ανάλογα με τις δυνάμεις του και έπαιρνε ανάλογα με τις ανάγκες του. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας φτωχός ανάμεσά τους»!….
Δεν είναι μήπως αυτή η αληθινή δημοκρατία και ο πραγματικός σοσιαλισμός; Δεν βρίσκεται εδώ η θεμελιακή ιδέα, πάνω στην οποία εδράστηκε, όπως φαίνεται αργότερα, ο κεντρικός πυρήνας του περίφημου κομμουνιστικού μανιφέστου του Μαρξ!…
Δεν είναι η κοινωνία, που έχει ως υπέρτατη αξία της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι τα οποιαδήποτε προκρούστεια νομικά κατασκευάσματα! Που κατακρεουργούν τον άνθρωπο στο όνομα απάνθρωπων και τυφλών συμφερόντων….
Μια πτυχή της δημοκρατικής λειτουργίας της πρώτης αυτής χριστιανικής κοινωνίας μας δίνει και το αποστολικό, όπως προαναφέραμε, ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων (Πράξεων ΣΤ,1-7), που αναφέρεται στην εκλογή των επτά διακόνων:
Παρατηρήθηκαν, μας λέει το κείμενο αυτό, στην πρώτη χριστιανική κοινωνία κάποια προβλήματα αδικίας και ανισότητας. Και το πλήρωμα της Εκκλησίας αποτάθηκε στους αποστόλους, για να δώσουν λύσεις.
Και οι Απόστολοι τους έδωσαν τις κατευθυντήριες γραμμές:
«Κάμετε τους είπαν εκλογές. Και εκλέξτε επτά ανθρώπους, που να έχουν φόβο Θεού, καλή φήμη και γνώση των θεμάτων, που σας απασχολούν . Και να τους αναθέσετε την επίλυσή των προβλημάτων σας».

Ο, τι περίπου συνιστούσε και ο Σωκράτης στους συμπολίτες του τους Αθηναίους. Και μάλλον αντίθετα απ’ αυτά που, συνήθως, κάνουμε εμείς σήμερα:
Που εκλέγουμε, συχνά, ανθρώπους αθεόφοβους και διεστραμμένους. Παραμοφωμένους σε κολλέγια και πανεπιστήμια ηθικής και εθνικής μετάλλαξης. Βουτυρομπμπέδες και σοκολατόπαιδα ανίκανα και παντελώς άσχετα με το έργο, που αναλαμβάνουν να επιτελέσουν…
Και όμως, με επαχθή και απεχθή, από τα διαπλεκόμενα και εξωνημένα Μ. Μ. Εξαπατήσεως και εξαχρειώσεως, διαφήμιση. Από τα οποία διαχέεται ανυπόφορη η μπόχα για την κακή και χείριστη, ακόμη, φήμη, που αποπνέει η άκρως αποκρουστική πολιτεία τους:
Ως προδοτών και διαβόητων κλεφτών και απατεώνων. Δικτυωμένων, με ύποπτα ντόπια και διεθνή συμφέροντα. Που, αντί να εξουσιάζουν, θα τους ταίριαζε να είναι εγκάθειρκτοι σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Και όμως κρατούν εγκάθειρκτο έναν ολόκληρο λαό. Που καταληστεύουν και ξεπουλάνε, με απάτες και εκβιασμούς αυτόν και την πατρίδα του…
Αφού τους δίνει το βέβηλο αυτό δικαίωμα, ένα μεγάλο μέρος εθελόδουλου και εθελότυφλου όχλου που, δυστυχώς, τους ακολουθεί, με τη θέλησή του…
Και ασφαλώς οι πρώτοι χριστιανοί ακολούθησαν τις συμβουλές των Αποστόλων. Και εξέλεξαν τους επτά διακόνους. Με συμμετοχή, στους ψηφοφόρους, και των γυναικών. Με αποτέλεσμα η Εκκλησία να μεγαλώνει αλματωδώς, πηγαίνοντας απ’ το καλό στο καλύτερο.
Σε αντίθεση με μας, που πηγαίνουμε απ’ το κακό στο χειρότερο….
Άμποτε, κάποτε, οι άνθρωποι-και πρώτοι απ’ όλους οι, λεγόμενοι, χριστιανοί-να ξαναγύριζαν στο ξεχασμένο Ευαγγέλιο. Και η Κυριακή των Μυροφόρων να καθιερωθεί, ως η Κυριακή δημοκρατίας. Της αληθινά κοινωνικής δημοκρατίας. ΄Όμως….

Ποιοι θα έστεργαν μια τέτοια επιστροφή και μια τέτοια καθιέρωση; ‘Όταν ακόμη και οι λεγόμενοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, πολύ περισσότερο απ’ τους κοσμικούς, φοβούνται και τρέμουν όχι απλώς την αληθινή, αλλά και την στοιχειώδη, έστω, δημοκρατία!
Όταν φοβούνται και τρέμουν το Ευαγγέλιο, που διδάσκουν και υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν και υπηρετούν…
παπα-Ηλίας

Η αναχρονιστική και αντιδραστική Δημοκρατία μας


Γιώργος Κοντογιώργης
Δηλώνω εξαρχής ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι αναχρονιστικό και συνάμα αντιδραστικό. Είναι αναχρονιστικό, διότι ανάγεται στις διανοητικές επεξεργασίες και ανάγκες του 18ου αιώνα, όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αγωνιούσαν να αποτινάξουν τη φεουδαρχία. Επομένως, δεν απαντά στα σημερινά προβλήματα, ούτε ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες. Είναι αντιδραστικό, διότι χρησιμοποιείται ως όχημα για να εμποδιστεί η κοινωνία να χειραφετηθεί, να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της, και κυρίως για να ποδηγετηθεί από τη διεθνή των αγορών. Από την άλλη, η νεοτερικότητα, από άγνοια αλλά και από βαθιά ολιγαρχική αφετηρία, επιχειρεί να το νομιμοποιήσει, διατεινόμενη ότι πέτυχε το θαύμα: ότι το σημερινό σύστημα είναι και αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό, τη στιγμή που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, και πάντως τα δύο αυτά συστήματα είναι ασύμβατα μεταξύ τους.
Τι είναι δημοκρατία;
Στη δημοκρατία το πολιτικό σύστημα ανήκει στην κοινωνία των πολιτών, η οποία έτσι γίνεται συστατικός θεσμός της πολιτείας, δήμος. Συγχρόνως, η κοινωνία των πολιτών κατέχει όλη την πολιτική αρμοδιότητα, αυτοκυβερνάται. Στον αντίποδα, στις μέρες μας, το πολιτικό σύστημα το κατέχει το κράτος, στο σύνολο του, και μαζί την πολιτική κυριαρχία. Η κοινωνία στη δημοκρατία είναι δήμος, σήμερα είναι ένας απλός (εξω-πολιτειακός) ιδιώτης. Η δημοκρατία διαφέρει, επίσης, από την αντιπροσώπευση. Και τις δύο αυτές πολιτείες η κοινωνία των πολιτών είναι δήμος, θεσμός/μέτοχος της πολιτείας. Όμως, στην αντιπροσώπευση κατέχει μόνο την ιδιότητα/τις αρμοδιότητες του εντολέα, ενώ οι αρμοδιότητες του εντολοδόχου ανήκουν στον φορέα της πολιτικής εξουσίας. Εξού και δεν γίνεται στην ίδια χώρα να συνυπάρξουν αντιπροσώπευση και δημοκρατία.
Γιατί επικαλούμαστε τη δημοκρατία;
Γιατί τόση εμμονή της εποχής μας να δηλώνει αυτάρεσκα ότι το σύστημά της είναι δημοκρατία, ενώ δεν είναι; Τι ανώτερο έχει η δημοκρατία από τα άλλα πολιτεύματα, ώστε θέλουμε να αισθανθούμε ή έστω να δείξουμε ότι το κατέχουμε; Θα αναφέρω δύο από τους κύριους λόγους. Ο ένας αφορά σ' αυτό που έρχεται να εμπραγματώσει η δημοκρατία. Την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία. Ο σκοπός αυτός της δημοκρατίας σήμερα περνάει απαρατήρητος, διότι οι αξίες της εποχής μας περιορίζονται μόνο στην ατομική ελευθερία. Είμαστε έτοιμοι να ξεσηκωθούμε εάν μας περιορίσουν την ατομική μας διαθεσιμότητα, στην ιδιωτική μας ζωή, και ορισμένα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα. Όμως, κανείς δεν αισθάνεται μη ελεύθερος στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πεδίο, όπου αποφασίζουν άλλοι, οι ιδιοκτήτες των αντίστοιχων συστημάτων (του οικονομικού και του πολιτικού), για τη ζωή του.
Ο άλλος λόγος, έχει να κάνει με τους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνουν το περιβάλλον της ζωής μας. Εάν η κοινωνία σήμερα έχει περιέλθει σε μειονεκτική θέση, με αποτέλεσμα να χάνει και τα ολίγα που κατέκτησε τις προηγούμενες δεκαετίες με πολλούς αγώνες, οφείλεται στο γεγονός ότι η μεν ίδια βρίσκεται εκτός πολιτείας, η δε οικονομία (με τη μορφή της αγοράς) έχει κερδίσει μια συντριπτική υπεροχή ισχύος. Έτσι, η αγορά έθεσε σε ομηρία την πολιτική τάξη και δι' αυτής το κράτος και τις αποφάσεις του. Η σχετική ισορροπία μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, που είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν, έχει ολοκληρωτικά ανατραπεί.
Πώς θα αποκατασταθεί η ισορροπία;
Προφανώς όχι με όχημα το παρόν πολιτικό σύστημα, ούτε με τους παραδοσιακούς τρόπους πολιτικής δράσης. Διαπιστώνουμε καθημερινά την αναποτελεσματικότητα της «πολιτικής του δρόμου», όπως και την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση των φορέων του πολιτικού συστήματος από το «διακύβευμα» των αγορών. Άλλωστε, οι πολιτικές ηγεσίες δεν κρύβουν ότι έχουν τάξει ως σκοπό της πολιτικής του κράτους το συμφέρον των αγορών και όχι το κοινωνικό συμφέρον. Για να είμαι ακριβής, οι ίδιοι οι θεμελιώδεις χάρτες εντέλλονται όπως οι πολιτικοί πολιτεύονται με γνώμονα τη «συνείδηση» τους και όχι το κοινό συμφέρον.
Να υποθέσουμε άτι η λύση εντοπίζεται στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας; Προφανώς όχι. Για τον πολύ απλό λόγο ότι η δημοκρατία δεν είναι εφικτή στις μέρες μας. Αποτελεί την πολιτεία της κοινωνικής ωριμότητας και όχι της βρεφικής φάσης που διέρχεται ο κόσμος της εποχής μας. Όπως ο ατομικός άνθρωπος δεν μπορεί εξ αποφάσεως να μεταβεί από την ηλικία των δέκα ετών σε εκείνη των εξήντα ή των εβδομήντα, έτσι και οι κοινωνίες.
Η βιολογία των συγχρόνων κοινωνιών μάς καλεί να σκεφθούμε πάνω στο ζήτημα της μετάβασης τους από το μη αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, που βιώνουμε, στην αντιπροσώπευση . Από τη στιγμή που η κοινωνία θα εγκατασταθεί στο εσωτερικό της πολιτείας και θα λειτουργήσει ως εντολέας, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, που υπαγορεύουν τις πολιτικές αποφάσεις, θα ανατραπούν δραματικά υπέρ της. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αρκεί γι' αυτό μια προσομοίωση αντιπροσώπευσης, που θα έδινε στην κοινωνία των πολιτών τη δυνατότητα του «ελέγχειν» και του «ευθύνεσθαι» της πολιτικής τάξης. Η αρμοδιότητα αυτή, σε συνδυασμό με την εκλογική νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού, θα της επέτρεπε, αντί να χτυπάει έξωθεν την πόρτα της εξουσίας, να ανοίξει, έστω κατά μικρόν, μια χαραμάδα παρουσίας στο εσωτερικό της, με ασύμμετρες επιπτώσεις. Οι αγορές, και μαζί τους πια η πολιτική τάξη, γνωρίζουν ότι η αντιπροσωπευτική μετάλλαξη της πολιτείας αποτελεί τη μείζονα απειλή για τα συμφέροντα τους. Εξού και η κοινωνία των πολιτών έχει εξελιχθεί στον πρωταρχικό τους αντίπαλο.
Κατά τούτο, εκτιμώ ότι ο πόλεμος των εννοιών -και όχι των ιδεών- θα είναι αδυσώπητος στο προσεχές διάστημα. Διότι από αυτόν θα κριθεί, σε σημαντικό βαθμό, ο χρόνος ανασυγκρότησης του πολιτικού προτάγματος της κοινωνίας, η απελευθέρωσή της από τα στερεότυπα που την θέλουν εγκιβωτισμένη στον ιδιωτικό χώρο, μακράν του πολιτειακού κέντρου, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη μοίρα της.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό HOT DOC - Τεύχος 1/ 26-04-12

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Μόλις κυκλοφόρησε: Γ.Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος

22/03/2012

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")

Γιώργος Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος: Μια ερμηνεία του ελληνικού αδιεξόδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, ISBN: 978-960-16-4545-2.





Στο οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου του Γ.Κοντογιώργη διαβάζουμε:

Η ελληνική κρίση, που σοβεί επί σχεδόν δυο αιώνες, έχει ως πρωτογενή αιτία την αποδόμηση της κοινωνικής συλλογικότητας, η οποία οδήγησε στην πελατειακή της εξατομίκευση και, παραπέρα, στην αδυναμία της να βαρύνει στους πολιτικούς συσχετισμούς. Η κομματοκρατία, έχοντας ιππεύσει επί του κράτους, μετέβαλε την πολιτική τάξη σε δυνάστη της σύνολης κοινωνίας. Η σημερινή κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ωε ένα απλό επεισόδιο στην αλυσίδα των καταστροφών που επισώρευσε η δυναστική κομματοκρατία στον ελληνισμό, η οποία, τη φορά αυτή, απειλεί την ίδια την ύπαρξή του.

Μας λένε να δει ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της ευθύνης του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, Λάθος. Οι κοινωνίες που βασίσθηκαν στην ατομική ηθική ευθύνη ή στην καλή προαίρεση ενός εκάστου χάθηκαν στον δρόμο ή, στην καλύτερη περίπτωση, βίωσαν ένα καθεστώς εσωτερικής ή εξωτερικής κατοχής. Το συλλογικό υπάρχει από τη στιγμή που το ατομικό εγγράφεται σε μια κανονιστική πραγματικότητα, την οποία ενσαρκώνει η πολιτεία. Η ίδια η ατομικότητα διαμορφώνεται μέσα στην πολιτεία και αποδίδει την ηθική της. Οι πολιτείες που δεν είναι εναρμονισμένες κανονιστικά με το συλλογικό υποκείμενο γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης από τους ισχυρούς και/ή από τους νομείς του κράτους. Η έξοδος από την κρίση δεν είναι εφικτή παρά μόνο εάν η ελληνική κοινωνία αποτινάξει το δυναστικό κράτος, εάν, με άλλα λόγια, ελευθερωθεί, με την ανάκτηση της πολιτειακής της συλλογικότητας.

Παραθέτουμε την περιγραφή του περιεχομένου του βιβλίου από την ιστοσελίδα του εκδότη:

Στο επίκαιρο αυτό βιβλίο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της. Ενώ στις άλλες χώρες (ΗΠΑ, Ιρλανδία κ.ά.) η οικονομική κρίση συνδέεται με την ανατροπή της ισορροπίας που επήλθε μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς στο παγκόσμιο σύστημα, στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης. Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, δεν ενεπλάκη ούτε άμεσα ούτε, σχεδόν, έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλησε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές πεδίο, τη μετέβαλε σε παρία της πολιτικής Ευρώπης, σε «παίγνιο» και, εν πολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται στον κόσμο.

Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα», πρέπει να έχουμε επίγνωση του χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και, συνάμα, για τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό.

Απόσπασμα από τη σελ. 49 του βιβλίου:


(…)Εν κατακλείδι, καταλήγουμε ότι η έξοδος από την κρίση συνδέεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, με την άρση των αιτίων της και, συγκεκριμένα, με την εκ θεμελίων κατάλυση του πολιτικού συστήματος της κομματοκρατίας, το οποίο συναιρείται με την έννοια του κατοχικού κράτους(…).

Γιώργος Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος: Μια ερμηνεία του ελληνικού αδιεξόδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, σελ.49.

Ο Γ. Κοντογιώργης απέναντι στον ΥΠΕΚΑ Γ. Παπακωνσταντίνου - 21 Μαρ 12



Παρέμβαση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη για την ελληνική κρίση στην εκπομπή "Πρωινό ΑΝΤ1", στις 21.3.12, όπου καλεσμένος ήταν ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Γ.Κοντογιώργης, TO ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ[1]

Γ.Κοντογιώργης,
TO ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ[1]

1.Η ελληνική κρίση από κρίση δανεισμού αρχικά, μετατράπηκε στη συνέχεια σε κρίση χρέους, για να αντιμετωπισθεί στο τέλος ως κρίση ανταγωνιστικότητας. Κεντρικό επιχείρημα στην προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας από την Τρόικα αποτέλεσε εξαρχής η άποψη ότι το κράτος αντιμετώπισε κρίση χρέους επειδή η ελληνική οικονομία δεν ήταν ανταγωνιστική και ότι επομένως οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους, με δανεικά.
Εντούτοις, εάν η βάση του επιχειρήματος αυτού ήταν ορθή, τα εξοντωτικά ομολογουμένως μέτρα που επιβλήθηκαν επί της ελληνικής κοινωνίας θα είχαν στοιχειωδώς αποδώσει καρπούς. Είμαστε ήδη στον πέμπτο χρόνο μιας πρωτοφανούς ύφεσης που υπόσχεται να συνεχισθεί με την ίδια ένταση. Παρόλ'αυτά, δεν έχει ακόμη απαντηθεί το ερώτημα ως προς το επίπεδο που θα ισορροπήσει το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα με τις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας.
Η υπόθεση εργασίας, που προκρίνω εδώ, θεωρεί ότι στην ελληνική περίπτωση η «συνταγή» που επελέγη για την αντιμετώπιση της κρίσης εκκινεί από μία εξ ολοκλήρου εσφαλμένη βάση : ως προς τη διάγνωση της αιτίας, αλλά και ως προς τον ασθενή. Υποστηρίζω συγκεκριμένα ότι ασθενής είναι το κράτος και όχι η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ο υπερδανεισμός του κράτους δεν συνδέεται ευθέως με το επίπεδο ζωής της κοινωνίας. Αποτελεί απλώς έναν σημαίνοντα ενδείκτη της διαφθοράς και της ιδιοποίησής του από την πολιτική τάξη και τους νομείς του. Η μετατροπή της κρίσης δανεισμού σε κρίση χρέους οφείλεται αποκλειστικά στην καθολική άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να λάβουν στοιχειώδη μέτρα για την ανάταξη του κράτους. Η διαχείριση, στη συνέχεια, της κρίσης με πρόσημο τις αποκλίσεις από τις πρόνοιες των μνημονίων και, τελικά, η πρωτοφανής λεηλασία της κοινωνίας, συνάδει με την εμμονή του πολιτικού προσωπικού να διατηρήσει ατόφια τα προκλητικά του προνόμια και τους πυλώνες της κομματοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα είναι παντελώς απονομιμοποιημένο και ευρίσκεται σε διαρκή αντιπαλότητα με την κοινωνία των πολιτών.
Πιο συγκεκριμένα, η εκτίμηση του επιπέδου ζωής των Ελλήνων με γνώμονα το ΑΕΠ, αντιφάσκει με το γεγονός ότι αυτό, στην ελληνική περίπτωση, βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με την πραγματικότητα της οικονομίας. Η διαφορά γίνεται εμφανέστερη όταν συγκρίνει κανείς την πραγματική οικονομία με τις προσόδους του κράτους, οι οποίες υπολείπονται καταφανώς, λόγω των γιγαντιαίων διαστάσεων που εμφανίζει η φοροδιαφυγή στη χώρα. Το φτωχό και υπερδανεισμένο κράτος δεν προδικάζει μια φτωχή οικονομία και μία κοινωνία που ζει πάνω από τις δυνατότητές της. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι, σε αντίθεση με το κράτος, ο ιδιωτικός δανεισμός στη Ελλάδα ήταν, στην αρχή της κρίσης, από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί η διαπλοκή και η διαφθορά (το ελληνικό κράτος τοποθετείται στις τελευταίες θέσεις διεθνώς), συνάγεται ότι οι φορείς/νομείς του "φτωχού και υπερδανεισμένου" κράτους, διήγε βίον κραιπαλωδώς πολυτελή.
Η τεράστια αυτή απώλεια παραγωγικού πλούτου από την πανθομολογούμενη διαπλοκή και διαφθορά, η σπατάλη και η λεηλασία των δημοσίων εσόδων από την πολιτική τάξη και, προφανώς, οι πελατειακές πρακτικές που αποβλέπουν στην ικανοποίηση «οικείων» κοινωνικών ομάδων, κάνει εμφανές ότι η κατά κεφαλήν ευημερία (συμπεριλαμβανομένης και της ποιότητας ζωής, όπως λ.χ. οι παρεχόμενες υπηρεσίες του κράτους), υπολειπόταν καταφανώς εκείνης που εδικαιούτο η ελληνική κοινωνία. Έχει υπολογισθεί ότι εάν ο πλούτος αυτός – που παρήγε η ελληνική οικονομία ή που εισήγετο από την Ε.Ε. – επενδυόταν παραγωγικά, το επίπεδο της χώρας θα ήταν αντίστοιχο εκείνου των Σκανδιναβικών χωρών.
Για να εκτιμηθεί το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε η σύνολη ελληνική κοινωνία για να οδηγηθεί στο επίπεδο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, στο οποίο ήταν υποχρεωμένη να λειτουργήσει. Το κράτος όρθωνε και εξακολουθεί να ορθώνει ασύμμετρα εμπόδια σε κάθε επιχειρηματική ή άλλη δραστηριότητα της κοινωνίας, στη συγκρότηση υγειών και αδιαμεσολάβητων από τη διαπλοκή και τη διαφθορά οικονομικών σχέσεων. Από τον αγρότη έως τον επιχειρηματία, η όποια συναλλαγή με το κράτος συνεπάγεται ή ένταξη στο σύστημα της διαπλοκής/διαφθοράς ή την αρχή δεινών για τον ίδιο και το εγχείρημά του. Ο πολίτης για να απολαύσει τις στοιχειώδεις υπηρεσίες που συνεπάγεται η ιδιότητά του, πρέπει να έχει «μέσον» ή να καταβάλει το αναλογούν «λαδόσημο». Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η ελληνική κοινωνία τελεί υπό την κατοχή ενός δυναστικού κράτους που το έχει οικειοποιηθεί η πολιτική τάξη, μεταλλαγμένη σε κομματοκρατία. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την εντυπωσιακή συρρίκνωση της βαρύτητας του ελληνικού κόσμου από τον 19ο αιώνα για να αντιληφθεί το μέγεθος της φθοράς που του έχει προκαλέσει το δυναστικό κράτος. Ή να διερωτηθεί για την ευδοκίμησή του στη διασπορά (στις ΗΠΑ κατέχει μια από τις δύο κορυφαίες θέσεις μεταξύ των εθνικών κοινοτήτων) και για τον ελληνικό εφοπλισμό, που είναι πρώτος παγκοσμίως.

2. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις είναι εξόχως αποκαλυπτικές του λάθους δρόμου που επέλεξε η Τρόικα για την αντιμετώπιση τους ελληνικού προβλήματος. Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι αποτελεί λάθος επιλογή η εξομοίωση της λεγόμενης "εσωτερικής υποτίμησης" με την υποτίμηση εθνικού νομίσματος, ακόμη και αν παρακάμψουμε προς στιγμήν το σκοπούμενο, την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των αγορών. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, βελτιώνει, υπό προϋποθέσεις, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Με την "εσωτερική υποτίμηση", σημειώνεται μια βίαιη αποδομητική παρέμβαση στην ίδια την παραγωγική βάση της οικονομίας, με προσημείωση τη συρρίκνωση της κατανάλωσης και του κράτους πρόνοιας.
Στην ελληνική περίπτωση, επελέγη η "εσωτερική υποτίμηση" για να αντιμετωπισθεί, όπως ειπώθηκε, η κρίση χρέους. Έτσι, όμως, το κατέστησε μη διαχειρίσιμο και επέβαλε αναπόφευκτα το "κούρεμά" του. Η "εσωτερική υποτίμηση" επέφερε ένα καίριο πλήγμα στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και, ουσιαστικά, τη χρεωκοπία της χώρας. Να υποθέσουμε άραγε ότι, μόνο με την "κινεζοποίησή" της, η ελληνική κοινωνία θα πάψει να ζει πάνω από τις δυνατότητές της; Από την άλλη, δεν εξηγήθηκε ακόμη από τους ιθύνοντες γιατί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ ήταν μη διαχειρίσιμο στην αρχή της κρίσης και θα γίνει διαχειρίσιμο στο ποσοστό αυτό το 2020, μετά δηλαδή την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι στην πρώτη περίπτωση οι δανειστές δεν θα είχαν υποστεί το γνωστό "κούρεμα".
Υποστηρίζεται, περαιτέρω, ότι με την αποσάθρωση της οικονομίας και την βίαιη φτωχοποίηση της κοινωνίας θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, αφού η απαξίωση της αγοράς εργασίας, του ιδιωτικού και του δημοσίου πλούτου θα εγείρει το ενδιαφέρον των επενδυτών και θα επανεκκινήσει η οικονομία. Ανεξαρτήτως του πώς αξιολογεί κανείς την επιλογή αυτή, συνομολογείται ότι το επιχείρημα ότι οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους ήταν ψευδές. Αποτέλεσε το πρόσχημα για τον πραγματικό σκοπό του μνημονίου, που προφανώς δεν είναι η αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, του χρέους, αλλά η χρησιμοποίηση της χώρας ως "πειραματόζωου" για την προώθηση της νέας ευρωπαϊκής τάξης. Διαφορετικά δεν θα προσέφευγε η τρόικα στο "κούρεμά" του. Οπωσδήποτε, η επιλογή αυτή παραπέμπει στο δόγμα των αγορών ότι το συμφέρον τους υπερισχύει του συμφέροντος των κοινωνιών ή, στην καλύτερη περίπτωση, ότι το συμφέρον της κοινωνίας ταυτίζεται εξορισμού με το συμφέρον των αγορών..
Τη ζήτημα, ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση, έγκειται στο ότι παρακάμπτεται, με τον τρόπο αυτό, η πολιτική διάσταση της κρίσης. Όντως, η ελληνική κρίση έχει ως πρωτογενή αιτία την κομματοκρατική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος και τη λεηλατική ιδιοποίηση του κράτους. Παρέλκει του παρόντος η εξήγηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Αρκεί απλώς να υποσημειώσουμε ότι, παρόλα όσα λέγονται, το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει το δημοκρατικό έλλειμμα της νεοτερικότητας και όχι την πολιτική υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, το μνημόνιο, στο πλαίσιο αυτό, από πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, μετατράπηκε σε πρόσθετη ουσιώδη αιτία του ελληνικού αδιεξόδου. Μάλιστα, στο μέτρο που επέλεξε να μετακυλήσει μονοσήμαντα το βάρος των επιλογών του στην κοινωνία, αφήνοντας ανέγγιχτο το κράτος, η τελευταία θα συναγάγει ότι η ελληνική πολιτική τάξη χρησιμοποιείται ως "όχημα" για την εγκαθίδρυση στη χώρα της δικής της δεσποτείας, πλάι σ'εκείνη της ελληνικής κομματοκρατίας. Η τρόικα, έχοντας ταυτίσει την ελληνική κοινωνία με το κράτος, έχασε το συγκριτικό πλεονέκτημα της νομιμοποίησής της. Δεν είναι τυχαίο ότι η τρόικα, ενώ ασχολείται επίμονα, ακόμη και με την φορολόγηση των ανέργων, δεν άγγιξε στο ελάχιστο τα προνόμια της πολιτικής τάξης, τα θεμέλια του δυναστικού κράτους και, κατ'επέκταση, την φοροδιαφυγή.
Δεν συνεκτιμά, ενδεχομένως, ότι η πολιτική της, που συνδυάζει τη βίαιη εξαθλίωση της κοινωνίας, την κατάλυση του κράτους δικαίου και πρόνοιας, με την εθνική ταπείνωση, θα μπορούσε να οδηγήσει στη συσσώρευση ενός εκρηκτικού μίγματος, το οποίο θα ήταν ικανό να ακυρώσει το εγχείρημά της. Ίσως αγνοεί μια σημαίνουσα παράμετρο της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την "ικανότητά" της να διαχέει το πρόβλημά της στην "αυλή" των καταπατητών της ελευθερίας της. "Ικανότητα", η οποία απορρέει από τον υψηλό δείκτη πολιτικής ανάπτυξης και εθνικού φρονήματος, που τη διακρίνει. Από την άποψη αυτή, εάν το εγχείρημα επιτύχει στην Ελλάδα, δεν θα συναντήσει άλλα εμπόδια, εάν όμως αποτύχει ή διαχυθεί το διακύβευμά της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, είναι πιθανόν να προκαλέσει ασύμμετρες αλυσιδωτές συνέπειες στην πολιτική Ευρώπη, αλλά και πέραν αυτής. Διότι το διακύβευμα αυτό, ως προς την ουσία του, ξεπερνά καταφανώς το ελληνικό έδαφος.

3. Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμώ ότι απαιτείται, πριν είναι πολύ αργά, ένας ριζικός αναπροσανατολισμός των κατευθύνσεων του μνημονίου. Να γίνει αντιληπτό ότι δεν ήταν το υψηλό κόστος εργασίας που δημιούργησε την κρίση χρέους ή που εμποδίζει την ανάπτυξη, ούτε μπορεί να αποδοθεί στην ελληνική οικονομία ενγένει η αιτία της κρίσης. Ακόμη και αν, σήμερα, η ελληνική κοινωνία προσφέρει δωρεάν την εργασία της ουδείς θα προσέλθει να επενδύσει στη χώρα. Για να επανέλθει η ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία δεν αρκεί ένα νέο "σχέδιο Μάρσαλ". Απαιτείται η εκ βάθρων, τώρα και όχι αύριο, ανασύνταξη του κράτους. Αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση και, ουσιωδώς, στη νομοθεσία.
Δεν είναι του παρόντος να απαριθμήσω τα μέτρα που απαιτούνται για την ανασύνταξη αυτή. Μπορώ όμως να διαβεβαιώσω ότι είναι τόσο σαθρό και απονομιμοποιημένο το όλο σύστημα, που εάν αφεθεί από την τρόικα θα καταρρεύσει την ίδια στιγμή. Τούτο σημαίνει ότι η αναμόρφωσή του μπορεί και πρέπει να συμβεί σε ελάχιστο χρόνο, αρκεί να υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση αυτών που έχουν τη δύναμη και στηρίζουν το καθεστώς. Προϋποτίθεται όμως η βαθιά γνώση του προβλήματος, ώστε η μεταρρύθμιση να λάβει την πρέπουσα κατεύθυνση και ιδίως να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα.
Αναφέρω συνοπτικά τις γενικές κατευθύνσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος: Να καταλυθεί η θεσμική βάση της κομματοκρατίας και να ληφθούν μέτρα ώστε να ανασυνδεθεί το πολιτικό προσωπικό με την κοινωνική συλλογικότητα. Η δημόσια διοίκηση να ανασυγκροτηθεί με γνώμονα τη κοινωνική αποτελεσματικότητα, με ό,τι αυτή συνεπάγεται στο πεδίο της δομής της, της προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου και του εννόμου συμφέροντος του πολίτη. Το πρόβλημα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης δεν είναι η ποιότητα του προσωπικού της, που είναι υψηλή, αλλά η ιδιοποίησή της. Όχι τόσο το μέγεθος του κράτους όσο η λεηλατική του λειτουργία. Τα ανωτέρω συνεπάγονται, πρωταρχικά, την ολοκληρωτική αναμόρφωση της νομοθεσίας. Η ιδιοποίηση του κράτους, η διαπλοκή και η διαφθορά, η πελατειακή βάση των δημοσίων πολιτικών και η δυναστική λογική του πολιτικού προσωπικού, εδράζονται σε ένα περίτεχνο νομικό οπλοστάσιο, που κρατά όμηρο την κοινωνία και την εξαναγκάζει να λειτουργεί με τις προδιαγραφές του.
Τα ανωτέρω, εγείρουν το ερώτημα κατά πόσον οι επιλογές του μνημονίου δεν αποκαλύπτουν το σημείο της συνάντησης της ελληνικής πολιτικής τάξης και της τρόικας. Η μεν πρώτη, διατηρεί το καθεστώς της -το κράτος και τους νομείς του- ανέπαφο. Η δε δεύτερη, βρίσκει στην ελληνική πολιτική τάξη τον πρόθυμο σύμμαχο, προκειμένου να διεκπεραιώσει ανέξοδα τις επιλογές της, δηλαδή την αρχή του συμφέροντος των αγορών στο εσωτερικό της ευρωζώνης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική τάξη στο σύνολό της, επωφελούμενη από τις επιλογές της τρόικας, δεν άγγιξε μέχρι σήμερα, ούτε κατά μικρόν, τους πυλώνες του καθεστώτος της: τον κομματοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, το διοικητικό κράτος και τη νομοθεσία. Τυπικό παράδειγμα οι σκανδαλώδεις απολαβές του πολιτικού προσωπικού και, υπό το πρίσμα αυτό, η κραιπαλώδης διαχείριση των οικονομικών του κράτους και, οπωσδήποτε, το ζήτημα της φοροδιαφυγής. Η τελευταία, επειδή περιβαλλόταν με την υψηλή προστασία των φορέων της κομματοκρατίας, γινόταν εμφανώς, χωρίς προφυλάξεις, μέσω του τραπεζικού συστήματος κλπ. Θα αρκούσε να συγκρίνει κανείς την κίνηση των λογαριασμών ενός εκάστου, με τις φορολογικές του δηλώσεις. Το αποτέλεσμα του έργου αυτού θα ήταν εξόχως εντυπωσιακό.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι περιττεύει η επαναφορά του ερωτήματος ως προς το τι εμπόδισε μέχρι σήμερα την τρόικα να προσεγγίσει το ελληνικό πρόβλημα υπό το πρίσμα της πρωτογενούς αιτίας της κρίσης. Πολλώ μάλλον αφού το κομματικό σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη, πέραν του περιδεούς και παρασιτικού τους χαρακτήρα, είναι όμηροι ιδίως της γερμανικής κυβέρνησης, που κατέχει όλα τα τεκμήρια της διαφθοράς τους, μέσω των γερμανικών επιχειρήσεων, με τις οποίες ύφαναν ευρέως τις σχέσεις διαπλοκής στη χώρα. Θα επαναλάβω απλώς την επισήμανση ότι το δίλημμα "μνημόνιο ή χρεωκοπία" είναι ψευδές καθώς παρακάμπτει την πρωτογενή αιτία της κρίσης και τον αποδέκτη του "λογαριασμού". Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση, το όποιο εγχείρημα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, προϋποθέτει τον ολικό αναπροσανατολισμό του μνημονίου: από την βίαιη "κινεζοποίηση" της κοινωνίας και την αποδόμηση του οικονομικού ιστού της χώρας, στην απελευθέρωση της δυναμικής τους από τις ολιγαρχικές συμμορίες. Απελευθέρωση, η οποία θα επέλθει μόνο με την εκ βάθρων ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος, του κράτους και της νομοθεσίας. Διαφορετικά, φοβάμαι ότι θα χρειασθούν πολλά ακόμη μνημόνια έως ότου επιτευχθεί η "τελική λύση". Έως τότε, το δίλημμα που θα επανέρχεται δεν θα είναι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ -υποθέτω ότι οι γεωστρατηγικές συνθήκες είναι απαγορευτικές γι'αυτό-, αλλά ο χρόνος, που με τη συνενοχή των κρατούντων της πολιτικής Ευρώπης, η ελληνική κρίση θα πυροδοτήσει την κοινωνική και την οικονομική σταθερότητά της Ε.Ε. Από την λύση που θα δοθεί στο ελληνικό πρόβλημα, από την επανεξέταση ή μη των κατευθύνσεων του ελληνικού μνημονίου θα μπορούσε να κριθεί αν θα επιλεγεί η λύση μιας ισόρροπης συμπολιτειακής Ευρώπης ή μια Γερμανική Ευρώπη. Μια Ευρώπη που θα πολιτεύεται υπέρ του συμφέροντος των κοινωνιών της ή εκείνου των αγορών.
1/3/2012

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Στη λεηλασία της κοινωνίας συναντώνται η κομματοκρατία και η τρόικα



Πηγη: LoMak

Ο καθηγητής Γ.Κοντογιώργης στον Αντέννα (9/3/2012).
Χρειάζεται ο ριζικός αναπροσανατολισμός του "μνημονίου". Να στοχεύσει την αιτία του ελληνικού αδιεξόδου, δηλαδή την αποδόμηση της κομματοκρατίας, την ανασυγκρότηση του δυναστικού κράτους και την κατάργηση της νομοθεσίας που θεσμοθετεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Να εξαναγκασθεί το πολιτικό προσωπικό να λειτουργεί με πρόσημο την κοινωνική συλλογικότητα, με όρους κοινού συμφέροντος, αντί να πολιτεύεται ως ολιγαρχική συμμορία.
Publié par George Contogeorgis

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος.

Ο Γ.Κοντογιώργης στον Σκάι, 3/3/2012





Πηγή: LoMak

Στο πλαίσιο της εκπομπής "Καλημέρα ΣΚΑΪ", στις 3.3.2012, ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης μίλησε για το ελληνικό πρόβλημα, με αφορμή το νέο του βιβλίο "Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος", Εκδόσεις Πατάκη, 2012.



Πηγή: LoMak

Στο πλαίσιο της εκπομπής "Καλημέρα ΣΚΑΪ", στις 3.3.2012, ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης μίλησε για το ελληνικό πρόβλημα, με αφορμή το νέο του βιβλίο "Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος", Εκδόσεις Πατάκη, 2012.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ. Τού Χρήστου Μήλιου


Από τό "Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης"






Μετά την αναδίπλωση το νέο τοπίο

Το έργο που παίχθηκε σε τρείς πράξεις το φθινόπωρο, μετά την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου (με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπανδρέου) ήταν τελικά ατελές. Είχε και συνέχεια που βρίσκεται σε εξέλιξη (παραιτήσεις, αποσχίσεις, διασπάσεις, μετακινήσεις). Οι νέες αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα προκύπτουν ευθέως μέσα από το κλίμα που υπήρξε τόσο μέσα στα κόμματα όσο και στην κοινωνία απέναντι στους όρους της νέας δανειακής σύμβασης δηλ. το νέο μνημόνιο.
Ας δούμε πρόχειρα μερικές του πλευρές.

Το γενικό πολιτικό κλίμα αφορά δύο πράγματα:
α) Την ανάπτυξη μιας γενικής αντι-μνημονιακής φιλολογίας από όλα ανεξαίρετα τα κόμματα και τα μέσα (τηλεόραση, τύπος, ραδιόφωνα). Ακόμα και οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφώνησαν να μην αλλάξει τίποτα σε μισθούς και συντάξεις (με πρώτο τον ΣΕΒ) επιδεικνύοντας την δική τους αντίσταση στο μνημόνιο. Η θεωρία ότι το μισθολογικό κόστος δεν επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας έγινε ομόφωνα θέση εθνική. Η Ελληνική κοινωνία κατέληξε, επίσης ομόφωνα, ότι δεν θα δεχθεί να γίνει ούτε Ινδία ούτε Βουλγαρία.
Με αυτά και με άλλα δύο μήνες τώρα αυτο-διαλεγόμαστε μακράν των όσων μας έχουν τεθεί από καιρό, αρνούμενοι οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο. Άλλωστε όλα τα προτεινόμενα μέτρα οδηγούν στην ύφεση (άλλη κι αυτή εθνική θεωρία). Όπως επίσης δεν συμβάλουν (άλλη διατύπωση αυτή, περισσότερο κομματική) στην έξοδο από την κρίση και στην ανάπτυξη. Ακόμα υπάρχει και η βεβαιωμένη αποτυχία του πρώτου μνημόνιου που προδικάζει και την τύχη του δεύτερου (άρα για πιο λόγο να το δεχθούμε). Τέλος, παρ’ όλα αυτά θα το δεχόμασταν αν βλέπαμε φώς στο τούνελ.

Μοιάζει με θεατρικό μονόλογο. Μόνο που δεν τον εκφέρει ένα άτομο αλλά μια ολόκληρη κοινωνία, που αυτό-διαλέγεται με τον εαυτό της, πεισμένη για την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και για το δίκιο της. Όλο το πλαίσιο των επιχειρημάτων αντικατοπτρίζει τον τρόπο σκέψης, την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική συνείδηση στη σημερινή Ελλάδα.
Με όλα αυτά θα έλεγε κανείς πως η Ελληνική κοινωνία είναι αποφασισμένη να απορρίψει το νέο μνημόνιο, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Κι όμως, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο. Διακατέχεται από φόβους και ανασφάλειες. Η αντι-μνημονιακή της στάση δεν φθάνει μέχρι την απόρριψη και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει έξοδο από το Ευρώ (κάτι που η αριστερά αδυνατεί -και δεν θέλει- να καταλάβει). Μπορεί κατά περιόδους να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κλίμα πάει να αναστραφεί (όπως σήμερα) αλλά… «με το φώς των λύκων» επανέρχεται. Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μετατρέπεται σε αντι-ευρωπαϊσμό παρ’ όλη την διαρκή αύξηση της δυσαρέσκειας. Αυτό δεν προκύπτει από καμιά σταθερή προσήλωση της Ελληνικής κοινωνίας στην ιδέα της Ευρώπης (που δεν υπάρχει), αλλά καθαρά μέσα από τις αβεβαιότητες και τους φόβους που γεννά η κρίση (βλέπε σχετικά στα κείμενα «οι Ευρώπη και εμείς»).
Η Ελληνική κοινωνία περνάει μια μεταβατική φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικές συμπεριφορές που στο σύνολό τους δίνουν την εικόνα μιάς κοινωνίας που παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο χθές και το σήμερα. Ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να υπερασπιστεί και σε αυτά που πρέπει να θυσιάσει. Άτολμη και αναποφάσιστη. Σε απόλυτη σύγχυση για το τι της συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει.
Κάποια ακραία φαινόμενα βίας κατά καιρούς στο κέντρο της Αθήνας δεν αλλάζουν αυτή την εικόνα.

β) Το δεύτερο χαρακτηριστικό, των ημερών που περνάμε, αφορά την όλη συμπεριφορά των κομμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται χωρίς πολιτική άποψη. Αυτό είναι πλέον κάτι συνηθισμένο. Αυτή τη φορά προχώρησαν λίγο πιό πέρα.. Υιοθέτησαν καθαρά τις μεθόδους και πρακτικές των συνδικάτων. Απομονώσανε 3-4 προβλήματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και
τα παρουσίασαν σαν πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Ακολούθησαν οι γνωστές μεγαλόσχημες διακηρύξεις για κόκκινες γραμμές, αδιαπραγμάτευτες θέσεις κλπ. και ξεκίνησε η διαδικασία της μακράς διαβούλευσης με την Τρόικα.
Το τέλος αυτής της ιστορίας είναι γνωστό. Ολική επαναφορά με ταπεινωτικούς όρους, για άλλη μια φορά, για το πολιτικό σύστημα και πολιτική ακύρωση ενός μέρους του πολιτικού προσωπικού (που δεν περιορίζεται μόνο στους 41 βουλευτές).
Η σημερινή αναδίπλωση από κάθε άποψη ήταν προδιαγραμμένη. Τα κόμματα της κυβέρνησης υιοθετώντας μια συνδικαλιστική πλατφόρμα, όρισαν και τον χαρακτήρα και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Κανένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα δεν μπορεί να εγείρει κανείς πάνω σε ένα αίτημα…… μικρότερης περικοπής των επικουρικών συντάξεων. Θα ήταν αστείο.
Αποτέλεσμα αυτής της στάσης των ηγεσιών των κομμάτων ήταν να υποβαθμιστεί η συζήτηση για το μνημόνιο. Κι όταν υποβαθμίζεις τέτοια θέματα κρίσιμα αφήνεις περιθώριο για κάθε μορφής διαφοροποιήσεις. Κι άντε μετά να απευθύνεις διαγγέλματα, να βγάζεις πατριωτικούς λόγους στις κοινοβουλευτικές ομάδες και να θέτεις ζητήματα κομματικής πειθαρχίας προκειμένου να συνεφέρεις μια κατάσταση, που δυστυχώς από μόνη της δεν διαθέτει καμιά συνείδηση των κρίσιμων περιστάσεων.

Κεντρικό πρόσωπο των τελευταίων εξελίξεων ο Α. Σαμαράς που εξέπληξε με τον τρόπο που αναθεώρησε τη στάση του ενώ σημαντικότερο περιστατικό αποτελούν σίγουρα οι διαγραφές των 41 βουλευτών. Τα δύο αυτά γεγονότα ξεπερνούν κατά πολύ τις καθιερωμένες πραχτικές του Ελληνικού κοινοβουλίου ενώ εισάγουν έναν νέο διαχωρισμό. Στην βουλή διαμορφώνονται δύο πτέρυγες η μνημονιακή και η αντιμνημονιακή. Η διάταξη αλλάζει. Ο προηγούμενος διαχωρισμός σε κόμματα συνεχίζει να υπάρχει αλλά σημασία αποκτά πλέον η διπολική τους διάταξη.
Στον αντιμνημονιακό πόλο έχουν προστεθεί δυνάμεις με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανομοιογένειά του και να αποδυναμωθεί το μονοπώλιο της αριστεράς ενώ στον άλλο πόλο του …. «μνημονίου» έχει αναπτυχθεί η πολιτική ενότητα κι η ομοιογένεια (έχουν ξεκαθαρίσει προς το παρόν τα πράγματα) και παρ όλες τις απώλειες διαθέτει έναν αριθμό ασφαλείας που ανέρχεται στα 2/3 της βουλής.
Η αλλαγή αυτή στην πολιτική γεωγραφία της βουλής, μαζί με την σύσταση της κυβέρνησης Παπαδήμου αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις, σε μικρό χρονικό διάστημα, που οπωσδήποτε αποτελούν μέρος μιάς συντελούμενης, με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος. Η εμμονή στη διασφάλιση των πολιτικών προϋποθέσεων για την συνέχιση της Ευρωπαϊκής δανειοδότησης, οδηγεί μέχρι στιγμής σε σοβαρές αλλαγές του πολιτικού σκηνικού. Στην ουσία οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους και υπάγονται ολοένα περισσότερο στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής ελίτ.
Η εξέλιξη αυτή είναι αναμενόμενη στις σημερινές συνθήκες όπου η κύρια τάση είναι η μετατόπιση της πολιτικής προς τα υπερεθνικά κέντρα ισχύος και η αντίστοιχη υποβάθμιση κάθε εθνικής πολιτικής ζωής. Το μέλλον λοιπόν των εθνικών πολιτικών συστημάτων βρίσκεται αναγκαστικά σε τέτοιου είδους αναμορφώσεις που συνεπάγονται την μετατροπή τους σε ιμάντες μεταβίβασης της υπερεθνικής εξουσίας. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία σήμερα δοκιμάζονται λύσεις, με την συμβολή τεχνοκρατών, που υλοποιούν το γράμμα και το πνεύμα αυτής της πολιτικής προοπτικής. Και έπεται συνέχεια. (περισσότερα στο κείμενο: «Τα Εθνικά αδιέξοδα και η επιζητούμενη στις μέρες μας οικουμενικότητα της πολιτικής»).

Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση
Και η μετάθεση των ευθυνών

Η πολιτική ουσία του νέου μνημόνιου που συζητάμε είναι το πρόβλημα της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρώτο είναι ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα με πολλές πτυχές και παραμέτρους. Δεν είναι απλά ένα πρόβλημα εισοδήματος. Αφορά την υποτίμηση του γενικού βιοτικού επίπεδου της Ελληνικής κοινωνίας και περιλαμβάνει από μειώσεις μισθολογικές μέχρι υποτίμηση όλων των κοινωνικών υπηρεσιών, των βασικών όρων διαβίωσης, της εκπαίδευσης της υγείας, της ψυχαγωγίας της διατροφής κλπ. κλπ.
Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει η εσωτερική υποτίμηση είναι αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να παραμένουμε στο Ευρώ χωρίς εσωτερική υποτίμηση. Η Ευρωζώνη είναι αδύνατον να επωμισθεί το βάρος της συντήρησης του σημερινού βιοτικού επίπεδου της Ελλάδας. Το βιοτικό αυτό επίπεδο διαμορφώθηκε, την προηγούμενη περίοδο, μέσω δανείων από την διεθνή χρηματαγορά που διεύρυναν την κατανάλωση. Το ΑΕΠ, η λεγόμενη ανάπτυξη, μετριούνται πάντα με βάση την κατανάλωση (αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει αύξηση της κατανάλωσης).
Η σημερινή κρίση, στην οποία έχουμε περιέλθει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακοπή του κύκλου της ανάπτυξης μέσω δανείων από την διεθνή τραπεζική αγορά. Οι ιδιωτικές τράπεζες σταμάτησαν να μας δανείζουν ή πιο σωστά μας δανείζουν πλέον μόνο με απαγορευτικά επιτόκια. Αυτό δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και άλλες χώρες. Είναι μια κρίση Ευρωπαϊκή που είναι ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση χρηματοπιστωτική. Κρίση των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης και των Ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 (αρκετά δηλ. πρόσφατα) τα κράτη δανείζονταν μόνο από άλλα κράτη. Ο δανεισμός ενός κράτους από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων τριάντα πέντε ετών. Τα δάνεια προς τα κράτη αποτελούν για τις τράπεζες, κατά την τραπεζική ορολογία, ένα σύγχρονο προϊόν. Η πώληση αυτού του προϊόντος βασίσθηκε στην εκτίμηση ότι τα δάνεια προς τα κράτη είναι λιγότερο επισφαλή από τα δάνεια προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και κύρια στο γεγονός ότι τα κράτη συγκεντρώνουν πολύ μικρότερες πιθανότητες για πτώχευση σε σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά στην πράξη καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις πτωχεύουν ενώ κανένα κράτος, προς το παρόν ακόμα, δεν έχει πτωχεύσει -επίσημα- στο χώρο της Ευρώπης. (Ας το κρατήσουμε αυτό). Ο υπερδανεισμός της Ελλάδας, να προσθέσουμε, έγινε και για τον επί πλέον λόγο ότι αυτή ανήκε στον πυρήνα της Ευρωζώνης, έχαιρε δηλ επί πλέον ασφάλειας από άλλα κράτη της Ε.Ε.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη σήμερα είναι επόμενο να οδηγεί σιγά - σιγά στην αναθεώρηση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών απέναντι στα κράτη. Η πιστωτική επέκταση αυτής της μορφής έχει προς το παρόν ανακοπεί. Και είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι μπορεί να επανέλθει με τους παλιούς όρους. Το πιο πιθανόν είναι ότι η ροή των πιστώσεων στο μέλλον, από τις τράπεζες προς τα κράτη, θα είναι και πιο ελεγχόμενη και πιο περιορισμένη. Και δεν ξέρουμε πώς θα αποτιμάτε η λεγόμενη «αξιοπιστία»των κρατών. Από αυτή την άποψη και η Ελληνική πλευρά πρέπει να αρχίσει να σκέπτεται με εντελώς άλλο τρόπο την μελλοντική της επιστροφή στις αγορές και πιο συγκεκριμένα την ίδια την ανάπτυξη. Αυτή δεν πρόκειται να γίνει ξανά με βάση την παλιά συνταγή δηλ. μέσω δανείων από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει τουλάχιστον στη προηγούμενη διάστασή της.

Ο παλιός τώρα τρόπος δανεισμού από άλλα κράτη δεν γνωρίζουμε πόσο παραμένει, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, εφικτός και τι προοπτικές έχει. Πάντως παλαιότερα συνεπάγονταν, σχεδόν πάντα, ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις με το κράτος –δανειστή και οι όροι των δανείων ήταν κατά κανόνα επαχθέστεροι. Αυτό όμως συνιστά ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θέλει ειδική εξέταση. Αλλά όπως και νάχει το πράγμα η επιλογή αυτή δεν αποτελεί καμιά εύκολη εναλλακτική λύση όπως θέλει να την παρουσιάζει η αριστερά όταν αναφέρεται σε Ρωσία, Κίνα κλπ.
Σήμερα η Ελλάδα, όντας έξω από τις αγορές, επιβιώνει μέσω δανειακών συμβάσεων με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση που δεν πρόκειται να ισχύσει επί μακρόν. Δεν μπορεί δηλ. η Ευρώπη να επωμισθεί σταθερά και σε βάθος χρόνου την στήριξη της Ελλάδας με δάνεια. Πέραν των άλλων είναι αντίθετες, σε αυτό, και οι ίδιες οι κοινωνίες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Για την χώρα μας λοιπόν υπάρχει ένα πρόβλημα μελλοντικής χρηματοδότησης. Από πού δηλ. αυτή θα προέλθει και τι θα αφορά. Ήδη στην Ευρώπη το κλίμα σταδιακά αλλάζει. Μια τρίτη δανειακή σύμβαση φαίνεται πολύ δύσκολο να μπορεί να υπάρξει (μετά το 2014). Κι αν υπάρξει θα είναι πολύ περιορισμένη. Και τέλος πάντων το μόνο που φαίνονται διατεθειμένοι να αναλάβουν, αν το αναλάβουν, οι Ευρωπαίοι είναι μέρος των δανειακών μας υποχρεώσεων (μέσω πιθανής νέας δανειακής σύμβασης). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση παραμένει ανοιχτό ένα πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν μπορεί η Ελληνική οικονομία, σε συνθήκες ύφεσης, να επιβιώνει με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, πολύ περισσότερο με πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό θα οδηγήσει σε εσωτερικές στάσεις πληρωμών, σε δραματική συρρίκνωση της οικονομίας, σε βίαιη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Τα περιθώρια λοιπόν στενεύουν. Ποια μπορεί νάναι η διέξοδος ;

Οι συζητήσεις μέχρι στιγμής ελάχιστα διαφωτίζουν το ζήτημα. Το πολιτικό σύστημα αναλώνεται αποσπασματικά σε διενέξεις για κάποια μέτρα και αγωνιά για το δικό του μέλλον. Οι οικονομολόγοι περιφέρουν τις ελλιπείς και μονομερείς γνώσεις τους στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το φιλο-λαϊκό τους προφίλ (όσο και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας) και η Αριστερά καταθέτει τον αναχρονισμό της, την ολική επιστροφή στα παλιά (στον αντι-ευρωπαϊσμό του ‘75, τα ανεξαρτησιακά προτάγματα, τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών κι όχι μόνο, τη δραχμή κλπ. κλπ.). Κι ακόμα χωρίς νάχει καμιά πολιτική ανάπτυξη η ίδια (ίσα- ίσα το αντίθετο) και χωρίς να υπάρχει κανένα ανεπτυγμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα θέτει και ζητήματα εξουσίας με βάση τις… σφυγμομετρήσεις.
Το πολιτικό κενό αφορά απουσία πολιτικών και πολιτικών διαδικασιών. Απουσία στρατηγικών αναζητήσεων. Ούτε οι δανειακές συμβάσεις ούτε τα μνημόνια απαντούν σε αυτό το θέμα ούτε βέβαια και τα μέτωπα εναντίων αυτών. Το θέμα της οικονομικής χρηματοδότησης σήμερα ταυτίζεται με το πρόβλημα της μελλοντικής οικονομικής μας επιβίωσης. Είναι πέρα από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που κινούνται σε έναν ορίζοντα πρόσκαιρης διάσωσης. Μετά την δεύτερη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο plus τι θα γίνει;

Οι διεθνής αγορές μπορεί να κλείσανε για την Ελλάδα, οι δανειακές όμως ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο υπήρχαν την εποχή που δανείζονταν η χώρα μας ελεύθερα από τις αγορές. Οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας ορίζονται από το βιοτικό της επίπεδο που είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί. Αυτό το βιοτικό επίπεδο, κατά τους νέους δανειστές μας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, πρέπει να μειωθεί. Γιατί έτσι θα μειωθούν και οι δανειακές μας ανάγκες που την κάλυψή τους έχουν αναλάβει προσωρινά αυτοί. Τίποτα πιο λογικό κι αναμενόμενο απ’ τη μεριά τους.

Η εσωτερική υποτίμηση είναι το πρώτο που πρέπει να λύσουμε σαν κοινωνία. Τα αναπτυξιακά έπονται. Πριν την ανάπτυξη υπάρχει πάντα η σταθεροποίηση. Εμείς είμαστε μακράν και αυτής. Η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανακόψει την καθοδική της πορεία. Να ισορροπήσει σε ένα οπωσδήποτε χαμηλότερο επίπεδο. Να σταθεροποιηθεί σε αυτό και μετά να επιδιώξει την ανάκαμψη. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις, οι επενδύσεις προϋποθέτουν είτε εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίων (από πού άραγε;), είτε προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (με τι συγκριτικά πλεονεκτήματα;) είτε σύναψη νέων δανείων (από ποιες αγορές;). Όλα αυτά συνιστούν οικονομικές προκλήσεις των ημερών.
Το μοντέλο της πλασματικής ευμάρειας, που υπερασπιζόμαστε ακόμα, έχει λάβει τέλος. Καιρός να συγχρονιστούμε με τα νέα δεδομένα. Το μοντέλο αυτό ήταν προϊόν μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Ελληνική κοινωνία οφείλει να αναπροσαρμοστεί όσο οδυνηρό και αν είναι κάτι τέτοιο, όσα ανθρώπινα δράματα κι αν προκαλεί.

Το αναπόφευκτο, ως γνωστόν, δεν το επιλέγεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το αποτρέψεις. Είσαι υποχρεωμένος να το υποστείς. Η εσωτερική υποτίμηση θα γίνει είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη (με απ’ ευθείας περικοπές εισοδημάτων αλλά και δαπανών σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς) είτε βγούμε έξω από αυτήν (με υποτίμηση της δραχμής). Διαφορές υπάρχουν αλλά η ουσία είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις η υποτίμηση θα είναι σημαντική. Η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το σημερινό που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επίπεδο Ινδίας ή Βουλγαρίας ή κάποιας άλλης χώρας, καθώς για να μιλήσουμε γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ακριβή γνώση της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει και τα περιθώρια που έχουμε για ανάπτυξη στο μέλλον.
Οι υποστηρικτές της δραχμής ενώ την επιλέγουν γιατί παρέχει την δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής (δηλ. την δυνατότητα υποτίμησης) δεν αναφέρονται καθόλου στην αναγκαστική πτώση του βιοτικού επίπεδου που θα επιφέρει αυτή.

Όλα τα παραπάνω κάνουν φανερό ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας. Την έλλειψη μιας επεξεργασμένης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης από την μεριά της Ελλάδας.
Αντί να διαπραγματευόμαστε παθητικά κάθε φορά με την Τρόικα, για τα μέτρα λιτότητας που προωθεί, θα μπορούσαμε μόνοι μας να είχαμε σχεδιάσει μια διαδικασία σταδιακής εσωτερικής υποτίμησης. Με προτεραιότητες, επιλεγμένα και αξιολογημένα κόστη, με δίκαιες κοινωνικές κατανομές βαρών. Στη βάση ενός οικονομικού προγράμματος προσαρμογής που θα στηρίζονταν στη διάσωση βασικών καταχτήσεων και στην κατάργηση εκτεταμένων προνομίων, και παρασιτικών λειτουργιών, σε διαρθρωτικές αλλαγές επώδυνες αλλά αναγκαίες και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος που να το περιορίζουν και να το ορθολογικοποιούν.
Όλα αυτά μοιάζουν «με όνειρα θερινής νυχτός», με προτάσεις που κινούνται στον κόσμο της φαντασίας, στο απραγματοποίητο της πολιτικής μας ζωής. Κι έτσι είναι.
Τέτοιου είδους οικονομικό πρόγραμμα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ.
Έτσι όμως η εσωτερική υποτίμηση θα γίνεται με αναγκαστικό, άναρχο και κοινωνικά άδικο τρόπο (μέσω μνημονίων όσο θα υπάρχουν κι αυτά). Και σε αυτή την περίπτωση το αναπόφευκτο δεν μπορεί να μεταφράζεται σε παθητική αποδοχή των μέτρων. Νομοτελειακά τα μέτρα θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις έστω κι αν είναι προδικασμένη η έκβασή τους. Και εκεί αναπτύσσονται ιδεολογικά μέτωπα (αντι-μνημονιακά, αντι-ευρωπαϊκά, αντιδυτικά, αντιγερμανικά) και γίνεται μετάθεση ευθυνών από το πολιτικό σύστημα στην Τρόικα.
Για όλα πλέον φταίει το μνημόνιο και οι Γερμανοί. Οι αρχηγοί των Ελληνικών κομμάτων διαπραγματεύονται σκληρά, βάζουν κόκκινες γραμμές, αντιστέκονται κι υποχωρούν τελικά κάτω από αφόρητες πιέσεις. Καλύτερη από-ενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Για όλα φταίνε οι ξένοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελληνική κοινωνία καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του ξένου παράγοντα. Η ιστορία έχει ρίζες βαθιές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτείται κι αναπαράγεται συνεχώς ο ιστορικός μύθος για το δίκαιο των Ελλήνων, τους εθνικούς κατατρεγμούς, τις ευθύνες των ξένων. Έτσι λειτουργεί η συλλογική αντίληψη, όλο το σύστημα των συλλογικών συμπεριφορών στην Ελλάδα.

Ο δύσκολος δρόμος της αυτογνωσίας

Πολλές λοιπόν και διάφορες οι πολιτικές προκλήσεις των ημερών. Στρατηγικού και ταχτικού χαρακτήρα. Προκλήσεις που εκτείνονται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, που γίνονται ολοένα πιο σκληρά, και φθάνουν μέχρι την αναζήτηση μιάς γενικής διεξόδου. Το θέμα είναι μέσα από πιο πρίσμα αντιμετωπίζονται όλα αυτά.
Όσο η κρίση εξαπλώνεται τόσο το τοπίο στην Ελληνική κοινωνία γίνεται πιο θολό κι αδιευκρίνιστο. Από την μια έχουμε τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται και συνιστούν την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας που όμως δεν έχει ακόμα πάρει το δρόμο της εξωτερίκευσης (κι άρα κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει), και από την άλλη έχουμε την συνέχιση των πρακτικών του παρελθόντος που δημιουργούν την αίσθηση πως παρ’ όλη την τεράστια κρίση που περνάμε πολύ δύσκολα, σε αυτόν τον τόπο, κάτι θα αλλάξει. Από κάθε άποψη πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο όπου το νέο κυοφορείται ενώ το παλιό συνεχίζει να υπάρχει.
Το παλιό δεν αφορά μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Κύρια έχει να κάνει με το διαμορφωμένο επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συνείδησης..
Το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνουμε είναι δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες να τύχη οποιασδήποτε άλλης αντιμετώπισης. Ποιοι όμως είναι οι όροι που μπορούν να διαμορφώσουν σταδιακά μια διαφορετική συνείδηση στην Ελληνική κοινωνία;
Πάνω σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να επικεντρωθούμε.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει αδυναμία να κατανοηθούν οι διεθνείς όροι της Ελληνικής κρίσης, οι καταναγκαστικοί περιορισμοί, οι αδύνατες αυτονομίες, τα ανύπαρκτα περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι υποχρεωτικές προσαρμογές.
Όλη η σχέση με το διεθνές περιβάλλον γίνεται αντιληπτή μέσα από φοβικά σύνδρομα.
Οι ξένοι που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία μας και θέλουν να επιβάλουν μια νέα κατοχή, να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες μας κλπ. κλπ.

Η Ελληνική κοινωνία αδυνατεί να δει τον εαυτό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο με όρους ανταγωνισμού και συνύπαρξης.
Η δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας φανερώνει την έλλειψη, βασικά, ανταγωνιστικού πνεύματος. Η Ελληνική κοινωνία έχει, για χρόνια τώρα, επαναπαυθεί στον καταναλωτισμό της. Δεν την έχει απασχολήσει το μέλλον της στον σύγχρονο κόσμο, δεν τοποθετείται μέσα σε αυτόν ανταγωνιστικά, δεν πάλεψε και δεν διεκδίκησε να καταλάβει κάποια θέση στο νέο υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό. Έμεινε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία.
Η έννοια της συνύπαρξης, από την άλλη, αφορά την ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καμιά κρίση δεν είναι ανεξάρτητη ούτε μπορεί να ανεξαρτοποιηθεί. Η ιδεοληπτική εμμονή στην ύπαρξη εθνικής λύσης στην κρίση, μας γυρίζει πίσω σε ανεξαρτησιακούς αναχρονισμούς και τριτοκοσμικές αναζητήσεις.
Οι σχηματοποιήσεις του τύπου δραχμή ή Ευρώ δεν βοηθούν καθόλου και στην κατανόηση της κρίσης και στην διαχείρισή της. Η κρίση δεν είναι νομισματική (δεν την προκάλεσε το Ευρώ) μπορεί όμως να εξελιχθεί σε τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί και έξω από το Ευρώ με νομισματικά μέσα (υποτίμηση δραχμής - επιτόκια). Η διαχείριση των κρίσεων σήμερα ξεπερνά κατά πολύ την παλιά συνταγή των νομισματικών μέτρων.
Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Ακόμα και για μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα. Το μνημόνιο δεν περιλαμβάνει μόνο περικοπές μισθών, συντάξεων και νέους φόρους. Στην προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει μια σειρά αναπτυξιακά μέτρα (απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, αποδοτικότητα του κράτους, απελευθέρωση ωραρίου κλπ.) για τα οποία δεν έχει γίνει ακόμα πρακτικά τίποτα.

Στην ιστορία των Δημόσιων οικονομικών των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν πολλά να γραφτούν για οικονομικές λογικές και νοοτροπίες που μας οδήγησαν ως εδώ. Αυτές ακριβώς έχουν και την μεγαλύτερη σημασία. Όχι τόσο τα πρόσωπα και τα κόμματα που μας κυβέρνησαν και που δεν ήταν παρά διαχειριστές μιας δεδομένης κοινωνικής συνείδησης και λιγότερο διαμορφωτές της.
Η γνώση του παρελθόντος, η γνώση των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόστηκαν και των ιδεών που υπήρξαν κυρίαρχες είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο ξεπέρασμα των σημερινών αγκυλώσεων. Μέσα από αυτήν μπορούν να ανατραπούν τα στερεότυπα του παρελθόντος και οι φόβοι του μέλλοντος, ότι δηλ. συνιστά τον συντηρητισμό των ημερών μας.
Μόνο μέσα από μια ουσιαστική διαδικασία αυτογνωσίας σαν κοινωνία μπορούμε να ελπίζουμε σε μια οικονομική και πολιτική διέξοδο. Θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε;

ΜΗΛΙΟΣ ΧΡ.