α. Διαφθορά και πολιτική ιδιοποίηση. Η ηθική και η πολιτική προσέγγιση Το ζήτημα της διαφθοράς αποτελεί επιμέρους παράγραφο που ανάγεται στο μείζον κεφάλαιο της ιδιοποίησης της πολιτικής, ειδικότερα δε του «δημοσίου» χώρου και, συγκεκριμένα, της οικονομικής πτυχής του κράτους. Η ιδιοποίηση της πολιτικής συντρέχει, με τη σειρά της, σε σχέση με τον φορέα της πολιτικής έναντι του οποίου το πολιτικό σύστημα δεν έχει άμεση ή έμμεση «ιδιοκτησιακή» θεμελίωση. Δεν τίθεται θέμα ιδιοποίησης της πολιτικής και, περαιτέρω, διαφθοράς, εκ μέρους του φορέα της πολιτικής εξουσίας, εάν ο τελευταίος ενσαρκώνει, δυνάμει ενός πρωτογενούς δικαιώματος, το πολιτικό σύστημα. Ο δεσπότης, στην ιδιωτική (πχ στο φέουδο) ή στην κρατική (στην ασιατικού τύπου) δεσποτεία, και, οπωσδήποτε, ο δήμος στη δημοκρατία, μπορεί να πολιτεύονται εσφαλμένα, να είναι σπάταλοι ή μη «παραγωγικοί» κτλ, δεν είναι όμως υπόλογοι ιδιοποίησης ή διαφθοράς, αφού η πολιτική λειτουργία και το προϊόν της πολιτικής τούς ανήκουν ενείδει ιδιοκτησίας. Επομένως, η έννοια της ιδιοποίησης ή, ειδικότερα, της διαφθοράς, προσιδιάζει στο πολιτικό σύστημα (ή στην πολιτική σχέση) που εδράζεται στην αντιπροσωπευτική αρχή ή που περιέχει μιαν έστω γενική αναφορά σε έναν δικαιούχο της πολιτικής, άλλον από τον πραγματικό της κάτοχο (νομέα της πολιτικής διαδικασίας). Προϋποθέτει, με διαφορετική διατύπωση, τη σχέση (έστω συναγόμενου) εντολέα - εντολοδόχου και, συνακόλουθα, την υπέρβασή της. Εν προκειμένω, ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας οικειοποιείται μέρος του «δημόσιου» αγαθού ή το διαχειρίζεται κατά τρόπο καταχρηστικό, που δεν συνάδει με το σκοπό της πολιτικής, τον οποίον προσδοκά ο εντολέας και ιδίως με τη βούλησή του. Με διαφορετική διατύπωση, η ιδιοποίηση της πολιτικής και, κατ’επέκταση, η διαφθορά, εντοπίζονται εκεί όπου ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας (ενόλω ή ενμέρει) είναι άλλος από τον εντολέα και, σε κάθε περίπτωση, από τον δικαιούχο του ‘προϊόντος’ της πολιτικής. Ώστε, η έννοια της πολιτικής διαφθοράς διέρχεται αφενός, από μια εντολιακή σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του λειτουργού της πολιτικής και, επομένως, από τη μη σύμπτωση των ιδιοτήτων του εντολέα και του εντολοδόχου στο ίδιο πρόσωπο ή φορέα. Και αφετέρου, από την καταστρατήγηση του περιεχομένου της εντολής. Εάν δεχθούμε ότι δεν συντρέχει η σχέση μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου, εάν δηλαδή ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας αντλεί πρωτογενές δικαίωμα στην πολιτική, τότε προφανώς δεν τίθεται θέμα διαφθοράς. Εάν όμως συντρέχει όντως η αντιπροσωπευτική σχέση, το επόμενο ερώτημα εστιάζεται στο πώς θα συγκροτηθεί το κανονιστικό πλαίσιο της σχέσης μεταξύ εντολοδόχου -κατόχου ή νομέα της πολιτικής λειτουργίας– και δικαιούχου (του αποτελέσματος) της πολιτικής, προκειμένου να αποτραπεί η αυτονόμηση του πρώτου και εντέλει πώς αυτός θα ελεγχθεί, εάν διαπιστωθεί η αποκλίνουσα συμπεριφορά του. Μια ειδικότερη πτυχή του ζητήματος αυτού, αφορά στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου δηλώνεται ότι ο νομέας της πολιτικής λειτουργίας (ο φορέας του κράτους) κατέχει μεν μια θέση εντολοδόχου, αναλαμβάνει όμως εξολοκλήρου την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, την οποία καλείται να ασκήσει, εν λευκώ, στο όνομα όχι ενός συγκεκριμένου εντολέα (πχ του κοινωνικού σώματος) αλλά του έθνους. Εν προκειμένω, το έθνος-εντολέας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να συγκαλυφθεί το γεγονός της ιδιοκτησιακής σχέσης κράτους - πολιτικού συστήματος και, κατ’επέκταση, της πρόσκτησης σ’αυτό όλων των πολιτικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιότητας του εντολέα. Με τον τρόπο αυτό, ο φορέας του κράτους/συστήματος δηλώνει εντολοδόχος, συνάμα δε αρμόδιος να καθορίσει το συμφέρον του εντολέα (του έθνους), να υλοποιήσει τις πολιτικές του και, φυσικά, να ασκήσει τις λειτουργίες του εντολέα. Το κράτος αφού ενσαρκώνει τον εντολέα-έθνος, ουσιαστικά ορίζει το σκοπό της πολιτικής με αυθεντικό τρόπο (αυτό αποφασίζει τι είναι εθνικό, τι εθνικό συμφέρον, ποιες πολιτικές προσιδιάζουν σ’αυτό, τις οποίες και ασκεί ελευθέρως) και ασκεί το εξελεγκτικό δικαίωμα για λογαριασμό του. Η σύμπτωση αυτή στο κράτος του φορέα της πολιτικής, του ελεγκτή και του ελεγχόμενου, δημιουργεί προφανώς μια ιδιάζουσα πολιτική κατάσταση, μοναδική για την εκκόλαψη του θερμοκηπίου της διαφθοράς, η οποία επιπλέον εννοεί να ενοχοποιεί το «θύμα» (την έννοια του έθνους) και στο βάθος την κοινωνία για την καθολική ιδιοποίηση της πολιτικής και, κατ’επέκταση, για τη διαφθορά των φορέων της. Σε κάθε περίπτωση, η διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: η μία είναι ηθική, η άλλη πολιτική. Η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς αναπέμπει το όλο ζήτημα σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, που έχουν ως συνισταμένη, αφενός, την παραδοχή ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ηθικής λειτουργίας και, αφετέρου, ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου . Κατά τούτο, η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς στην πολιτική, αντιλαμβάνεται την ηθική αυτή καθεαυτή ως μέρος της ατομικής συνείδησης και, κατ’επέκταση, την πολιτική λειτουργία ως προϊόν προσωπικής «χρέωσης» του φορέα και όχι ως σχέση που τον συνέχει με τον εντολέα. Η πρόσληψη όμως αυτή της πολιτικής αντιβαίνει στην ίδια τη λογική της, ως του φαινομένου που συγκροτεί την έννοια της συνολικής κοινωνίας. Η επισήμανση αυτή δεν υποδηλώνει ότι απουσιάζει από την πολιτική λειτουργία το ηθικό της πρόσημο. Υποδηλώνει, απλώς, ότι το πολιτικό σύστημα συναντάται με την ηθική, κάθε φορά σε ένα διαφορετικό επίπεδο, ανάλογα με το πεδίο της σχέσης που συνέχει τον κάτοχο της πολιτικής λειτουργίας (και, μάλιστα, του πολιτικού συστήματος) με το κοινωνικό σώμα. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι δεν υπάρχει μια, αλλά πολλές εκδοχές της πολιτικής ηθικής, όσες και οι προσλήψεις του πολιτικού φαινομένου ή, με διαφορετική διατύπωση, όσοι και οι τύποι των πολιτικών συστημάτων. Οπότε όμως, το πρόβλημα εστιάζεται, όχι στην προσωπική συνείδηση ή αυτοδέσμευση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα της ύπαρξης ή μη ενός συμπαγούς κανονιστικού περιβάλλοντος όπου θα εγγραφεί η ηθική συμπεριφορά και, κατ’επέκταση, στις δικλίδες ασφαλείας του συστήματος. Οι δικλίδες αυτές συναρτώνται με το είδος της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ή, σε ό,τι αφορά στην ανθρωποκεντρική κοινωνία, του δικαιούχου της πολιτικής και του φορέα της πολιτικής λειτουργίας. Από αυτό θα κριθεί αν το σύστημα μπορεί να ελαχιστοποιήσει τη δυνατότητα του τελευταίου να παρεκκλίνει από το ηθικό διατακτικό της κοινωνίας ή αν η εφαρμογή του θα αφεθεί τελικά στην καλή προαίρεση του εντολοδόχου. Η ηθική προσέγγιση της πολιτικής λειτουργίας ευδοκιμεί βασικά στις κοινωνίες, δηλαδή σε εποχές, που η πολιτική είναι δομημένη με όρους εξουσιαστικής αυτονομίας, διατηρεί όμως μια ενδιάθετη έστω αναφορά στο κοινωνικό σώμα. Η κοινωνία, στην περίπτωση αυτή, επικαλείται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας της να προσεγγίσει το ζήτημα της διαφθοράς και ευρύτερα της ιδιοποίησης με πολιτικούς όρους. Η πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς, αντιθέτως, προϋποθέτει, κατ’ελάχιστον, το έμμεσο έστω αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. Ο πολιτικός, εν προκειμένω, ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως. Δεν νοείται, επομένως, όπως είδαμε, το επιχείρημα της διαφθοράς στην περίπτωση του εντολέα, του δεσπότη ή του δήμου. Το αξίωμα αυτό προδικάζει ότι στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο πρώτος εξουσιοδοτεί τον δεύτερο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: ειδικότερα, να διαχειρισθεί την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας. Στη σχέση αυτή, σύμφωνα με την αντιπροσωπευτική αρχή, ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης του έργου και, βεβαίως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. Ο εντολοδόχος υπέχει ευθύνη για την ενδεχόμενη βλάβη, που θα προκαλέσει στον εντολέα. Βλάβη, η οποία μπορεί να προέλθει είτε από μια καταχρηστική ιδιοποίηση της θέσης του, είτε λόγω της εσφαλμένης πολιτικής, που ακολούθησε ή στην οποία υπέβαλε τον εντολέα. Η ευθύνη αυτή δεν συμψηφίζεται με την ανάκληση της εντολής ή έστω με την αλλαγή του εντολοδόχου της πολιτικής για το μέλλον. Είναι ανεξάρτητη, υποκείμενη μόνον στον έλεγχο της δικαιοσύνης, η οποία εν προκειμένω μπορεί να αφεθεί στην αρμοδιότητα ενός ανεξάρτητου δικαιοδοτικού οργάνου ή να αναληφθεί από τον ίδιο τον εντολέα. Σε κάθε περίπτωση, ο εντολέας δύναται να μεταβάλει ελευθέρως το περιεχόμενο της εντολής ή, πιο συγκεκριμένα, τον σκοπό και το περιεχόμενο της πολιτικής, όχι ο εντολοδόχος. Τα ανωτέρω θεμέλια της αντιπροσωπευτικής σχέσης αποτελούν συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, με όρους ‘δημοσιότητας’, έτσι ώστε να αποτρέπονται η λογική της ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου και συνεπώς, η όποια ενδιάθετη τάση του πολιτικού προσωπικού να υποκύπτει στη διαφθορά. Διαπιστώσαμε όμως ήδη ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν εγγράφει στα θεμέλιά του τη διαφοροποίηση του εντολέα από τον εντολοδόχο. Και οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξολοκλήρου από το κράτος/σύστημα, οπότε και οι ιδιότητες του ελεγκτή και του ελεγχόμενου συμπίπτουν στον ίδιο φορέα, δηλαδή στον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Η μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος ενισχύεται από την πρόταξη, όπως είδαμε, ως σκοπού της πολιτικής εννοιών, όπως του εθνικού ή του γενικού ή του δημοσίου συμφέροντος, που δεν «προσωποποιούνται» με ένα συγκεκριμένο «ένσαρκο» συντελεστή της πολιτείας και των οποίων η μορφοποίηση ανήκει αποκλειστικά στην πολιτική εξουσία του κράτους, καθώς αυτή κατέχει την ιδιότητα του εντολέως. Η κοινωνική βούληση ή το κοινωνικό συμφέρον απουσιάζουν από το σκοπό της πολιτικής . Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι η πολιτική ως πράξη (δηλαδή το αποτέλεσμα της πολιτικής) και η πολιτική τάξη (εν προκειμένω, οι φορείς της πολιτικής λειτουργίας), τοποθετούνται υπεράνω του νόμου, δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη. Η έννοια του πολιτικού δικαίου είναι άγνωστη ή, μάλλον, αφορά αποκλειστικά, σε ορισμένες πτυχές της δυναμικής αμφισβήτησης της πολιτικής από την πλευρά της κοινωνίας και όχι στον φορέα του πολιτικού συστήματος. Η κοινωνία, ο πολίτης, ως μη εντολείς, δεν θεωρείται ότι έχουν «έννομο συμφέρον» να εγκαλέσουν την πολιτική τάξη για τυχόν βλάβη που τους προξένησε. Μάλιστα, η ασυλία, ως έννοια, καλύπτει και τα αδικήματα που αφορούν στο κοινό ή ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, ενώ στον ιδιωτικό ή κοινωνικό βίο αναγνωρίζεται ρητώς η υποχρέωση για την αποκατάσταση της βλάβης, που υφίσταται ο εντολέας από τον εντολοδόχο, στην πολιτική η ρήτρα αυτή, όχι μόνον δεν συντρέχει, αλλά και συμψηφίζεται, εν αντιθέσει προς την αντιπροσωπευτική αρχή, με την εκλογική διαδικασία. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, όπως είδαμε, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι, ευλόγως, το πολιτικό έγκλημα – το έγκλημα του εντολοδόχου ή και του απλού ρήτορα - τιμωρείται αυστηρότερα, στη δημοκρατία - θα προσθέταμε και στην αντιπροσωπευτική πολιτεία -, επειδή προκαλεί συλλογική, άρα μεγαλύτερη βλάβη, απ’ό,τι το κοινό έγκλημα . Η αναγωγή της πολιτικής ευθύνης, από πρόβλημα δικαίου (και δικαιοσύνης), σε ζήτημα πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία, δημιουργεί απλώς πλάσμα ευθύνης, καθώς είναι σαφές ότι η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής, αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας, δεν υποβάλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης. Πολιτική αυτονομία και πολιτική ασυλία της κρατικής εξουσίας, απουσία πολιτικού δικαίου και, συνακόλουθα, δικαιϊκής ευθύνης της πολιτικής εξουσίας, σκοπός της πολιτικής που ορίζει κατά βούληση η πολιτική τάξη, πολιτικό προσωπικό που ενσαρκώνει εν λευκώ τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου, του ελέγχοντος και του ελεγχομένου, συνθέτουν το πολιτειακό θερμοκήπιο της ιδιοποίησης και της διαφθοράς στο πολιτειακό περιβάλλον της νεοτερικότητας. β. Η διαφθορά και η «διαπλοκή» ως συμφυείς παράμετροι του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος Το πολιτειακό αυτό περιβάλλον επιβαρύνεται από το γεγονός ότι και οι ελάχιστες θεσμικές πρόνοιες, που κατέλειπε το ύστερο φεουδαλικό παρελθόν –με πρώτη τη διάκριση των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών φορέων του κράτους– αποδείχθηκαν ελάχιστα επιχειρησιακές -περιήλθαν ουσιαστικά σε αχρησία-, αφού με την ανθρωποκεντρική ενοποίηση της κοινωνίας –ιδίως με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου και την κυριαρχία του κομματικού φαινομένου-, συνέβη ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές να καταλαμβάνει αδιαίρετα το σύνολο της πολιτικής εξουσίας: ελέγχει τη Βουλή, την κυβέρνηση και, φυσικά, τον κρατικό μηχανισμό. Ώστε, ο κάτοχος της πλειοψηφίας και, εντέλει, ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος αποβαίνει πολιτικός αυθέντης της κρατικής εξουσίας. Το πολιτικό προσωπικό δεν κυβερνά «ιδίω ονόματι», πολιτεύεται όμως με όρους πλήρους αυτονομίας, αφού αυτό καθορίζει ελευθέρως τόσο το περιεχόμενο της ακολουθητέας πολιτικής (ή τις μεταβολές της), όσο και τα όρια άσκησης της ελεγκτικής, της ανακλητικής κτλ αρμοδιότητας. Και τούτο διότι, ναι μεν δεν είναι το ίδιο ιδιοκτήτης της πολιτικής/πολιτικού συστήματος, ορίζεται όμως αποκλειστικός διαχειριστής του κράτους/συστήματος που κατέχει την ιδιότητα αυτή. Το πρόβλημα ετίθετο με μικρότερη οξύτητα στο παρελθόν καθώς οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης (η φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική) δημιουργούσαν τη συνθήκη μιας σχετικής, εξωθεσμικής, δηλαδή έμμεσης και, πάντως, μη δεσμευτικής, αντιπροσωπευτικής συνάντησης της κοινωνίας με τους φορείς της κρατικής εξουσίας. Η παρέλευση της φάσης αυτής και, ιδίως, ο συνδυασμός του μετα-κυρίαρχου κράτους, που επάγεται η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», με την πρόταξη της αρχής της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» (ή όπως, ευφημιστικά, αποδίδεται νεοελληνιστί, της «κοινωνίας πολιτών», και, όντως, υπηκόου κοινωνίας), ως θεμελιώδους εταίρου του πολιτικού συστήματος, δεν ανέδειξαν μόνον τις αδυναμίες της μη αντιπροσωπευτικής υποστασιοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Σηματοδότησαν την ολοσχερή υποταγή του πολιτικού προσωπικού στους συσχετισμούς των παραγόντων της ιδιωτικής ισχύος. Όντως, η «διαμεσολαβημένη» ή υπήκοος κοινωνία, υπόσχεται τη συγκρότηση της πολιτικής σύνθεσης στο επίπεδο του συσχετισμού των ομάδων συμφερόντων με την εξουσία, και όχι μέσω μιας συνάντησης της τελευταίας με το κοινωνικό σώμα, στη βάση της αντιπροσωπευτικής αρχής. Συγχρόνως, οι θιασώτες της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» δεν αποκρύπτουν την αποστροφή τους προς κάθε θεσμική συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. Η έννοια της πολιτικής συμμετοχής ορίζεται ταυτολογικά με την αγελαία προσχώρηση της ιδιωτικής κοινωνίας στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης ή ως «εξωπολιτειακή» αμφισβήτηση, όχι υπό το πρίσμα μιας διαρκούς πολιτειακής συγκρότησης του κοινωνικού σώματος, δηλαδή της μεταβολής του σε δήμο. Εξού και ο πολίτης, που δεν έχει να επιδείξει μια διαμεσολαβητική ιδιότητα, δεν προσλαμβάνεται ως μέλος του πολιτικού συστήματος, δεν διαθέτει καν δικαίωμα πρόσβασης στο δημόσιο λόγο και, οπωσδήποτε, στο μέτρο που δεν καταγράφεται ως εντολέας, δεν νομιμοποιείται, ως έχων έννομο συμφέρον, στην πολιτική. Τέλος, το και σπουδαιότερο, η αντιμετώπιση της πολιτικής ως σχέσης δύναμης, που συνεπάγεται το καθεστώς της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», δημιουργεί το κλίμα μιας εξωθεσμικής, σε περιβάλλον παρασκηνίου, λειτουργίας της πολιτικής διαδικασίας, η οποία «στρώνει» κυριολεκτικά το έδαφος για την καταλυτική ομηρία του πολιτικού προσωπικού. Η ομηρία αυτή, απόρροια της μη αντιπροσωπευτικής θωράκισης της πολιτικής εξουσίας έναντι των κατόχων οικονομικής, κοινωνικής και επικοινωνιακής ισχύος, καθώς και των προκλήσεων που συνεπάγεται η προσωποπαγής διαχείριση ενός μείζονος αντικειμένου, όπως η πολιτική, του οποίου ο δικαιούχος παραμένει ασαφής, εμφανίζεται στις μέρες μας ως συμφυές γνώρισμα του πολιτικού συστήματος. Εννοούμε με τη διατύπωση αυτή ότι η φύση του πολιτικού συστήματος δεν διευκολύνει απλώς την ιδιοποίηση του (οικονομικού κτλ.) αντικειμένου της πολιτικής. Η ίδια η λογική του εγγράφει την εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού, από τους φορείς της οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος, ως συστατικό του γνώρισμα. Οι φορείς αυτοί –με απλούστερη διατύπωση, οι ισχυροί της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας»– καλούνται να στηρίξουν το κόμμα ή/και τους επιμέρους πολιτικούς, με αντάλλαγμα μια ανάλογη εκχώρηση μεριδίου του δημοσίου χώρου. Όντως, η πολιτική παρουσία ενός κόμματος –ιδίως αυτού που φιλοδοξεί να ανέλθει στην εξουσία– και του σημαίνοντος πολιτικού προσωπικού, συναρτάται άμεσα από το διαθέσιμο χρήμα και τον επικοινωνιακό χρόνο που τους εκχωρούνται από την ιδιωτική σφαίρα. Είναι προφανές ότι οι «χορηγοί» χρήματος ή επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν μόνον την ιδεολογία και το πρόγραμμα του κόμματος, μεταβάλλουν τον πολιτικό και το κόμμα σε προσωπικό τους «πελάτη». Στο ισοζύγιο της πολιτικής ή εκλογικής επιρροής, η πελατειακή διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού αποτελεί την καταλυτική προϋπόθεση της όποιας φιλοδοξίας. Εντούτοις, η διαφορά ανάμεσα στην οικονομική και στην επικοινωνιακή διαπλοκή είναι θεμελιώδης: η πρώτη, οδηγεί βασικά στην ιδιοποίηση μέρους του δημοσίου αγαθού• η δεύτερη, προάγει την ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής και, ως εκ τούτου, οδηγεί στην ιδιοποίηση και, συνάμα, στην ομηρία της κοινωνίας . Πόσο συμφυές με το σύστημα είναι το φαινόμενο της πελατειακής διαπλοκής του πολιτικού προσωπικού, προκύπτει από το γεγονός ότι, αντί θεραπείας, επιχειρείται γενικώς η νομιμοποίησή του, η ενσωμάτωση της διαφθοράς (και της διαπλοκής) στις λειτουργίες του: είτε κανονικοποιώντας την ιδιωτική «χορηγία» είτε εισάγοντας συμπληρωματικά τη δημόσια «χορηγία». Η νομιμοποίηση της πελατειακής διαπλοκής του πολιτικού προσωπικού, όχι μόνον δεν εμποδίζει την αφανή χρηματοδότηση, αλλά και συνομολογεί για τη μεταβολή των κομμάτων και της πολιτικής τάξης σε εντολοδόχους των ιδιωτών, κατόχων/χορηγών οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Όντως, η επισημοποίηση της «χορηγίας» αποποινικοποιεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά που υποκρύπτουν και θεσμοθετούν, συγχρόνως, την εξάρτηση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας και την αλλοίωση του σκοπού της πολιτικής. Από την πλευρά της, η δημόσια «χορηγία» υπονοεί ότι το κόμμα και η πολιτική τάξη αναγνωρίζονται ως θεσμοί «δημοσίου» δικαίου. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου, το δικαίωμα του «χορηγού» να ελέγχει τους αποδέκτες της «χορηγίας», τόσο ως προς τον τρόπο της διαχείρισης, όσο και προς την εκπλήρωση του σκοπού της πολιτικής, που την επέβαλε. Συνεπάγεται, εντέλει, τη δημοκρατική ανα-συγκρότηση και λειτουργία του κόμματος ως «δημόσιου» θεσμού και όχι τη λειτουργία του ως κλειστής λέσχης. Πράγμα που, όμως, η άρχουσα πολιτική τάξη δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί, καθώς το κόστος λειτουργίας του συστήματος είναι απαγορευτικό για να γίνει διαφανές και το διακύβευμα της πολιτικής εξουσίας ασύμμετρο, σε σχέση με την κοινωνική της αναφορά. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι οι κατευθύνσεις αυτές της νεοτερικής σκέψης δεν είναι ουδέτερες. Ήρθαν να καλύψουν ιδεολογικά τις εξελίξεις στην περιοχή του φιλελευθερισμού, οι οποίες αξιώνουν από το κράτος/σύστημα να αντιμετωπίσει εφεξής τις δυνάμεις της «αγοράς» ως εταίρους της πολιτικής εξουσίας, μάλιστα δε να εισαγάγει την λογική της στη λειτουργία του. Ζητούμενο για τη σχολή αυτή, στην οποία έχει προσχωρήσει πλήρως και η μετα-σοσιαλιστική ‘Αριστερά’, δεν είναι η αποκατάσταση μιας νέας, εξωθεσμικής έστω, συνάντησης της πολιτικής εξουσίας του κράτους με την κοινωνία, αλλά η συγκρότηση μιας νέας πολιτικής σχέσης, στην οποία θεμελιώδεις συντελεστές προβάλλουν οι ομάδες συμφερόντων που εκκολάπτονται βασικά στο θερμοκήπιο της ιδιωτικής οικονομίας και εξουσίας. Η κοινωνία ως πολιτική και, ιδίως, ως πολιτειακή συνιστώσα, απουσιάζει παντελώς από την προβληματική αυτή. Η συγκρότηση της προ-αντιπροσωπευτικής πολιτικής σχέσης σε ένα περιβάλλον κλειστού εξουσιαστικού θερμοκηπίου, συνδυάζεται με άλλα φαινόμενα, που μεταβάλλουν τη διαπλοκή και τη διαφθορά σε αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι η εξαιρετική γιγάντωση του κεφαλαίου και η δραματική εστίαση του ενδιαφέροντός του σε περιοχές επιχειρηματικής δράσης που άλλοτε εθεωρείτο ότι ανήκαν στη ζώνη του «δημοσίου» χώρου. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την υγεία και την πρόνοια, τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, αλλά και πολλές άλλες δράσεις. Το γεγονός αυτό κάνει τον φορέα της πολιτικής έναν ευάλωτο διαπραγματευτή και ευεπίφορο στη σύγχυση μεταξύ ενός «δημόσιου» συμφέροντος χωρίς υπαρκτό αποδέκτη και του ιδίου συμφέροντος. Ένα άλλο φαινόμενο είναι το εξαιρετικά μεγάλο κόστος της πολιτικής. Το κόμμα και ο πολιτικός για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της προ-εκλογικής αναμέτρησης -και εννοείται της καθημερινής πολιτικής δράσης- χρειάζονται ιλιγγιώδη χρηματικά ποσά. Υπολογίζεται ότι ένα κόμμα με φιλοδοξία εξουσίας, μόνο για την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας, δαπανά στην Ελλάδα περισσότερα από είκοσι πέντε δισεκατομμύρια δραχμές, δηλαδή το ανάλογο σε ευρώ. Είναι προφανές ότι στο μέτρο που το κόμμα δεν διαθέτει ίδιους πόρους, το χρήμα αυτό θα προέλθει αναγκαστικά από ιδιωτικές πηγές. Όμως, η ιδιωτική χρηματοδότηση της πολιτικής έχει εξ ορισμού ανταλλακτικό πρόσημο, με θύμα ασφαλώς το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ανταποκρισιμότητα της εξουσίας. Προβάλλεται συχνά η άποψη ότι τα φαινόμενα αυτά αντισταθμίζονται από την περιοδική (εκλογική) συνάντηση του πολιτικού προσωπικού με το κοινωνικό σώμα. Τούτο όμως γίνεται ολοένα και λιγότερο αληθές, καθόσον το περιεχόμενο και οι όροι της συνάντησης αυτής καθορίζονται ολοένα και περισσότερο από τις δυνάμεις που κατέχουν τη χρηματοδότηση και την επικοινωνία των φορέων της πολιτικής. Άλλωστε, σε αντίθεση με την κοινωνία (του εκλογικού σώματος), της οποίας η συνάντηση με την πολιτική είναι στιγμιαία και άνιση, η συνάντηση της πολιτικής με τις δυνάμεις της (ιδιωτικής) οικονομίας και της επικοινωνίας είναι διαρκής και συντεταγμένη. Στο περιβάλλον αυτό, η πολιτική παραμένει κυρίαρχη έναντι του πολίτη, οι φορείς της όμως βιώνουν ένα καθεστώς ολοκληρωτικής εξάρτησης από τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης. Ένα τρίτο φαινόμενο, που ολοκληρώνει την εκτροπή της πολιτικής σε ένα περιβάλλον πλήρους ιδιοποίησης -με κορύφωση τη διαπλοκή και τη διαφθορά- είναι αυτό των «Μέσων» επικοινωνίας. Τα «Μέσα» επικοινωνίας εξακολουθούν να προσεγγίζονται ως «Μέσα» παροχέτευσης της πολιτικής πληροφορίας στην κοινωνία και αντιστρόφως, δηλαδή ως «Μέσα» ενημέρωσης. Όμως, είναι πια εμφανής η λειτουργία τους ως πεδίου της πολιτικής. Η πολιτική παράγεται ευρέως σ’αυτά και, οπωσδήποτε, υφίσταται τις ‘επεξεργασίες’ των συντελεστών τους. Εφεξής τα ΜΜΕ μεταβάλλονται σε χορηγούς επικοινωνίας για τους πολιτικούς και σε ‘κριτές’ των προτεραιοτήτων της πολιτικής. Οι λειτουργίες, ωστόσο, αυτές υπαγορεύονται αποκλειστικά από το (ιδιωτικό) συμφέρον του τηλεκράτορα και όχι από το όποιο «δημόσιο» ή κοινωνικό συμφέρον. γ. Η διαφθορά, η πολιτική τάξη και η δημόσια διοίκηση Το δεύτερο επίπεδο της διαφθοράς του δημοσίου χώρου αφορά στο διοικητικό προσωπικό, στη διάχυση της διαφθοράς στην μη πολιτική περιοχή του κράτους. Ενώ η («νόμιμη» ή μη) διαφθορά, που συνέχεται με το πολιτικό προσωπικό, αποτελεί καθολικό φαινόμενο, συμφυές με το κράτος/σύστημα, η διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού του κράτους απαντάται με διαφορετική ένταση και συχνότητα, από χώρα σε χώρα. Η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού θεωρείται ως, καταρχήν, γνώρισμα των χωρών της «περιφέρειας» και αποδίδεται στη χαμηλή αμοιβή της εργασίας, στη σαθρότητα του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού, ενολίγοις στην κοινωνικο-οικονομική και πολιτική υπανάπτυξη. Οι χώρες του «κέντρου» θεωρούνται μεν εξαγωγείς διαφθοράς στην «περιφέρεια», οι ίδιες όμως αξιολογούνται θετικά, ότι δηλαδή δεν έχουν μολυνθεί από το σύμπτωμα αυτό. Η σχολή αυτή σκέψης, που διακινείται ιδίως από τη λεγόμενη «αναπτυξιακή θεωρία», συναρτά τη διαβάθμιση της διαφθοράς με το αναπτυξιακό κριτήριο. Παίρνει δηλαδή ως δεδομένο ότι η οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει εξ ορισμού με την πολιτική ανάπτυξη και πως, συνακόλουθα με αυτό, η διαφθορά συνάδει με την υπανάπτυξη. Πέραν του λογικού και γνωσιολογικού σφάλματος που υφέρπει στη γενίκευση αυτή, συγκρατούμε το επιχείρημά της ότι οι μη αναπτυγμένες χώρες συσσωρεύουν όλες τις προϋποθέσεις της διαφθοράς, εν αντιθέσει προς τις πλέον αναπτυγμένες, που είναι ουσιαστικά αδιάφθορες. Κατά τη γνώμη μας, η άποψη αυτή δεν είναι μόνον αυθαίρετη, όπως άλλωστε αποκαλύπτει η απογύμνωση του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας από τις προφανείς «αλήθειες», οι οποίες συγκαλύπτουν το έλλειμμα αντιπροσώπευσης που το διακρίνει, είναι και παραπλανητική. Αποσιωπά, επίσης, την ουσία του προβλήματος, λειτουργώντας απολογητικά προς τις σταθερές που συντηρούν τη διαπλοκή και, εντέλει, αφήνει το πλαίσιο της διαφθοράς ανέπαφο και, λίγο πολύ, νομιμοποιημένο . Η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν συνεκτιμά την τυπολογία της πολιτικής, παρακάμπτει το μείζον ερώτημα του ποιος και πώς ορίζει το περιεχόμενο της διαφθοράς και, ουσιαστικά, συνομολογεί ότι συναρτάται προς τους «κώδικες»– συνενοχών, δημοσιότητας κτλ–, μέσω των οποίων υποστασιοποιείται το φαινόμενο της διαφθοράς. Σε κάθε περίπτωση όμως, θεωρούμε ότι η γενίκευση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό είναι θέμα χρόνου. Όντως, η μετάβαση από τις ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης στη δυναμική της κοινωνικής αναδιανομής μεταβάλλει ριζικά τη διαμεσολαβητική λειτουργία της πολιτικής τάξης και, επέκεινα, τον ίδιο το σκοπό του κράτους. Το στέλεχος του κρατικού μηχανισμού διακρίνει στη θέση που κατέχει ολοένα και περισσότερο την προσωπική του ευδοκίμηση, καθώς η ιδέα μιας αποστολής, που συνέχεται με την κοινωνία, υποχωρεί υπέρ των συμφερόντων, τα οποία διακινεί η πολιτική τάξη. Η τελική οικοδόμηση της συνάφειας αυτής, του φορέα του κρατικού μηχανισμού με τους «εννόμους» συνομιλητές του, προώρισται να γίνει, αναπόφευκτα, στο περιβάλλον των δυνάμεων της «διαμεσολάβησης». Η ελληνική περίπτωση έχει, ως προς αυτό, μια σημαίνουσα πειραματική αξία. Η ελληνική κοινωνία, μην έχοντας βιώσει τη φεουδαρχία, δεν άφησε στις ιδεολογίες της πρωτο-οικοδόμησης πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσουν στον χώρο της. Τούτο εξηγεί, ενμέρει, γιατί το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε, εξαρχής, κυρίως ως πεδίο αναδιανομής του κοινωνικού ή οικονομικού αγαθού και, κατ’επέκταση, ως θερμοκήπιο για τη διαφθορά και, ελάχιστα, ως «επιχειρησιακή» έννοια, κατά το ανάλογο του δυτικο-ευρωπαϊκού κράτους, που αναλώθηκε στην πραγμάτωση της ιδέας της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό και στην οικοδόμηση των πραγματολογικών του προϋποθέσεων (στην οικονομία κτλ). Ο ανθρωποκεντρικά χειράφετος πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, αφού δεν συγκροτούσε πολιτειακή οντότητα, αφέθηκε να διαπραγματευθεί την ψήφο του στο δυσμενές περιβάλλον της προσωπικής εξάρτησης που δημιουργεί η πολιτικά κυρίαρχη εξουσία. Η ανάδειξη της πολιτικής πελατείας –τη φορά αυτή ανάμεσα στον πολιτικό και στον πολίτη- σε σύστημα, αποκαλύπτει ακριβώς τη δυσαρμονία της πολιτικής εξουσίας προς το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας και όχι το αντίστροφο, όπως γενικά πιστεύεται . Το κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, ουδέποτε χρειάσθηκε να διακινήσει στα σοβαρά την ιδεολογική του «πραμάτεια», κατά το νεοτερικό πρότυπο. Η ενσάρκωση του «δημοσίου» χώρου από το κράτος δεν θα ευδοκιμήσει στην Ελλάδα, αφού ο σκοπός της πολιτικής –και συνεπώς του κράτους– θα είναι διαφορετικός από τις χώρες της μετα-φεουδαλικής μετάβασης. Δημόσιο, στον νέο ελληνικό πολιτικό πολιτισμό, παραμένει το «κοινό», που διαφοροποιείται σαφώς από τον α-σώματο δεσπότη, το κράτος. Κατά τούτο, το κόμμα θα ταυτισθεί εξαρχής με το κράτος και κατ΄ επέκταση με το πολιτικό σύστημα, το οποίο θα ενσαρκώσει, έτσι ώστε το τελευταίο να μπορεί να αποδοθεί ως κομματοκρατία . Η κομματοκρατία ως η μεταϊδεολογική εκδοχή του νεοτερικού κράτους και, όντως, του μη αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος, προβάλλει το κόμμα ως τη συνισταμένη πάνω στην οποία αρθρώνεται η σχέση του πολίτη-ιδιώτη με την πολιτική. Μια σχέση, επομένως, η οποία συγκροτείται σε ένα περιβάλλον, όπου η κοινωνία συμπεριφέρεται δίκην εντολέως και, συνακόλουθα, με γνώμονα την πολιτική ατομικότητα -αντί της μαζικής πολιτικοποίησης- ενώ την ίδια στιγμή δεν της αναγνωρίζεται η ιδιότητα του θεσμικού εταίρου της πολιτείας, αφού η πολιτική συγκροτείται με όρους καθολικής αυτονομίας. Το σύστημα αυτό, όπου ο σκοπός του κόμματος μεταλλάσσεται σε σκοπό της πολιτικής (του κράτους), αποκαλύπτει, κατά τρόπο διαυγή, τις πηγές της διαπλοκής και, συνακόλουθα, της διαφθοράς. Η περίπτωση του «ανδρεϊκού» ιδίως ΠΑΣΟΚ αποτελεί, τρόπον τινά, μια υστεροχρονισμένη, ακραία εκδοχή, του συστήματος αυτού. δ. Το «μέλλον» της διαφθοράς Συμπεραίνεται ότι η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν συμφυή στοιχεία του νεοτερικού και, ουσιαστικά, του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος. Ενός πολιτικού συστήματος, που έχει προ πολλού πάψει να ανταποκρίνεται στις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, στις οποίες έχει εισέλθει η εποχή μας. Η επίλυση επομένως του προβλήματος της διαφθοράς, δεν μπορεί να επέλθει με διαρθρωτικές αναγομώσεις της λογικής του κρατούντος συστήματος. Αυτό υποδηλώνει ότι, διατηρώντας το σύστημα, κάθε μέτρο για την εξάλειψή της δεν μπορεί παρά να έχει απλώς επιδιορθωτικό χαρακτήρα, ενώ η ουσιαστική της κατάργηση παραπέμπει με ακρίβεια σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα. Αυτό το άλλο πολιτικό σύστημα, θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, η δημοκρατία, στο μέτρο που η τελευταία, εστιασμένη στον αντίποδα των συστημάτων εξουσίας, επαγγέλλεται είτε την ολοκληρωτική κατάργηση του αντιπροσωπευτικού θεσμού είτε τον περιορισμό των αρχών και, συνακόλουθα, του κράτους σε έναν ρόλο «θεραπαινίδας» του δήμου. Όμως, το σύστημα αυτό ανήκει στο απόμακρο μέλλον, οπότε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το ζήτημα της διαπλοκής και της διαφθοράς, συνέχεται με τη μετάλλαξη του προ-αντιπροσωπευτικού σε απλώς αντιπροσωπευτικό σύστημα, που, καθόλες τις ενδείξεις, διαγράφεται στον ορίζοντα, ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης των κοινωνιών του νεοτέρου κοσμοσυστήματος. ΄Οντως, όπως είδαμε, η αντιπροσωπευτική αρχή συνεπάγεται την απόδοση στην κοινωνία της ιδιότητας του εντολέα και την, ως εκ τούτου, πολιτειακή της μετάλλαξη από πελάτη του πολιτικού προσωπικού σε δήμο, σε εταίρο της πολιτείας. Το πολιτικό προσωπικό, στο πλαίσιο αυτό, καλείται να υλοποιήσει τη βούληση του «κοινού», υπό την άμεση εποπτεία και τον έλεγχο, δηλαδή με μέτρο την πολιτική δικαιοσύνη. Ωστόσο, είναι προφανές ότι και η αντιπροσώπευση εγγράφεται ως σχετικά μακρινή προοπτική, διότι δεν αποτελεί πολιτικό αίτημα της κοινωνίας του σήμερα. Η αντίφαση, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι ενόσω το πρόβλημα της πολιτειακής μεταβολής παραμένει εκκρεμές, το αίτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς θα τίθεται κυρίως στην ηθική του βάση και όλως δευτερευόντως πολιτικά, σε ένα κλίμα, επομένως, που θα αναιρεί αυτόχρημα τη λογική του. Κατά τούτο, εκτιμούμε ότι η επίλυση του προβλήματος αποτελεί, επί της ουσίας, επιχείρημα της πολιτικής διαπάλης, όχι όμως και ζητούμενο στις μέρες μας. Η τελευταία αυτή επισήμανση, συνάδει οπωσδήποτε με τον εθισμό της πολιτικής τάξης να θεωρεί τη διαπλοκή ως εκ των ων ουκ άνευ «συνθήκη» του συστήματος και, ουσιαστικά, να νομιμοποιεί τη διαφθορά, προκειμένου να επιτύχει τη διαχείριση του κράτους με μέτρο την ιδιοποίηση, στο μέσον των «χορηγών» πόρων και δημοσιότητας. Υπό την έννοια αυτή, η διάχυση της διαφθοράς, πέραν της πολιτικής τάξης, στο περιβάλλον της δημόσιας διοίκησης, αποτελεί συνάδον γνώρισμα του σκοπού της πολιτικής που επιφυλάσσει στο κράτος το κομματικό κατεστημένο ή, με διαφορετική διατύπωση, του βαθμού ιδιοποίησης του κράτους και, κατ’επέκταση, χειραγώγησης των μηχανισμών του από το σύμπλεγμα των φορέων της εξουσίας και των παραφυάδων της «διαμεσολάβησης».
Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
Γ.Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 824.
α. Διαφθορά και πολιτική ιδιοποίηση. Η ηθική και η πολιτική προσέγγιση Το ζήτημα της διαφθοράς αποτελεί επιμέρους παράγραφο που ανάγεται στο μείζον κεφάλαιο της ιδιοποίησης της πολιτικής, ειδικότερα δε του «δημοσίου» χώρου και, συγκεκριμένα, της οικονομικής πτυχής του κράτους. Η ιδιοποίηση της πολιτικής συντρέχει, με τη σειρά της, σε σχέση με τον φορέα της πολιτικής έναντι του οποίου το πολιτικό σύστημα δεν έχει άμεση ή έμμεση «ιδιοκτησιακή» θεμελίωση. Δεν τίθεται θέμα ιδιοποίησης της πολιτικής και, περαιτέρω, διαφθοράς, εκ μέρους του φορέα της πολιτικής εξουσίας, εάν ο τελευταίος ενσαρκώνει, δυνάμει ενός πρωτογενούς δικαιώματος, το πολιτικό σύστημα. Ο δεσπότης, στην ιδιωτική (πχ στο φέουδο) ή στην κρατική (στην ασιατικού τύπου) δεσποτεία, και, οπωσδήποτε, ο δήμος στη δημοκρατία, μπορεί να πολιτεύονται εσφαλμένα, να είναι σπάταλοι ή μη «παραγωγικοί» κτλ, δεν είναι όμως υπόλογοι ιδιοποίησης ή διαφθοράς, αφού η πολιτική λειτουργία και το προϊόν της πολιτικής τούς ανήκουν ενείδει ιδιοκτησίας. Επομένως, η έννοια της ιδιοποίησης ή, ειδικότερα, της διαφθοράς, προσιδιάζει στο πολιτικό σύστημα (ή στην πολιτική σχέση) που εδράζεται στην αντιπροσωπευτική αρχή ή που περιέχει μιαν έστω γενική αναφορά σε έναν δικαιούχο της πολιτικής, άλλον από τον πραγματικό της κάτοχο (νομέα της πολιτικής διαδικασίας). Προϋποθέτει, με διαφορετική διατύπωση, τη σχέση (έστω συναγόμενου) εντολέα - εντολοδόχου και, συνακόλουθα, την υπέρβασή της. Εν προκειμένω, ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας οικειοποιείται μέρος του «δημόσιου» αγαθού ή το διαχειρίζεται κατά τρόπο καταχρηστικό, που δεν συνάδει με το σκοπό της πολιτικής, τον οποίον προσδοκά ο εντολέας και ιδίως με τη βούλησή του. Με διαφορετική διατύπωση, η ιδιοποίηση της πολιτικής και, κατ’επέκταση, η διαφθορά, εντοπίζονται εκεί όπου ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας (ενόλω ή ενμέρει) είναι άλλος από τον εντολέα και, σε κάθε περίπτωση, από τον δικαιούχο του ‘προϊόντος’ της πολιτικής. Ώστε, η έννοια της πολιτικής διαφθοράς διέρχεται αφενός, από μια εντολιακή σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του λειτουργού της πολιτικής και, επομένως, από τη μη σύμπτωση των ιδιοτήτων του εντολέα και του εντολοδόχου στο ίδιο πρόσωπο ή φορέα. Και αφετέρου, από την καταστρατήγηση του περιεχομένου της εντολής. Εάν δεχθούμε ότι δεν συντρέχει η σχέση μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου, εάν δηλαδή ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας αντλεί πρωτογενές δικαίωμα στην πολιτική, τότε προφανώς δεν τίθεται θέμα διαφθοράς. Εάν όμως συντρέχει όντως η αντιπροσωπευτική σχέση, το επόμενο ερώτημα εστιάζεται στο πώς θα συγκροτηθεί το κανονιστικό πλαίσιο της σχέσης μεταξύ εντολοδόχου -κατόχου ή νομέα της πολιτικής λειτουργίας– και δικαιούχου (του αποτελέσματος) της πολιτικής, προκειμένου να αποτραπεί η αυτονόμηση του πρώτου και εντέλει πώς αυτός θα ελεγχθεί, εάν διαπιστωθεί η αποκλίνουσα συμπεριφορά του. Μια ειδικότερη πτυχή του ζητήματος αυτού, αφορά στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου δηλώνεται ότι ο νομέας της πολιτικής λειτουργίας (ο φορέας του κράτους) κατέχει μεν μια θέση εντολοδόχου, αναλαμβάνει όμως εξολοκλήρου την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, την οποία καλείται να ασκήσει, εν λευκώ, στο όνομα όχι ενός συγκεκριμένου εντολέα (πχ του κοινωνικού σώματος) αλλά του έθνους. Εν προκειμένω, το έθνος-εντολέας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να συγκαλυφθεί το γεγονός της ιδιοκτησιακής σχέσης κράτους - πολιτικού συστήματος και, κατ’επέκταση, της πρόσκτησης σ’αυτό όλων των πολιτικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιότητας του εντολέα. Με τον τρόπο αυτό, ο φορέας του κράτους/συστήματος δηλώνει εντολοδόχος, συνάμα δε αρμόδιος να καθορίσει το συμφέρον του εντολέα (του έθνους), να υλοποιήσει τις πολιτικές του και, φυσικά, να ασκήσει τις λειτουργίες του εντολέα. Το κράτος αφού ενσαρκώνει τον εντολέα-έθνος, ουσιαστικά ορίζει το σκοπό της πολιτικής με αυθεντικό τρόπο (αυτό αποφασίζει τι είναι εθνικό, τι εθνικό συμφέρον, ποιες πολιτικές προσιδιάζουν σ’αυτό, τις οποίες και ασκεί ελευθέρως) και ασκεί το εξελεγκτικό δικαίωμα για λογαριασμό του. Η σύμπτωση αυτή στο κράτος του φορέα της πολιτικής, του ελεγκτή και του ελεγχόμενου, δημιουργεί προφανώς μια ιδιάζουσα πολιτική κατάσταση, μοναδική για την εκκόλαψη του θερμοκηπίου της διαφθοράς, η οποία επιπλέον εννοεί να ενοχοποιεί το «θύμα» (την έννοια του έθνους) και στο βάθος την κοινωνία για την καθολική ιδιοποίηση της πολιτικής και, κατ’επέκταση, για τη διαφθορά των φορέων της. Σε κάθε περίπτωση, η διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: η μία είναι ηθική, η άλλη πολιτική. Η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς αναπέμπει το όλο ζήτημα σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, που έχουν ως συνισταμένη, αφενός, την παραδοχή ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ηθικής λειτουργίας και, αφετέρου, ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου . Κατά τούτο, η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς στην πολιτική, αντιλαμβάνεται την ηθική αυτή καθεαυτή ως μέρος της ατομικής συνείδησης και, κατ’επέκταση, την πολιτική λειτουργία ως προϊόν προσωπικής «χρέωσης» του φορέα και όχι ως σχέση που τον συνέχει με τον εντολέα. Η πρόσληψη όμως αυτή της πολιτικής αντιβαίνει στην ίδια τη λογική της, ως του φαινομένου που συγκροτεί την έννοια της συνολικής κοινωνίας. Η επισήμανση αυτή δεν υποδηλώνει ότι απουσιάζει από την πολιτική λειτουργία το ηθικό της πρόσημο. Υποδηλώνει, απλώς, ότι το πολιτικό σύστημα συναντάται με την ηθική, κάθε φορά σε ένα διαφορετικό επίπεδο, ανάλογα με το πεδίο της σχέσης που συνέχει τον κάτοχο της πολιτικής λειτουργίας (και, μάλιστα, του πολιτικού συστήματος) με το κοινωνικό σώμα. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι δεν υπάρχει μια, αλλά πολλές εκδοχές της πολιτικής ηθικής, όσες και οι προσλήψεις του πολιτικού φαινομένου ή, με διαφορετική διατύπωση, όσοι και οι τύποι των πολιτικών συστημάτων. Οπότε όμως, το πρόβλημα εστιάζεται, όχι στην προσωπική συνείδηση ή αυτοδέσμευση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα της ύπαρξης ή μη ενός συμπαγούς κανονιστικού περιβάλλοντος όπου θα εγγραφεί η ηθική συμπεριφορά και, κατ’επέκταση, στις δικλίδες ασφαλείας του συστήματος. Οι δικλίδες αυτές συναρτώνται με το είδος της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ή, σε ό,τι αφορά στην ανθρωποκεντρική κοινωνία, του δικαιούχου της πολιτικής και του φορέα της πολιτικής λειτουργίας. Από αυτό θα κριθεί αν το σύστημα μπορεί να ελαχιστοποιήσει τη δυνατότητα του τελευταίου να παρεκκλίνει από το ηθικό διατακτικό της κοινωνίας ή αν η εφαρμογή του θα αφεθεί τελικά στην καλή προαίρεση του εντολοδόχου. Η ηθική προσέγγιση της πολιτικής λειτουργίας ευδοκιμεί βασικά στις κοινωνίες, δηλαδή σε εποχές, που η πολιτική είναι δομημένη με όρους εξουσιαστικής αυτονομίας, διατηρεί όμως μια ενδιάθετη έστω αναφορά στο κοινωνικό σώμα. Η κοινωνία, στην περίπτωση αυτή, επικαλείται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας της να προσεγγίσει το ζήτημα της διαφθοράς και ευρύτερα της ιδιοποίησης με πολιτικούς όρους. Η πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς, αντιθέτως, προϋποθέτει, κατ’ελάχιστον, το έμμεσο έστω αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. Ο πολιτικός, εν προκειμένω, ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως. Δεν νοείται, επομένως, όπως είδαμε, το επιχείρημα της διαφθοράς στην περίπτωση του εντολέα, του δεσπότη ή του δήμου. Το αξίωμα αυτό προδικάζει ότι στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο πρώτος εξουσιοδοτεί τον δεύτερο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: ειδικότερα, να διαχειρισθεί την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας. Στη σχέση αυτή, σύμφωνα με την αντιπροσωπευτική αρχή, ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης του έργου και, βεβαίως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. Ο εντολοδόχος υπέχει ευθύνη για την ενδεχόμενη βλάβη, που θα προκαλέσει στον εντολέα. Βλάβη, η οποία μπορεί να προέλθει είτε από μια καταχρηστική ιδιοποίηση της θέσης του, είτε λόγω της εσφαλμένης πολιτικής, που ακολούθησε ή στην οποία υπέβαλε τον εντολέα. Η ευθύνη αυτή δεν συμψηφίζεται με την ανάκληση της εντολής ή έστω με την αλλαγή του εντολοδόχου της πολιτικής για το μέλλον. Είναι ανεξάρτητη, υποκείμενη μόνον στον έλεγχο της δικαιοσύνης, η οποία εν προκειμένω μπορεί να αφεθεί στην αρμοδιότητα ενός ανεξάρτητου δικαιοδοτικού οργάνου ή να αναληφθεί από τον ίδιο τον εντολέα. Σε κάθε περίπτωση, ο εντολέας δύναται να μεταβάλει ελευθέρως το περιεχόμενο της εντολής ή, πιο συγκεκριμένα, τον σκοπό και το περιεχόμενο της πολιτικής, όχι ο εντολοδόχος. Τα ανωτέρω θεμέλια της αντιπροσωπευτικής σχέσης αποτελούν συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, με όρους ‘δημοσιότητας’, έτσι ώστε να αποτρέπονται η λογική της ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου και συνεπώς, η όποια ενδιάθετη τάση του πολιτικού προσωπικού να υποκύπτει στη διαφθορά. Διαπιστώσαμε όμως ήδη ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν εγγράφει στα θεμέλιά του τη διαφοροποίηση του εντολέα από τον εντολοδόχο. Και οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξολοκλήρου από το κράτος/σύστημα, οπότε και οι ιδιότητες του ελεγκτή και του ελεγχόμενου συμπίπτουν στον ίδιο φορέα, δηλαδή στον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Η μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος ενισχύεται από την πρόταξη, όπως είδαμε, ως σκοπού της πολιτικής εννοιών, όπως του εθνικού ή του γενικού ή του δημοσίου συμφέροντος, που δεν «προσωποποιούνται» με ένα συγκεκριμένο «ένσαρκο» συντελεστή της πολιτείας και των οποίων η μορφοποίηση ανήκει αποκλειστικά στην πολιτική εξουσία του κράτους, καθώς αυτή κατέχει την ιδιότητα του εντολέως. Η κοινωνική βούληση ή το κοινωνικό συμφέρον απουσιάζουν από το σκοπό της πολιτικής . Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι η πολιτική ως πράξη (δηλαδή το αποτέλεσμα της πολιτικής) και η πολιτική τάξη (εν προκειμένω, οι φορείς της πολιτικής λειτουργίας), τοποθετούνται υπεράνω του νόμου, δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη. Η έννοια του πολιτικού δικαίου είναι άγνωστη ή, μάλλον, αφορά αποκλειστικά, σε ορισμένες πτυχές της δυναμικής αμφισβήτησης της πολιτικής από την πλευρά της κοινωνίας και όχι στον φορέα του πολιτικού συστήματος. Η κοινωνία, ο πολίτης, ως μη εντολείς, δεν θεωρείται ότι έχουν «έννομο συμφέρον» να εγκαλέσουν την πολιτική τάξη για τυχόν βλάβη που τους προξένησε. Μάλιστα, η ασυλία, ως έννοια, καλύπτει και τα αδικήματα που αφορούν στο κοινό ή ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, ενώ στον ιδιωτικό ή κοινωνικό βίο αναγνωρίζεται ρητώς η υποχρέωση για την αποκατάσταση της βλάβης, που υφίσταται ο εντολέας από τον εντολοδόχο, στην πολιτική η ρήτρα αυτή, όχι μόνον δεν συντρέχει, αλλά και συμψηφίζεται, εν αντιθέσει προς την αντιπροσωπευτική αρχή, με την εκλογική διαδικασία. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, όπως είδαμε, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι, ευλόγως, το πολιτικό έγκλημα – το έγκλημα του εντολοδόχου ή και του απλού ρήτορα - τιμωρείται αυστηρότερα, στη δημοκρατία - θα προσθέταμε και στην αντιπροσωπευτική πολιτεία -, επειδή προκαλεί συλλογική, άρα μεγαλύτερη βλάβη, απ’ό,τι το κοινό έγκλημα . Η αναγωγή της πολιτικής ευθύνης, από πρόβλημα δικαίου (και δικαιοσύνης), σε ζήτημα πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία, δημιουργεί απλώς πλάσμα ευθύνης, καθώς είναι σαφές ότι η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής, αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας, δεν υποβάλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης. Πολιτική αυτονομία και πολιτική ασυλία της κρατικής εξουσίας, απουσία πολιτικού δικαίου και, συνακόλουθα, δικαιϊκής ευθύνης της πολιτικής εξουσίας, σκοπός της πολιτικής που ορίζει κατά βούληση η πολιτική τάξη, πολιτικό προσωπικό που ενσαρκώνει εν λευκώ τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου, του ελέγχοντος και του ελεγχομένου, συνθέτουν το πολιτειακό θερμοκήπιο της ιδιοποίησης και της διαφθοράς στο πολιτειακό περιβάλλον της νεοτερικότητας. β. Η διαφθορά και η «διαπλοκή» ως συμφυείς παράμετροι του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος Το πολιτειακό αυτό περιβάλλον επιβαρύνεται από το γεγονός ότι και οι ελάχιστες θεσμικές πρόνοιες, που κατέλειπε το ύστερο φεουδαλικό παρελθόν –με πρώτη τη διάκριση των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών φορέων του κράτους– αποδείχθηκαν ελάχιστα επιχειρησιακές -περιήλθαν ουσιαστικά σε αχρησία-, αφού με την ανθρωποκεντρική ενοποίηση της κοινωνίας –ιδίως με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου και την κυριαρχία του κομματικού φαινομένου-, συνέβη ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές να καταλαμβάνει αδιαίρετα το σύνολο της πολιτικής εξουσίας: ελέγχει τη Βουλή, την κυβέρνηση και, φυσικά, τον κρατικό μηχανισμό. Ώστε, ο κάτοχος της πλειοψηφίας και, εντέλει, ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος αποβαίνει πολιτικός αυθέντης της κρατικής εξουσίας. Το πολιτικό προσωπικό δεν κυβερνά «ιδίω ονόματι», πολιτεύεται όμως με όρους πλήρους αυτονομίας, αφού αυτό καθορίζει ελευθέρως τόσο το περιεχόμενο της ακολουθητέας πολιτικής (ή τις μεταβολές της), όσο και τα όρια άσκησης της ελεγκτικής, της ανακλητικής κτλ αρμοδιότητας. Και τούτο διότι, ναι μεν δεν είναι το ίδιο ιδιοκτήτης της πολιτικής/πολιτικού συστήματος, ορίζεται όμως αποκλειστικός διαχειριστής του κράτους/συστήματος που κατέχει την ιδιότητα αυτή. Το πρόβλημα ετίθετο με μικρότερη οξύτητα στο παρελθόν καθώς οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης (η φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική) δημιουργούσαν τη συνθήκη μιας σχετικής, εξωθεσμικής, δηλαδή έμμεσης και, πάντως, μη δεσμευτικής, αντιπροσωπευτικής συνάντησης της κοινωνίας με τους φορείς της κρατικής εξουσίας. Η παρέλευση της φάσης αυτής και, ιδίως, ο συνδυασμός του μετα-κυρίαρχου κράτους, που επάγεται η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», με την πρόταξη της αρχής της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» (ή όπως, ευφημιστικά, αποδίδεται νεοελληνιστί, της «κοινωνίας πολιτών», και, όντως, υπηκόου κοινωνίας), ως θεμελιώδους εταίρου του πολιτικού συστήματος, δεν ανέδειξαν μόνον τις αδυναμίες της μη αντιπροσωπευτικής υποστασιοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Σηματοδότησαν την ολοσχερή υποταγή του πολιτικού προσωπικού στους συσχετισμούς των παραγόντων της ιδιωτικής ισχύος. Όντως, η «διαμεσολαβημένη» ή υπήκοος κοινωνία, υπόσχεται τη συγκρότηση της πολιτικής σύνθεσης στο επίπεδο του συσχετισμού των ομάδων συμφερόντων με την εξουσία, και όχι μέσω μιας συνάντησης της τελευταίας με το κοινωνικό σώμα, στη βάση της αντιπροσωπευτικής αρχής. Συγχρόνως, οι θιασώτες της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» δεν αποκρύπτουν την αποστροφή τους προς κάθε θεσμική συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. Η έννοια της πολιτικής συμμετοχής ορίζεται ταυτολογικά με την αγελαία προσχώρηση της ιδιωτικής κοινωνίας στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης ή ως «εξωπολιτειακή» αμφισβήτηση, όχι υπό το πρίσμα μιας διαρκούς πολιτειακής συγκρότησης του κοινωνικού σώματος, δηλαδή της μεταβολής του σε δήμο. Εξού και ο πολίτης, που δεν έχει να επιδείξει μια διαμεσολαβητική ιδιότητα, δεν προσλαμβάνεται ως μέλος του πολιτικού συστήματος, δεν διαθέτει καν δικαίωμα πρόσβασης στο δημόσιο λόγο και, οπωσδήποτε, στο μέτρο που δεν καταγράφεται ως εντολέας, δεν νομιμοποιείται, ως έχων έννομο συμφέρον, στην πολιτική. Τέλος, το και σπουδαιότερο, η αντιμετώπιση της πολιτικής ως σχέσης δύναμης, που συνεπάγεται το καθεστώς της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», δημιουργεί το κλίμα μιας εξωθεσμικής, σε περιβάλλον παρασκηνίου, λειτουργίας της πολιτικής διαδικασίας, η οποία «στρώνει» κυριολεκτικά το έδαφος για την καταλυτική ομηρία του πολιτικού προσωπικού. Η ομηρία αυτή, απόρροια της μη αντιπροσωπευτικής θωράκισης της πολιτικής εξουσίας έναντι των κατόχων οικονομικής, κοινωνικής και επικοινωνιακής ισχύος, καθώς και των προκλήσεων που συνεπάγεται η προσωποπαγής διαχείριση ενός μείζονος αντικειμένου, όπως η πολιτική, του οποίου ο δικαιούχος παραμένει ασαφής, εμφανίζεται στις μέρες μας ως συμφυές γνώρισμα του πολιτικού συστήματος. Εννοούμε με τη διατύπωση αυτή ότι η φύση του πολιτικού συστήματος δεν διευκολύνει απλώς την ιδιοποίηση του (οικονομικού κτλ.) αντικειμένου της πολιτικής. Η ίδια η λογική του εγγράφει την εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού, από τους φορείς της οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος, ως συστατικό του γνώρισμα. Οι φορείς αυτοί –με απλούστερη διατύπωση, οι ισχυροί της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας»– καλούνται να στηρίξουν το κόμμα ή/και τους επιμέρους πολιτικούς, με αντάλλαγμα μια ανάλογη εκχώρηση μεριδίου του δημοσίου χώρου. Όντως, η πολιτική παρουσία ενός κόμματος –ιδίως αυτού που φιλοδοξεί να ανέλθει στην εξουσία– και του σημαίνοντος πολιτικού προσωπικού, συναρτάται άμεσα από το διαθέσιμο χρήμα και τον επικοινωνιακό χρόνο που τους εκχωρούνται από την ιδιωτική σφαίρα. Είναι προφανές ότι οι «χορηγοί» χρήματος ή επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν μόνον την ιδεολογία και το πρόγραμμα του κόμματος, μεταβάλλουν τον πολιτικό και το κόμμα σε προσωπικό τους «πελάτη». Στο ισοζύγιο της πολιτικής ή εκλογικής επιρροής, η πελατειακή διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού αποτελεί την καταλυτική προϋπόθεση της όποιας φιλοδοξίας. Εντούτοις, η διαφορά ανάμεσα στην οικονομική και στην επικοινωνιακή διαπλοκή είναι θεμελιώδης: η πρώτη, οδηγεί βασικά στην ιδιοποίηση μέρους του δημοσίου αγαθού• η δεύτερη, προάγει την ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής και, ως εκ τούτου, οδηγεί στην ιδιοποίηση και, συνάμα, στην ομηρία της κοινωνίας . Πόσο συμφυές με το σύστημα είναι το φαινόμενο της πελατειακής διαπλοκής του πολιτικού προσωπικού, προκύπτει από το γεγονός ότι, αντί θεραπείας, επιχειρείται γενικώς η νομιμοποίησή του, η ενσωμάτωση της διαφθοράς (και της διαπλοκής) στις λειτουργίες του: είτε κανονικοποιώντας την ιδιωτική «χορηγία» είτε εισάγοντας συμπληρωματικά τη δημόσια «χορηγία». Η νομιμοποίηση της πελατειακής διαπλοκής του πολιτικού προσωπικού, όχι μόνον δεν εμποδίζει την αφανή χρηματοδότηση, αλλά και συνομολογεί για τη μεταβολή των κομμάτων και της πολιτικής τάξης σε εντολοδόχους των ιδιωτών, κατόχων/χορηγών οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Όντως, η επισημοποίηση της «χορηγίας» αποποινικοποιεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά που υποκρύπτουν και θεσμοθετούν, συγχρόνως, την εξάρτηση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας και την αλλοίωση του σκοπού της πολιτικής. Από την πλευρά της, η δημόσια «χορηγία» υπονοεί ότι το κόμμα και η πολιτική τάξη αναγνωρίζονται ως θεσμοί «δημοσίου» δικαίου. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου, το δικαίωμα του «χορηγού» να ελέγχει τους αποδέκτες της «χορηγίας», τόσο ως προς τον τρόπο της διαχείρισης, όσο και προς την εκπλήρωση του σκοπού της πολιτικής, που την επέβαλε. Συνεπάγεται, εντέλει, τη δημοκρατική ανα-συγκρότηση και λειτουργία του κόμματος ως «δημόσιου» θεσμού και όχι τη λειτουργία του ως κλειστής λέσχης. Πράγμα που, όμως, η άρχουσα πολιτική τάξη δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί, καθώς το κόστος λειτουργίας του συστήματος είναι απαγορευτικό για να γίνει διαφανές και το διακύβευμα της πολιτικής εξουσίας ασύμμετρο, σε σχέση με την κοινωνική της αναφορά. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι οι κατευθύνσεις αυτές της νεοτερικής σκέψης δεν είναι ουδέτερες. Ήρθαν να καλύψουν ιδεολογικά τις εξελίξεις στην περιοχή του φιλελευθερισμού, οι οποίες αξιώνουν από το κράτος/σύστημα να αντιμετωπίσει εφεξής τις δυνάμεις της «αγοράς» ως εταίρους της πολιτικής εξουσίας, μάλιστα δε να εισαγάγει την λογική της στη λειτουργία του. Ζητούμενο για τη σχολή αυτή, στην οποία έχει προσχωρήσει πλήρως και η μετα-σοσιαλιστική ‘Αριστερά’, δεν είναι η αποκατάσταση μιας νέας, εξωθεσμικής έστω, συνάντησης της πολιτικής εξουσίας του κράτους με την κοινωνία, αλλά η συγκρότηση μιας νέας πολιτικής σχέσης, στην οποία θεμελιώδεις συντελεστές προβάλλουν οι ομάδες συμφερόντων που εκκολάπτονται βασικά στο θερμοκήπιο της ιδιωτικής οικονομίας και εξουσίας. Η κοινωνία ως πολιτική και, ιδίως, ως πολιτειακή συνιστώσα, απουσιάζει παντελώς από την προβληματική αυτή. Η συγκρότηση της προ-αντιπροσωπευτικής πολιτικής σχέσης σε ένα περιβάλλον κλειστού εξουσιαστικού θερμοκηπίου, συνδυάζεται με άλλα φαινόμενα, που μεταβάλλουν τη διαπλοκή και τη διαφθορά σε αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι η εξαιρετική γιγάντωση του κεφαλαίου και η δραματική εστίαση του ενδιαφέροντός του σε περιοχές επιχειρηματικής δράσης που άλλοτε εθεωρείτο ότι ανήκαν στη ζώνη του «δημοσίου» χώρου. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την υγεία και την πρόνοια, τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, αλλά και πολλές άλλες δράσεις. Το γεγονός αυτό κάνει τον φορέα της πολιτικής έναν ευάλωτο διαπραγματευτή και ευεπίφορο στη σύγχυση μεταξύ ενός «δημόσιου» συμφέροντος χωρίς υπαρκτό αποδέκτη και του ιδίου συμφέροντος. Ένα άλλο φαινόμενο είναι το εξαιρετικά μεγάλο κόστος της πολιτικής. Το κόμμα και ο πολιτικός για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της προ-εκλογικής αναμέτρησης -και εννοείται της καθημερινής πολιτικής δράσης- χρειάζονται ιλιγγιώδη χρηματικά ποσά. Υπολογίζεται ότι ένα κόμμα με φιλοδοξία εξουσίας, μόνο για την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας, δαπανά στην Ελλάδα περισσότερα από είκοσι πέντε δισεκατομμύρια δραχμές, δηλαδή το ανάλογο σε ευρώ. Είναι προφανές ότι στο μέτρο που το κόμμα δεν διαθέτει ίδιους πόρους, το χρήμα αυτό θα προέλθει αναγκαστικά από ιδιωτικές πηγές. Όμως, η ιδιωτική χρηματοδότηση της πολιτικής έχει εξ ορισμού ανταλλακτικό πρόσημο, με θύμα ασφαλώς το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ανταποκρισιμότητα της εξουσίας. Προβάλλεται συχνά η άποψη ότι τα φαινόμενα αυτά αντισταθμίζονται από την περιοδική (εκλογική) συνάντηση του πολιτικού προσωπικού με το κοινωνικό σώμα. Τούτο όμως γίνεται ολοένα και λιγότερο αληθές, καθόσον το περιεχόμενο και οι όροι της συνάντησης αυτής καθορίζονται ολοένα και περισσότερο από τις δυνάμεις που κατέχουν τη χρηματοδότηση και την επικοινωνία των φορέων της πολιτικής. Άλλωστε, σε αντίθεση με την κοινωνία (του εκλογικού σώματος), της οποίας η συνάντηση με την πολιτική είναι στιγμιαία και άνιση, η συνάντηση της πολιτικής με τις δυνάμεις της (ιδιωτικής) οικονομίας και της επικοινωνίας είναι διαρκής και συντεταγμένη. Στο περιβάλλον αυτό, η πολιτική παραμένει κυρίαρχη έναντι του πολίτη, οι φορείς της όμως βιώνουν ένα καθεστώς ολοκληρωτικής εξάρτησης από τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης. Ένα τρίτο φαινόμενο, που ολοκληρώνει την εκτροπή της πολιτικής σε ένα περιβάλλον πλήρους ιδιοποίησης -με κορύφωση τη διαπλοκή και τη διαφθορά- είναι αυτό των «Μέσων» επικοινωνίας. Τα «Μέσα» επικοινωνίας εξακολουθούν να προσεγγίζονται ως «Μέσα» παροχέτευσης της πολιτικής πληροφορίας στην κοινωνία και αντιστρόφως, δηλαδή ως «Μέσα» ενημέρωσης. Όμως, είναι πια εμφανής η λειτουργία τους ως πεδίου της πολιτικής. Η πολιτική παράγεται ευρέως σ’αυτά και, οπωσδήποτε, υφίσταται τις ‘επεξεργασίες’ των συντελεστών τους. Εφεξής τα ΜΜΕ μεταβάλλονται σε χορηγούς επικοινωνίας για τους πολιτικούς και σε ‘κριτές’ των προτεραιοτήτων της πολιτικής. Οι λειτουργίες, ωστόσο, αυτές υπαγορεύονται αποκλειστικά από το (ιδιωτικό) συμφέρον του τηλεκράτορα και όχι από το όποιο «δημόσιο» ή κοινωνικό συμφέρον. γ. Η διαφθορά, η πολιτική τάξη και η δημόσια διοίκηση Το δεύτερο επίπεδο της διαφθοράς του δημοσίου χώρου αφορά στο διοικητικό προσωπικό, στη διάχυση της διαφθοράς στην μη πολιτική περιοχή του κράτους. Ενώ η («νόμιμη» ή μη) διαφθορά, που συνέχεται με το πολιτικό προσωπικό, αποτελεί καθολικό φαινόμενο, συμφυές με το κράτος/σύστημα, η διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού του κράτους απαντάται με διαφορετική ένταση και συχνότητα, από χώρα σε χώρα. Η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού θεωρείται ως, καταρχήν, γνώρισμα των χωρών της «περιφέρειας» και αποδίδεται στη χαμηλή αμοιβή της εργασίας, στη σαθρότητα του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού, ενολίγοις στην κοινωνικο-οικονομική και πολιτική υπανάπτυξη. Οι χώρες του «κέντρου» θεωρούνται μεν εξαγωγείς διαφθοράς στην «περιφέρεια», οι ίδιες όμως αξιολογούνται θετικά, ότι δηλαδή δεν έχουν μολυνθεί από το σύμπτωμα αυτό. Η σχολή αυτή σκέψης, που διακινείται ιδίως από τη λεγόμενη «αναπτυξιακή θεωρία», συναρτά τη διαβάθμιση της διαφθοράς με το αναπτυξιακό κριτήριο. Παίρνει δηλαδή ως δεδομένο ότι η οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει εξ ορισμού με την πολιτική ανάπτυξη και πως, συνακόλουθα με αυτό, η διαφθορά συνάδει με την υπανάπτυξη. Πέραν του λογικού και γνωσιολογικού σφάλματος που υφέρπει στη γενίκευση αυτή, συγκρατούμε το επιχείρημά της ότι οι μη αναπτυγμένες χώρες συσσωρεύουν όλες τις προϋποθέσεις της διαφθοράς, εν αντιθέσει προς τις πλέον αναπτυγμένες, που είναι ουσιαστικά αδιάφθορες. Κατά τη γνώμη μας, η άποψη αυτή δεν είναι μόνον αυθαίρετη, όπως άλλωστε αποκαλύπτει η απογύμνωση του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας από τις προφανείς «αλήθειες», οι οποίες συγκαλύπτουν το έλλειμμα αντιπροσώπευσης που το διακρίνει, είναι και παραπλανητική. Αποσιωπά, επίσης, την ουσία του προβλήματος, λειτουργώντας απολογητικά προς τις σταθερές που συντηρούν τη διαπλοκή και, εντέλει, αφήνει το πλαίσιο της διαφθοράς ανέπαφο και, λίγο πολύ, νομιμοποιημένο . Η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν συνεκτιμά την τυπολογία της πολιτικής, παρακάμπτει το μείζον ερώτημα του ποιος και πώς ορίζει το περιεχόμενο της διαφθοράς και, ουσιαστικά, συνομολογεί ότι συναρτάται προς τους «κώδικες»– συνενοχών, δημοσιότητας κτλ–, μέσω των οποίων υποστασιοποιείται το φαινόμενο της διαφθοράς. Σε κάθε περίπτωση όμως, θεωρούμε ότι η γενίκευση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό είναι θέμα χρόνου. Όντως, η μετάβαση από τις ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης στη δυναμική της κοινωνικής αναδιανομής μεταβάλλει ριζικά τη διαμεσολαβητική λειτουργία της πολιτικής τάξης και, επέκεινα, τον ίδιο το σκοπό του κράτους. Το στέλεχος του κρατικού μηχανισμού διακρίνει στη θέση που κατέχει ολοένα και περισσότερο την προσωπική του ευδοκίμηση, καθώς η ιδέα μιας αποστολής, που συνέχεται με την κοινωνία, υποχωρεί υπέρ των συμφερόντων, τα οποία διακινεί η πολιτική τάξη. Η τελική οικοδόμηση της συνάφειας αυτής, του φορέα του κρατικού μηχανισμού με τους «εννόμους» συνομιλητές του, προώρισται να γίνει, αναπόφευκτα, στο περιβάλλον των δυνάμεων της «διαμεσολάβησης». Η ελληνική περίπτωση έχει, ως προς αυτό, μια σημαίνουσα πειραματική αξία. Η ελληνική κοινωνία, μην έχοντας βιώσει τη φεουδαρχία, δεν άφησε στις ιδεολογίες της πρωτο-οικοδόμησης πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσουν στον χώρο της. Τούτο εξηγεί, ενμέρει, γιατί το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε, εξαρχής, κυρίως ως πεδίο αναδιανομής του κοινωνικού ή οικονομικού αγαθού και, κατ’επέκταση, ως θερμοκήπιο για τη διαφθορά και, ελάχιστα, ως «επιχειρησιακή» έννοια, κατά το ανάλογο του δυτικο-ευρωπαϊκού κράτους, που αναλώθηκε στην πραγμάτωση της ιδέας της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό και στην οικοδόμηση των πραγματολογικών του προϋποθέσεων (στην οικονομία κτλ). Ο ανθρωποκεντρικά χειράφετος πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, αφού δεν συγκροτούσε πολιτειακή οντότητα, αφέθηκε να διαπραγματευθεί την ψήφο του στο δυσμενές περιβάλλον της προσωπικής εξάρτησης που δημιουργεί η πολιτικά κυρίαρχη εξουσία. Η ανάδειξη της πολιτικής πελατείας –τη φορά αυτή ανάμεσα στον πολιτικό και στον πολίτη- σε σύστημα, αποκαλύπτει ακριβώς τη δυσαρμονία της πολιτικής εξουσίας προς το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας και όχι το αντίστροφο, όπως γενικά πιστεύεται . Το κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, ουδέποτε χρειάσθηκε να διακινήσει στα σοβαρά την ιδεολογική του «πραμάτεια», κατά το νεοτερικό πρότυπο. Η ενσάρκωση του «δημοσίου» χώρου από το κράτος δεν θα ευδοκιμήσει στην Ελλάδα, αφού ο σκοπός της πολιτικής –και συνεπώς του κράτους– θα είναι διαφορετικός από τις χώρες της μετα-φεουδαλικής μετάβασης. Δημόσιο, στον νέο ελληνικό πολιτικό πολιτισμό, παραμένει το «κοινό», που διαφοροποιείται σαφώς από τον α-σώματο δεσπότη, το κράτος. Κατά τούτο, το κόμμα θα ταυτισθεί εξαρχής με το κράτος και κατ΄ επέκταση με το πολιτικό σύστημα, το οποίο θα ενσαρκώσει, έτσι ώστε το τελευταίο να μπορεί να αποδοθεί ως κομματοκρατία . Η κομματοκρατία ως η μεταϊδεολογική εκδοχή του νεοτερικού κράτους και, όντως, του μη αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος, προβάλλει το κόμμα ως τη συνισταμένη πάνω στην οποία αρθρώνεται η σχέση του πολίτη-ιδιώτη με την πολιτική. Μια σχέση, επομένως, η οποία συγκροτείται σε ένα περιβάλλον, όπου η κοινωνία συμπεριφέρεται δίκην εντολέως και, συνακόλουθα, με γνώμονα την πολιτική ατομικότητα -αντί της μαζικής πολιτικοποίησης- ενώ την ίδια στιγμή δεν της αναγνωρίζεται η ιδιότητα του θεσμικού εταίρου της πολιτείας, αφού η πολιτική συγκροτείται με όρους καθολικής αυτονομίας. Το σύστημα αυτό, όπου ο σκοπός του κόμματος μεταλλάσσεται σε σκοπό της πολιτικής (του κράτους), αποκαλύπτει, κατά τρόπο διαυγή, τις πηγές της διαπλοκής και, συνακόλουθα, της διαφθοράς. Η περίπτωση του «ανδρεϊκού» ιδίως ΠΑΣΟΚ αποτελεί, τρόπον τινά, μια υστεροχρονισμένη, ακραία εκδοχή, του συστήματος αυτού. δ. Το «μέλλον» της διαφθοράς Συμπεραίνεται ότι η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν συμφυή στοιχεία του νεοτερικού και, ουσιαστικά, του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος. Ενός πολιτικού συστήματος, που έχει προ πολλού πάψει να ανταποκρίνεται στις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, στις οποίες έχει εισέλθει η εποχή μας. Η επίλυση επομένως του προβλήματος της διαφθοράς, δεν μπορεί να επέλθει με διαρθρωτικές αναγομώσεις της λογικής του κρατούντος συστήματος. Αυτό υποδηλώνει ότι, διατηρώντας το σύστημα, κάθε μέτρο για την εξάλειψή της δεν μπορεί παρά να έχει απλώς επιδιορθωτικό χαρακτήρα, ενώ η ουσιαστική της κατάργηση παραπέμπει με ακρίβεια σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα. Αυτό το άλλο πολιτικό σύστημα, θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, η δημοκρατία, στο μέτρο που η τελευταία, εστιασμένη στον αντίποδα των συστημάτων εξουσίας, επαγγέλλεται είτε την ολοκληρωτική κατάργηση του αντιπροσωπευτικού θεσμού είτε τον περιορισμό των αρχών και, συνακόλουθα, του κράτους σε έναν ρόλο «θεραπαινίδας» του δήμου. Όμως, το σύστημα αυτό ανήκει στο απόμακρο μέλλον, οπότε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το ζήτημα της διαπλοκής και της διαφθοράς, συνέχεται με τη μετάλλαξη του προ-αντιπροσωπευτικού σε απλώς αντιπροσωπευτικό σύστημα, που, καθόλες τις ενδείξεις, διαγράφεται στον ορίζοντα, ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης των κοινωνιών του νεοτέρου κοσμοσυστήματος. ΄Οντως, όπως είδαμε, η αντιπροσωπευτική αρχή συνεπάγεται την απόδοση στην κοινωνία της ιδιότητας του εντολέα και την, ως εκ τούτου, πολιτειακή της μετάλλαξη από πελάτη του πολιτικού προσωπικού σε δήμο, σε εταίρο της πολιτείας. Το πολιτικό προσωπικό, στο πλαίσιο αυτό, καλείται να υλοποιήσει τη βούληση του «κοινού», υπό την άμεση εποπτεία και τον έλεγχο, δηλαδή με μέτρο την πολιτική δικαιοσύνη. Ωστόσο, είναι προφανές ότι και η αντιπροσώπευση εγγράφεται ως σχετικά μακρινή προοπτική, διότι δεν αποτελεί πολιτικό αίτημα της κοινωνίας του σήμερα. Η αντίφαση, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι ενόσω το πρόβλημα της πολιτειακής μεταβολής παραμένει εκκρεμές, το αίτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς θα τίθεται κυρίως στην ηθική του βάση και όλως δευτερευόντως πολιτικά, σε ένα κλίμα, επομένως, που θα αναιρεί αυτόχρημα τη λογική του. Κατά τούτο, εκτιμούμε ότι η επίλυση του προβλήματος αποτελεί, επί της ουσίας, επιχείρημα της πολιτικής διαπάλης, όχι όμως και ζητούμενο στις μέρες μας. Η τελευταία αυτή επισήμανση, συνάδει οπωσδήποτε με τον εθισμό της πολιτικής τάξης να θεωρεί τη διαπλοκή ως εκ των ων ουκ άνευ «συνθήκη» του συστήματος και, ουσιαστικά, να νομιμοποιεί τη διαφθορά, προκειμένου να επιτύχει τη διαχείριση του κράτους με μέτρο την ιδιοποίηση, στο μέσον των «χορηγών» πόρων και δημοσιότητας. Υπό την έννοια αυτή, η διάχυση της διαφθοράς, πέραν της πολιτικής τάξης, στο περιβάλλον της δημόσιας διοίκησης, αποτελεί συνάδον γνώρισμα του σκοπού της πολιτικής που επιφυλάσσει στο κράτος το κομματικό κατεστημένο ή, με διαφορετική διατύπωση, του βαθμού ιδιοποίησης του κράτους και, κατ’επέκταση, χειραγώγησης των μηχανισμών του από το σύμπλεγμα των φορέων της εξουσίας και των παραφυάδων της «διαμεσολάβησης».
Σάββατο 26 Ιουνίου 2010
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Tελευταία συνωμοσία κατά των ελληνικών ομολόγων…
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
Στην Ελλάδα γεννιέται πρόβλημα δημοκρατίας
Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ Συγγραφέας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά nkotzias@otenet.gr
Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 20-6-2010
Παλαιότερα, σε άλλες εποχές, οι εξουσιαστές εμφανίζονταν ως να κυβερνούν στο όνομα ανώτερων δυνάμεων που τους παρέχουν είτε εντολές (όπως στον Μωυσή ο Θεός), είτε τα φώτα τους (όπως οι αυταρχικές μοναρχίες που κυβερνούσαν στο όνομα του Θεού).
ΟΙ ΤΟΠΟΘΕΤΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΏΝ ΟΜΙΛΗΤΏΝ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ 17ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων-Πανεπιστημιακών)
Τά video των ομιλιών απο το "You Pay Your Crisis"
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Αναρτήθηκε από anixneuseis στις 20/6/10 • Κατηγοριοποιήθηκε ως Προτεινόμενα άρθρα
Ρεπορτάζ: Serge Halimi (απο Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Η ασυδοσία των κερδοσκόπων προκαλεί έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια και υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να πάρουν κάποιες αποστάσεις από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στις 20 Μαΐου, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποκάλεσε «ορδές των λόμπι» τους τραπεζίτες που αντιδρούσαν στο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της Wall Street. Θα εξακολουθήσουν, άραγε, αυτοί που υπογράφουν τις επιταγές, να υπαγορεύουν και τους νόμους;…
Στις 10 Μαΐου 2010, λίγο αφότου είχαν πέσει στο καζάνι της κερδοσκοπίας άλλα 750 δισεκατομμύρια δολάρια, οι κάτοχοι τίτλων της Societe Generale κέρδισαν 23,89%. Την ίδια κιόλας μέρα, ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε ότι για λόγους δημοσιονομικής λιτότητας δεν θα ανανέωνε το έκτακτο βοήθημα των 150 ευρώ προς τις οικογένειες που βρίσκονται σε οικονομική στενότητα. Ετσι, καθώς η μία χρηματοπιστωτική κρίση διαδέχεται την άλλη, ενισχύεται η πεποίθηση ότι η πολιτική εξουσία ευθυγραμμίζεται με τις διαθέσεις των μετόχων. Κατά περιόδους, όπως επιβάλλει η δημοκρατία, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι καλούν το λαό να πριμοδοτήσει κάποια κόμματα τα οποία έχουν «προεπιλέξει» οι αγορές ακριβώς για το λόγο ότι είναι ακίνδυνα.
Η υποψία της απάτης υποσκάπτει σταδιακά την αξιοπιστία της οποιασδήποτε επίκλησης περί κοινού καλού. Οταν ο Μπαράκ Ομπάμα καυτηριάζει την Goldman Sachs για να δικαιολογήσει καλύτερα τα μέτρα για τη χρηματοπιστωτική ρύθμιση, οι Ρεπουμπλικάνοι, μεσούσης της συνεδρίασης, βγάζουν στην κυκλοφορία ένα διαφημιστικό σποτ(1) το οποίο παρουσιάζει συγκεντρωτικά τη λίστα με τις δωρεές που έλαβαν ο πρόεδρος και οι πολιτικοί του φίλοι από την «Εταιρεία» κατά τις εκλογές του 2008: «Δημοκρατικοί: 4,5 εκατομμύρια δολάρια. Ρεπουμπλικάνοι: 1,5 εκατομμύρια δολάρια. Κάποιοι πολιτικοί επιτίθενται στη βιομηχανία του χρήματος, ωστόσο δέχονται τα εκατομμύρια που τους προσφέρει απλόχερα η Wall Street».
Οταν οι Συντηρητικοί στη Βρετανία, με την πρόφαση ότι νοιάζονται για τον προϋπολογισμό των φτωχών οικογενειών, δηλώνουν αντίθετοι στην καθιέρωση ελάχιστης τιμής για το αλκοόλ, οι Εργατικοί τούς αντικρούουν λέγοντας ότι αυτό που μάλλον τους ενδιαφέρει είναι να ικανοποιήσουν τους ιδιοκτήτες των σουπερμάρκετ, οι οποίοι αντιδρούν σε ένα τέτοιο μέτρο. Επόμενο, αφού το αλκοόλ, χάρη στην τιμή του, έχει γίνει ένα δελεαστικό προϊόν για τους έφηβους, οι οποίοι είναι ενθουσιασμένοι με την ιδέα ότι η μπίρα κοστίζει φτηνότερα από το νερό.
Τέλος, όταν ο Σαρκοζί καταργεί τη διαφήμιση στα κρατικά κανάλια, ο καθείς οσφραίνεται τι κέρδη θα αποκομίσει η ιδιωτική τηλεόραση που βρίσκεται στα χέρια των φίλων του, Βενσάν Μπολορέ, Μαρτέν Μπουίγκ και λοιπών, χάρη σε μια κατάσταση που την απαλλάσσει από κάθε μορφή ανταγωνισμού για τη μοιρασιά της διαφημιστικής πίτας.
Παρόμοιες υποψίες ανάγονται στο βάθος της ιστορίας. Διότι, ενώ πολλές αλήθειες θα έπρεπε να μας σκανδαλίζουν, παραιτούμαστε μπροστά τους λέγοντας «αυτά συνέβαιναν πάντα». Σίγουρα, το 1887, ο γαμπρός του γάλλου προέδρου Ζιλ Γκρεβί επωφελήθηκε από τη συγγένειά του με το μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων για να κάνει εμπόριο παρασήμων.
Ορια στο κεφάλαιο
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Standard Oil υπαγόρευε τη βούλησή της σε πολλούς κυβερνώντες στις ΗΠΑ. Τέλος, όταν μιλάμε για τη δικτατορία του χρήματος, από το 1924 γινόταν ήδη λόγος για την «καθημερινή ψήφο εμπιστοσύνης των κατόχων των συναλλαγματικών» -οι δανειστές του δημόσιου χρέους εκείνη την εποχή- που το άλλο τους όνομα ήταν «ο τοίχος του χρήματος». Εν πάση περιπτώσει, με τον καιρό, κάποιοι νόμοι είχαν θέσει όρια στο ρόλο του κεφαλαίου στην πολιτική ζωή.
Ακόμα και στις ΗΠΑ: κατά τη διάρκεια της «προοδευτικής εποχής» (1880-1920), κατόπιν μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, πάντα ύστερα από πολιτικές αναταραχές. Σε ό,τι αφορά τον «τοίχο του χρήματος», στη Γαλλία το χρηματοπιστωτικό σύστημα τέθηκε υπό κηδεμονία την επομένη της απελευθέρωσης. Εν ολίγοις, αυτά «συνέβαιναν πάντα», αλλά μπορούσαν και να αλλάξουν.
Κι ύστερα, να αλλάξουν κι άλλο… αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τις 30 Δεκεμβρίου του 1976, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άρχισε να ακυρώνει πολλές διατάξεις νόμων που περιόριζαν το ρόλο του χρήματος στην πολιτική και τις οποίες είχε ψηφίσει προηγουμένως το Κογκρέσο (νόμος Buckley εναντίον Valeo). Ποια ήταν δικαιολογία των δικαστών; «Η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να εξαρτάται από την οικονομική άνεση του ατόμου που επιθυμεί να παρέμβει στο δημόσιο λόγο». Με άλλα λόγια, η οριοθέτηση των δαπανών ισοδυναμεί με καταπίεση της έκφρασης… Τον περασμένο Ιανουάριο, ο νόμος αυτός διευρύνθηκε ώστε να επιτρέπει στις εταιρείες να ξοδεύουν ό,τι θέλουν προκειμένου να προωθήσουν (ή να πολεμήσουν) έναν υποψήφιο. Αλλού, εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια, στους κόλπους των πρώην σοβιετικών απαράτσικ που μεταμορφώθηκαν σε ολιγάρχες της βιομηχανίας, μεταξύ των κινέζων εργοδοτών που κατέχουν θέση ισχύος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ανάμεσα στους ευρωπαίους επικεφαλείς κυβερνήσεων, υπουργούς και βουλευτές που προετοιμάζουν μια αμερικανικού τύπου στροφή τους προς τον «ιδιωτικό τομέα», ανάμεσα τους ιρανούς κληρικούς και τους πακιστανούς στρατιωτικούς που χρηματίζονται(2), η διολίσθηση προς την αισχροκέρδεια έχει ξαναγίνει σύστημα. Αλλάζει την πορεία της πολιτικής ζωής του πλανήτη.
Την άνοιξη του 1996, κοντά στο τέλος μιας μετριότατης πρώτης θητείας, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ετοίμαζε την εκστρατεία για την επανεκλογή του. Του έλειπαν χρήματα. Για να τα αποκτήσει, είχε την ιδέα να προσφέρει στους πιο γενναιόδωρους δωρητές του κόμματός του την ευκαιρία να περάσουν μια νύχτα στο Λευκό Οίκο, για παράδειγμα στο «Δωμάτιο του Λίνκολν». Επειδή όμως το να κοιμηθούν στον ίδιο χώρο με τον «Μεγάλο Απελευθερωτή» δεν ήταν εφικτό για τα πιο μικρά βαλάντια ούτε απαραίτητα το όνειρο των πιο μεγάλων, βγήκαν και άλλες δελεαστικές προσφορές σε πλειστηριασμό, όπως, «ένας καφές» στο Λευκό Οίκο παρέα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Οι δυνάμει χρηματοδότες του Δημοκρατικού Κόμματος συνάντησαν, λοιπόν, ολόκληρες φουρνιές μελών της κυβέρνησης που είχαν ως καθήκον να ελέγχουν τις δικές τους δραστηριότητες. Ο εκπρόσωπος τύπου του προέδρου Κλίντον, Λάνι Ντέιβις, έδωσε την αφελή εξήγηση ότι ο σκοπός ήταν «να επιτραπεί στα μέλη των οργανισμών οικονομικής ρύθμισης να γνωρίσουν καλύτερα τα θέματα της εν λόγω βιομηχανίας»(3). Ενας από αυτούς τους «καφέδες εργασίας» θα μπορούσε να κοστίσει μερικά τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, να εκτοξεύσει στα ύψη το χρέος των ΗΠΑ και να επιφέρει την απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων θέσεων εργασίας.
Στις 13 Μαΐου του 1996, λοιπόν, ορισμένοι από τους σημαντικότερους τραπεζίτες των ΗΠΑ έγιναν δεκτοί για 90 λεπτά στο Λευκό Οίκο από τα βασικότερα μέλη της κυβέρνησης. Δίπλα στον πρόεδρο Κλίντον βρίσκονταν επίσης ο υπουργός Οικονομικών, Ρόμπερτ Ρούμπιν, ο αρμόδιος υφυπουργός νομισματικών υποθέσεων, Τζον Χοκ, και ο υπεύθυνος ρύθμισης των τραπεζών, Γιουτζίν Λούντβιγκ. Κατά μία εντελώς διαβολική σύμπτωση, στη συνάντηση συμμετείχε επίσης ο υπεύθυνος για τα οικονομικά του Δημοκρατικού Κόμματος, Μάρβιν Ρόζεν. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου του κυρίου Λούντβιγκ, «οι τραπεζίτες συζήτησαν για τη μελλοντική νομοθεσία, μεταξύ άλλων, ορισμένες ιδέες που ίσως μας επιτρέψουν να γκρεμίσουμε το φράγμα που χωρίζει τις τράπεζες από τους άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς».
Εχοντας αντλήσει τα διδάγματα από το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929, το Νιου Ντιλ είχε απαγορεύσει στις αποταμιευτικές τράπεζες να ρισκάρουν απερίσκεπτα τα λεφτά των πελατών τους, γεγονός που εν συνεχεία υποχρέωνε το κράτος να τις διασώζει από φόβο μήπως μια ενδεχόμενη χρεοκοπία τους επιφέρει και την οικονομική καταστροφή των πολυάριθμων καταθετών τους.
Η ρύθμιση, η οποία υπεγράφη από τον πρόεδρο Φρανκλίνο Ρούσβελτ το 1933 και εξακολουθούσε να ισχύει το 1996 (νόμος Glass – Steagall), δυσαρεστούσε σφόδρα τους τραπεζίτες, οι οποίοι αδημονούσαν να επωφεληθούν, με τη σειρά τους, από τα θαύματα της «νέας οικονομίας». Ο «καφές εργασίας» είχε ως στόχο να υπενθυμίσει αυτή τη δυσαρέσκεια στον επικεφαλής της αμερικανικής κυβέρνησης, ακριβώς τη στιγμή που η δική του αγωνία ήταν να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της επανεκλογής του από τις τράπεζες.
Λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντηση στο Λευκό Οίκο, ανακοινώθηκε με έκτακτο δελτίο ότι ο υπουργός Οικονομικών θα έστελνε στο Κογκρέσο ένα νομοθετικό οπλοστάσιο, το οποίο «αναθεωρεί τους τραπεζικούς κανόνες που θεσπίστηκαν έξι δεκαετίες νωρίτερα, γεγονός που θα επιτρέψει στις τράπεζες να πραγματοποιήσουν ευρύτατο άνοιγμα στον τομέα της ασφάλισης, στο χρηματιστήριο και τις επενδύσεις». Τη συνέχεια τη γνωρίζουν όλοι.
Η μεγάλη ανατροπή
Η κατάργηση του νόμου «Glass – Steagall» υπεγράφη το 1999 από τον πρόεδρο Κλίντον, που είχε επανεκλεγεί τρία χρόνια νωρίτερα, εν μέρει χάρη στα οικονομικά εκλογικά του πολεμοφόδια(4). Το αποτέλεσμά της ήταν το κερδοσκοπικό όργιο της δεκαετίας του 2000 (διαρκώς μεγαλύτερη εξειδίκευση σε νοθευμένα οικονομικά προϊόντα, όπως υποθηκευτικά δάνεια τύπου subprime κ.λπ.) και η επιτάχυνση του οικονομικού κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008.
Στην πραγματικότητα, ο «καφές εργασίας» του 1996 (έλαβαν χώρα 103 τέτοιοι καφέδες την ίδια περίοδο και στο ίδιο μέρος) απλώς επιβεβαίωσε ότι η πλάστιγγα έγερνε υπέρ των συμφερόντων του χρήματος. Διότι, την ταφόπλακα στο νόμο «Glass – Steagall» την έβαλε το Κογκρέσο που τότε είχε ρεπουμπλικανική πλειοψηφία, ακολουθώντας τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία του και τις επιθυμίες των «μαικήνων» του -οι ρεπουμπλικανοί βουλευτές δέχονταν κι εκείνοι σωρηδόν τα δολάρια των τραπεζών.
Οσο για την κυβέρνηση Κλίντον, είτε με είτε χωρίς «καφέ εργασίας», δεν θα μπορούσε να αντισταθεί για καιρό στα κελεύσματα της Wall Street, καθώς ο υπουργός της των Οικονομικών, ο Ρούμπιν, είχε διατελέσει διευθυντής της Goldman Sachs. Οπως εξάλλου και ο Χένρι Πόλσον, ο οποίος κρατούσε το μοχλό του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών όταν ξέσπασε το κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008. Ο Πόλσον, αφού άφησε την Bear Stearns και τη Merryl Lunch -δύο ανταγωνίστριες της Goldman Sachs- να πεθάνουν, διέσωσε την American Insurance Group (AIG), μια ασφαλιστική εταιρεία που η χρεοκοπία της θα έπληττε τον μεγαλύτερο δανειστή της… την Goldman Sachs.
Γιατί, άραγε, ένας λαός που στην πλειονότητά του δεν απαρτίζεται από πλούσιους, αποδέχεται το γεγονός ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί του ικανοποιούν κατά προτεραιότητα τις απαιτήσεις των βιομηχάνων, των νομικών συμβούλων των εταιρειών και των τραπεζιτών, σε σημείο μάλιστα η πολιτική να διασφαλίζει τις σχέσεις ισχύος που κατέχουν στην οικονομία, αντί να τους αντιπαραθέτει τη δημοκρατική νομιμότητα;
Γιατί, αυτοί οι πλούσιοι, όταν εκλέγονται οι ίδιοι, νιώθουν ότι έχουν το ελεύθερο να αυξάνουν τον πλούτο τους και να διατείνονται ότι το γενικό συμφέρον επιβάλλει να ικανοποιούνται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των προνομιούχων τάξεων, των μόνων που διαθέτουν την εξουσία να κάνουν επενδύσεις ή να εμποδίζουν τις μετακινήσεις επιχειρήσεων και τις οποίες επομένως πρέπει διαρκώς να δελεάζουμε («να καθησυχάσουμε τις αγορές») ή να συγκρατούμε (λογική της «φορολογικής ασπίδας»);
Τέτοιου είδους ερωτήματα μας οδηγούν στην περίπτωση της Ιταλίας. Εκεί, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη δεν έγινε μέλος κάποιου κόμματος με την ελπίδα ότι θα το επηρεάσει, αλλά ίδρυσε το δικό του, το «Forza Italia», για να υπερασπιστεί τα επιχειρηματικά του συμφέροντα. Στις 23 Νοεμβρίου του 2009, η «La Repubblica» δημοσίευσε τον κατάλογο με τους 18 νόμους που ευνόησαν την εμπορική αυτοκρατορία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από το 1994 και μετά ή που του επέτρεψαν να ξεφύγει από τις δικαστικές διώξεις.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Κόστα Ρίκα, Φρανσίσκο Νταλ’ Ανάσε, από την πλευρά του, απευθύνει από τώρα προειδοποίηση για το απώτερο στάδιο στο οποίο, σε ορισμένες χώρες, το κράτος θα τίθεται όχι μόνο στην υπηρεσία των τραπεζών, αλλά και ορισμένων εγκληματικών ομάδων: «Τα καρτέλ των ναρκωτικών θα παρεισφρέουν στα πολιτικά κόμματα, θα χρηματοδοτούν προεκλογικές εκστρατείες και εν συνεχεία θα παίρνουν τον έλεγχο της κυβέρνησης» (5).
Τι αντίκτυπο είχε, αλήθεια, η (νέα) αποκάλυψη της «La Repubblica» στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος για την ιταλική δεξιά; Αν κρίνουμε από την επιτυχία της στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μαρτίου, κανένα. Ολα γίνονται λες και η συνήθης χαλάρωση του δημόσιου ήθους έχει εθίσει στο μιθριδατισμό ολόκληρους λαούς οι οποίοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά απέναντι στη διαφθορά του πολιτικού βίου. Ποιος ο λόγος να αγανακτήσει κανείς αν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι φροντίζουν μονίμως να ικανοποιούν τους νέους ολιγάρχες -ή να τους κάνουν παρέα στην κορυφή της πυραμίδας του πλούτου; «Οι φτωχοί δεν κάνουν πολιτικές δωρεές», παρατηρούσε ορθά ο πρώην ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία, Τζον Μακέιν, ο οποίος, από τότε που έπαψε να είναι γερουσιαστής, έγινε λομπίστας της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.
Μέσα στον ένα μήνα που ακολούθησε την αναχώρησή του από το Λευκό Οίκο, ο Κλίντον κέρδισε μαζεμένα όσα χρήματα δεν είχε βγάλει τα προηγούμενα 53 χρόνια της ζωής του. Η Goldman Sachs του έδωσε αμοιβή 650.000 δολάρια για τέσσερις ομιλίες. Μία μόνο ομιλία που έβγαλε στη Γαλλία του απέδωσε 250.000 δολάρια, επιπλέον. Εκείνη τη φορά πλήρωσε η Citigroup. Το τελευταίο έτος της θητείας του Κλίντον, το προεδρικό ζεύγος δήλωσε εισόδημα 357.000 δολάρια. Στο διάστημα 2001-2007, έφτασε συνολικά τα 109 εκατομμύρια δολάρια. Στο εξής, η διασημότητα και οι επαφές που αποκτά κάποιος κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας, αρχίζουν να εξαργυρώνονται κατά κύριο λόγο μετά το τέλος αυτής της καριέρας. Οι διοικητικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα ή οι θέσεις τραπεζικού συμβούλου αποτελούν ένα πλούσιο υποκατάστατο μιας δημοφιλούς θητείας που φτάνει στο τέλος της. Ομως το να κυβερνάς σημαίνει να προβλέπεις…
Πάντως, το «βόλεμα στον ιδιωτικό τομέα» δεν εξηγείται μόνο με την επιθυμία κάποιου να παραμείνει διά βίου μέλος της ολιγαρχίας. Η ιδιωτική επιχείρηση, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι ΜΚΟ που σχετίζονται με διάφορες επιχειρήσεις έχουν εξελιχθεί, ενίοτε περισσότερο κι από το κράτος, σε τόπους στους οποίους η εξουσία συναντά την ηγεμονία της διανόησης. Στη Γαλλία λοιπόν, τόσο το κύρος που προσδίδει το χρήμα, όσο και η επιθυμία να χτίσεις ένα λαμπρό μέλλον, έκαναν πολλούς πρώην φοιτητές της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (ΕΝΑ), της Ecole Normale ή του Πολυτεχνείου να λοξοδρομήσουν από την αρχική τους κλίση να υπηρετήσουν το κοινό καλό.
Ο πρώην απόφοιτος της ΕΝΑ και της Ecole Normale και πρώην πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ ομολόγησε ότι υπέπεσε σε έναν ανάλογο πειρασμό: «Ολοι θαμπωθήκαμε, ανάμεσά τους, συγγνώμη που το λέω, και τα μέσα ενημέρωσης. Τα golden boys, τι φοβερά που ήταν! Οι νέοι που έρχονταν από το Λονδίνο και ήταν εκεί, μπροστά από τα μηχανήματά τους και μετέφεραν δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε δευτερόλεπτα, που κέρδιζαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το μήνα, όλοι είχαν θαμπωθεί! [..] Δεν θα ήμουν απόλυτα ειλικρινής αν αρνιόμουν ότι κι εγώ ο ίδιος, κατά καιρούς, έλεγα μέσα μου: για δες, αν είχα ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο, ίσως να ήμουν διαφορετικά σήμερα» (6).
Απ’ τις εταιρείες στην πολιτική
«Κανέναν ενδοιασμό», αντίθετα, δεν έχει ο Ιβ Γκαλάν, πρώην υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας, ο οποίος έγινε γενικός διευθυντής της Boeing France, ανταγωνίστριας εταιρείας της Airbus. Κανέναν ενδοιασμό δεν έχει επίσης και η Κλάρα Γκεμάρ, σύζυγος του Ερβέ Γκεμάρ, πρώην υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας: αφού διετέλεσε υπάλληλος στο Μπερσί (7) και εν συνεχεία υπεύθυνη στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κατέληξε πρόεδρος της General Electric France. Εξίσου ήσυχη έχει τη συνείδησή της και η Κριστίν Αλμπανέλ, η οποία για τρία χρόνια ήταν υπουργός Πολιτισμού και Επικοινωνίας. Από τον Απρίλιο του 2010, είναι και πάλι υπεύθυνη επικοινωνίας… αλλά αυτή τη φορά στη France Telecom.
Οι μισοί από τους πρώην γερουσιαστές των ΗΠΑ γίνονται λομπίστες, συχνά στην υπηρεσία επιχειρήσεων για τη λειτουργία των οποίων είχαν θέσει τους κανόνες. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με 283 πρώην μέλη της κυβέρνησης Κλίντον και 310 πρώην μέλη της κυβέρνησης Μπους. Στις ΗΠΑ, ο ετήσιος τζίρος των λόμπι φέρεται να πλησιάζει τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Τεράστιο ποσό, αλλά με τι τίμημα!
Το 2003, για παράδειγμα, ο φόρος στα κέρδη που πραγματοποιούσαν στο εξωτερικό η Citigroup, η JP Morgan Chase, η Morgan Stanley και η Merril Lynch μειώθηκε από το 35% στο 5,25%. Ο λογαριασμός από τη δράση των λόμπι: 8.500.000 δολάρια. Φοροαπαλλαγή: 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Ονομα της σχετικής διάταξης: «νόμος για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ»…(8)
«Στις σύγχρονες κοινωνίες, το γενικό συμφέρον μπορεί να υπηρετηθεί και εκτός του κράτους. Μπορεί να υπηρετηθεί στις επιχειρήσεις»(9), συνοψίζει ο Αλέν Μενκ, απόφοιτος της «ΕΝΑ» (αμισθί), σύμβουλος του Σαρκοζί και (έμμισθος) πολλών μεγάλων γάλλων εργοδοτών. Το γενικό συμφέρον. Για αυτό γίνονται όλα.
Αλλά και η αριστερά έχει ενδώσει στη γοητεία που ασκούν οι «επιχειρήσεις» (και οι αμοιβές τους). «Η μεγαλοαστική τάξη ανανεώθηκε, τη στιγμή που η αριστερά ανέλαβε θέση ευθύνης, το 1981. [...] Ο κρατικός μηχανισμός είναι αυτός που προμήθευσε στον καπιταλισμό τα καινούρια ηγετικά του στελέχη. [...] Ξεκίνησαν από τη νοοτροπία του Δημοσίου, σκαρφάλωσαν στις τάξεις των νεόπλουτων και άρχισαν να μιλούν σαν αφεντικά στους πολιτικούς που τους είχαν διορίσει»(10), εξηγούσε το 2006 ο Φρανσουά Ολάντ, πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκείνη την εποχή. Και οι οποίοι πολιτικοί μπήκαν στον πειρασμό να τους ακολουθήσουν.
Κάτι τέτοιο δεν τους φαίνεται τόσο κακό τη στιγμή που, χάρη στα συνταξιοδοτικά ή τα έντοκα κεφάλαια, ένα ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου έχει συνδέσει, ενίοτε χωρίς να το θέλει, τη μοίρα του με τη μοίρα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο εξής, θα μπορούμε λοιπόν να προστατεύουμε τις τράπεζες και το χρηματιστήριο προσποιούμενοι ότι νοιαζόμαστε για την άπορη χήρα και για τον υπάλληλο που αγόρασε μετοχές για να συμπληρώσει το μισθό του ή για να εξασφαλίσει τη σύνταξή του.
Η «τάξη των πολιτικών»
Το 2004, ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους στήριξε την εκστρατεία για την επανεκλογή του στην «τάξη των επενδυτών». Η «Wall Street Journal» εξηγούσε: «Οσο περισσότεροι είναι οι ψηφοφόροι που γίνονται μέτοχοι, τόσο περισσότερο υποστηρίζουν τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που συνδέονται με τους Ρεπουμπλικάνους. [...] Το 58% των Αμερικανών έχει κάνει άμεσα ή έμμεσα κάποια επένδυση στις οικονομικές αγορές, σε σχέση με το 44% πριν από έξι χρόνια. Οπότε, σε όλες τις τάξεις των εισοδημάτων, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να δηλώσουν Ρεπουμπλικάνοι οι άμεσοι επενδυτές συγκριτικά με τους μη επενδυτές».(11) Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Μπους ήθελε να ιδιωτικοποιήσει τις συντάξεις.
«Οι κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν υποδουλωθεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και δύο δεκαετίες, δεν θα στραφούν εναντίον του από μόνες τους, παρά μόνο εάν αυτό τους εξαπολύσει μια επίθεση που θα είναι τόσο ευθεία ώστε να μη μπορούν πια να την ανεχθούν», έγραφε τον περασμένο μήνα ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν(12). Η έκταση των μέτρων κατά της κερδοσκοπίας που θα υιοθετήσουν η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και το G20 θα μας δείξει σύντομα αν ο καθημερινός εξευτελισμός που επιβάλλουν «οι αγορές» στα κράτη και η λαϊκή οργή που οξύνει τον κυνισμό των τραπεζών, θα ξυπνήσουν στους κυβερνώντες μας, που έχουν κουραστεί να τους φέρονται σαν να είναι υπηρέτες, την ελάχιστη αξιοπρέπεια που τους έχει απομείνει.
(1)Το βίντεο μπορείτε να το δείτε στη διεύθυνση www.monde-diplomatique.fr/19172
(2) Διαβάστε «L’ argent», «L’ empire economique des pasdarans» και «Mainmise des militaires sur les richesses du Pakistan», «Le Monde Diplomatique», Ιανουάριος 2009, Φεβρουάριος 2010 και Ιανουάριος 2008 αντίστοιχα.
(3) Αυτή η δήλωση, καθώς και οι δύο ακόλουθες, προέρχονται από το «Guess who’s coming for coffee?», «The Washington Post», National Weekly Edition, 3 Φεβρουαρίου 1997.
(4) Διαβάστε Thomas Ferguson, «Le tresor de guerre du president Clinton», «Le Monde Diplomatique», Αύγουστος 1996.
(5) Αναφέρεται στο «London Review of Books», Λονδίνο, 25 Φεβρουαρίου 2010. (ΣτΜ) Αυτή η χώρα της κεντρικής Αμερικής εξελίσσεται σε κομβικό σημείο διακίνησης της κοκαΐνης.
(6) «Parlons net», France Info, 27 Μαρτίου 2009.
(7) (ΣτΜ) Η έδρα του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών.
(8) Dan Eggen, «Lobbying Pays», «The Washington Post», 12 Απριλίου 2009.
(9) Ραδιόφωνο France Inter, 14 Απριλίου 2010.
(10) Francois Hollande, «Devoirs de verite», Stock, Παρίσι, 2010, σελ. 159-161.
(11) Claudia Deane και Dan Balz «”Investor class” gains political clout», «The Wall Street Journal Europe», 28 Οκτωβρίου 2003.
(12) Στο blog του La pompe a phynance. http://blog.mondediplo.net, 7 Μαΐου 2Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Αναδημοσίευση απο το ιστολόγιο του Γιώργου Οικονόμου
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Στις δύσκολες συνθήκες που διέρχεται η ελληνική κοινωνία μετά και τα επαχθή μέτρα του ΔΝΤ χρειάζεται να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος πορείας, αφού εκ των πραγμάτων το μοντέλο διακυβέρνησης που επιβλήθηκε επί τριάντα πέντε έτη έχει αποτύχει παταγωδώς. Ένας δρόμος προσανατολισμού είναι να κατανοηθεί στην ουσία της η κρίση, παγκόσμια και ελληνική. Η κρίση αυτή ονομάζεται και βεβαίως είναι οικονομική, αλλά κατά τη γνώμη μου ουσιαστικώς είναι πολιτική. Πολιτική, με την έννοια ότι οι πολιτικές εξουσίες είναι oι κύριες υπεύθυνες για την τεράστια έλλειψη ελέγχου στους οικονομικούς παράγοντες: τράπεζες, golden boys, διακίνηση κεφαλαίων, «ελεύθερη» αγορά, βιομηχανίες, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, χρηματιστήρια, πολύπλοκα τραπεζικά προϊόντα τα οποία ούτε οι ίδιοι οι οικονομολόγοι μπορούν να κατανοήσουν και να ελέγξουν. Αποδείχθηκε εμπράκτως ότι οι πολιτικές εξουσίες είναι υπάκουες στις επιταγές της οικονομίας και των αγορών, οι οποίες με την παγκοσμιοποίηση από την δεκαετία του ’80 είναι κυρίαρχες και ανεξέλεγκτες. Υπάρχει δηλαδή απόλυτη κυριαρχία των αγορών, απόλυτη ανεξαρτησία της οικονομίας, όχι απλώς επειδή οι πολιτικές εξουσίες αδυνατούν να τις ελέγξουν αλλά επειδή και οι ίδιες είναι συνεργοί.
Αυτή η κατάσταση κατέστη δυνατή ακριβώς διότι οι πολιτικές εξουσίες δεν ελέγχονται από κανέναν, κυρίως από τον υποτιθέμενο «φυσικό» ελεγκτή τους, την κοινωνία, τους ανθρώπους, τους ψηφοφόρους τους. Ούτε οι οικονομικές εξουσίες ούτε οι πολιτικές δίνουν λόγο και λογαριασμό για τις πράξεις τους. Δεν λογοδοτούν ούτε απολογούνται σε κανέναν, σε κανένα δικαστήριο, σε καμία βουλή ή συνέλευση. Η συμμετοχή των ανθρώπων ανύπαρκτη, η απουσία της πολιτικής εκκωφαντική.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι λοιπόν αποτέλεσμα της απουσίας ελέγχου των κυβερνήσεων επί των αγορών, επί της οικονομίας. Συνεπώς δεν κυριαρχούν τα «εκλεγμένα» όργανα αλλά οι μη εκλεγμένες οικονομικές εξουσίες. Φυσικά μέσα στο πλαίσιο αυτό ο εκλογικός αγώνας των κομμάτων για την εξουσία δεν είναι για κάτι ουσιαστικό, για έλεγχο των αγορών, για το κοινό συμφέρον, αλλά για την καλύτερη συνεργασία με τις οικονομικές εξουσίες προς όφελος των κομμάτων, των μελών τους και των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Συνεπώς καταρρέει ο μύθος των εκλεγμένων ηγεσιών και των κοινοβουλίων, που υποτίθεται κυβερνούν για το κοινό συμφέρον, για το συμφέρον του λαού και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σήμερα διεθνώς όχι μόνο ένα τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης αλλά και έλλειμμα νομιμοποίησης για τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Ως γνωστόν η νομιμοποίηση αυτή στηρίζεται στην καθολική ψηφοφορία, στην «ελεύθερη» εκλογική αναμέτρηση των κομμάτων και την ανάθεση εντολής στο πλειοψηφήσαν κόμμα ή σε συνδυασμό κομμάτων, για την διακυβέρνηση των χωρών.
Το έλλειμμα νομιμοποίησης φαίνεται και στην οργανωτική δομή της Ευρωπαϊκής Ενωσης: όλα τα ανώτερα όργανα που ασκούν εξουσία (Επιτροπή, Πρόεδρος, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, Ελεγκτικό Συμβούλιο) είναι μη εκλεγμένα. Το μόνο όργανο που εκλέγεται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν έχει ουσιαστικές εξουσίες, αλλά γνωμοδοτικές. Το έλλειμμα αυτό επέκρινε και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Καρλσρούη), για τους δικούς του λόγους ασφαλώς, το 2009 με την ευκαιρία τη Συνθήκη της Λισαβώνας. Επισήμανε δε ότι η έσχατη πηγή νομιμοποίησης είναι το γερμανικό κοινοβούλιο. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: ποιος είναι υπεύθυνος για το έλλειμμα αυτό; Δεν είναι τα μεγάλα και ισχυρά οικονομικώς κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και η Γερμανία; Αυτά δεν δίνουν τις κατευθυντήριες γραμμές, πλαίσια, θεσμούς, προσανατολισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Επομένως πρόκειται είτε για μεγάλη αντίφαση είτε για μεγάλη κοροϊδία εκ μέρους του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.
Η ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης φαίνεται και στο γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει την πορεία των κρατών μελών για τήρηση των όρων της ιδρυτικής της συνθήκης, με σκοπό την αποσόβηση κρίσεων και αποσταθεροποιήσεων. Αυτό έδειξε η αδυναμία της στην περίπτωση της Ελλάδας να ενημερωθεί, να διαπιστώσει τo αληθές τεράστιo δημοσιονομικό έλλειμμα και να ελέγξει το υπέρογκο χρέος. Επίσης η Ευρωπαϊκή Ενωση έδειξε την ανικανότητά της ή την απροθυμία της να αντιμετωπίσει τις αγορές και τα παιγνίδια των κερδοσκόπων για να βοηθήσει το κράτος μέλος και το άφησε επί μήνες στο έλεος των αγορών και των κερδοσκόπων, δηλαδή των τραπεζών. Προς τι λοιπόν όλη η ιδεολογία για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την «ευρωπαϊκή οικογένεια»; Η απάντηση είναι: για τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και των άλλων ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, των τραπεζών, του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι επιπτώσεις της κρίσεως είναι πλέον επώδυνες και επαχθείς εν Ελλάδι, ιδίως για τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Για την κατάσταση χρεοκοπίας ευθύνεται το ανίκανο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, τα ανίκανα και διεφθαρμένα κόμματα, ο υπερτροφικός κρατικοδίαιτος γραφειοκρατικός μηχανισμός, ο ανάλγητος πολιτικός κόσμος, η κυνική οικονομική άρχουσα τάξη. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ επί τριάντα έξι έτη έκαναν τα πάντα για να οδηγήσουν τη χώρα στην καταστροφή. Έκλεψαν, λήστεψαν, λεηλάτησαν τα δημόσια ταμεία, τα χρήματα των φορολογουμένων, βύθισαν τη χώρα με την υπερχρέωση και υποθήκευσαν το μέλλον των νέων γενεών.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή λόγω του πολιτικού ελλείμματος, του ελλείμματος δημοκρατίας, που οφείλεται στην απουσία των ανθρώπων, στη μη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα, στην απουσία ελέγχου επί των πολιτικών και των οικονομικών εξουσιών. Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι; Ενώ οι καπιταλιστές, οι τραπεζίτες, οι χρηματιστές, τα golden boys, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι γραφειοκράτες κάνουν τη δουλειά τους, εμείς τι κάνουμε; Τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων τι κάνουν; Έχουν αφήσει τους πολιτικούς και τα κόμματα να χειρίζονται εν λευκώ τα μεγάλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Τις τελευταίες δεκαετίες απουσιάζει απελπιστικά το λεγόμενο λαϊκό κίνημα. Από τότε που αυτό εξέλιπε, οι κατακτήσεις και οι ελευθερίες υποχωρούν.
Το ζωτικό ζήτημα που τίθεται λοιπόν είναι: Τι να κάνουμε; Από συντηρητικές, θεολογικές και επιχειρηματικές πλευρές προτείνονται κυβερνήσεις «εθνικής σωτηρίας» από προσωπικότητες του επιχειρηματικού (ή του πνευματικού και πολιτικού) κόσμου. Οι λύσεις αυτές είναι αντιδημοκρατικές και αυταρχικές, οδηγούν σε φαλκίδευση των ελαχίστων δικαιωμάτων που έχουν απομείνει και σε περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων. Το επιχείρημα εναντίον αυτής της λύσεως είναι απλό: οι επιχειρηματίες ως γνωστόν ενδιαφέρονται πρωτίστως και κυρίως για το δικό τους συμφέρον και όχι για το συμφέρον των εργαζομένων. Πώς ξαφνικά θα εκφράσουν το γενικό συμφέρον; Δια επιφοιτήσεως του εθνικού πνεύματος; Και γιατί μέχρι τώρα δεν συνέβαλαν στη σωτηρία αφού βρίσκονται πάντα σε αγαστή συνεργασία με τις πολιτικές κυβερνήσεις; Διότι είναι αλήθεια ότι η οικονομική εξουσία είναι ipso facto πολιτική εξουσία.
Προτείνονται επίσης από διάφορους αριστερούς οικονομικές λύσεις, όπως στάση πληρωμών, έξοδο από την ευρωζώνη, κρατικοποίηση των τραπεζών κ.λπ. Το μεγάλο ζήτημα είναι ποιος θα χειρισθεί τις «λύσεις» αυτές. Το υπάρχον χρεοκοπημένο, ανίκανο και διεφθαρμένο σύστημα; Στην περίπτωση αυτή είναι σίγουρη η αποτυχία και η επιδείνωση των προβλημάτων και των μεγεθών: αύξηση και συντήρηση του τεραστίου κρατικοδίαιτου μηχανισμού, αύξηση της αναξιοπιστίας διεθνώς, αύξηση των σπρεντ, των ελλειμμάτων.
Συνεπώς ενώπιον αυτού του αδιεξόδου οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές. Οι οικονομικές λύσεις αποκομμένες από το πλαίσιο που τις δημιουργεί είναι τυφλές, διότι αναπαράγουν από μια άλλη πλευρά την προτεραιότητα της οικονομίας. Η προτεραιότητα αυτή έχει οδηγήσει στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση. Πρέπει η πολιτική να επανέλθει στο προσκήνιο, να αποκτήσει προτεραιότητα. Πολιτική όχι με την έννοια των εκλογών και των κομμάτων, αλλά με την ουσιαστική έννοια: συμμετοχή των ανθρώπων βασισμένη στην αυτοοργάνωση και τον αυτοκαθορισμό, κριτική του πολιτικού συστήματος, αμφισβήτηση των χρεοκοπημένων εξουσιών, ουσιαστικός και ενδελεχής έλεγχος.
Αυτό απαιτεί αυτοεμπιστοσύνη και αυτοεκτίμηση των ανθρώπων. Απαιτεί άμεση κινητοποίησή τους με ενημέρωση, συζητήσεις και δράσεις εκτός των κομμάτων και των επισήμων θεσμών. Οι τοπικές και οι ευρύτερες συνελεύσεις πρέπει να αναλάβουν τον ρόλο που έχουν σήμερα οι αποτυχημένοι υπουργοί, οι ανίκανοι βουλευτές, οι διεφθαρμένοι δικαστικοί, οι διαπλεκόμενοι δήμαρχοι και οι λοιποί άχρηστοι κρατικοί αξιωματούχοι. Χρειάζεται να περιέλθουν στη βάση η λήψη των αποφάσεων, η θέσπιση των νόμων, ο έλεγχος της εξουσίας. Χρειάζονται γενναίες θεσμικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, μέσω τοπικών, περιφερειακών και γενικών δημοψηφισμάτων. Πρέπει να ανακαλυφθεί, ή μάλλον να επινοηθεί ξανά, η άμεση δημοκρατία. Είναι η μόνη έλλογη, θεραπευτική και ρεαλιστική λύση. Η μόνη έξοδος από τη φθορά και τη διαφθορά.