Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Μόλις κυκλοφόρησε: Γ.Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος

22/03/2012

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")

Γιώργος Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος: Μια ερμηνεία του ελληνικού αδιεξόδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, ISBN: 978-960-16-4545-2.





Στο οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου του Γ.Κοντογιώργη διαβάζουμε:

Η ελληνική κρίση, που σοβεί επί σχεδόν δυο αιώνες, έχει ως πρωτογενή αιτία την αποδόμηση της κοινωνικής συλλογικότητας, η οποία οδήγησε στην πελατειακή της εξατομίκευση και, παραπέρα, στην αδυναμία της να βαρύνει στους πολιτικούς συσχετισμούς. Η κομματοκρατία, έχοντας ιππεύσει επί του κράτους, μετέβαλε την πολιτική τάξη σε δυνάστη της σύνολης κοινωνίας. Η σημερινή κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ωε ένα απλό επεισόδιο στην αλυσίδα των καταστροφών που επισώρευσε η δυναστική κομματοκρατία στον ελληνισμό, η οποία, τη φορά αυτή, απειλεί την ίδια την ύπαρξή του.

Μας λένε να δει ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της ευθύνης του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, Λάθος. Οι κοινωνίες που βασίσθηκαν στην ατομική ηθική ευθύνη ή στην καλή προαίρεση ενός εκάστου χάθηκαν στον δρόμο ή, στην καλύτερη περίπτωση, βίωσαν ένα καθεστώς εσωτερικής ή εξωτερικής κατοχής. Το συλλογικό υπάρχει από τη στιγμή που το ατομικό εγγράφεται σε μια κανονιστική πραγματικότητα, την οποία ενσαρκώνει η πολιτεία. Η ίδια η ατομικότητα διαμορφώνεται μέσα στην πολιτεία και αποδίδει την ηθική της. Οι πολιτείες που δεν είναι εναρμονισμένες κανονιστικά με το συλλογικό υποκείμενο γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης από τους ισχυρούς και/ή από τους νομείς του κράτους. Η έξοδος από την κρίση δεν είναι εφικτή παρά μόνο εάν η ελληνική κοινωνία αποτινάξει το δυναστικό κράτος, εάν, με άλλα λόγια, ελευθερωθεί, με την ανάκτηση της πολιτειακής της συλλογικότητας.

Παραθέτουμε την περιγραφή του περιεχομένου του βιβλίου από την ιστοσελίδα του εκδότη:

Στο επίκαιρο αυτό βιβλίο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της. Ενώ στις άλλες χώρες (ΗΠΑ, Ιρλανδία κ.ά.) η οικονομική κρίση συνδέεται με την ανατροπή της ισορροπίας που επήλθε μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς στο παγκόσμιο σύστημα, στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης. Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, δεν ενεπλάκη ούτε άμεσα ούτε, σχεδόν, έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλησε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές πεδίο, τη μετέβαλε σε παρία της πολιτικής Ευρώπης, σε «παίγνιο» και, εν πολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται στον κόσμο.

Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα», πρέπει να έχουμε επίγνωση του χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και, συνάμα, για τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό.

Απόσπασμα από τη σελ. 49 του βιβλίου:


(…)Εν κατακλείδι, καταλήγουμε ότι η έξοδος από την κρίση συνδέεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, με την άρση των αιτίων της και, συγκεκριμένα, με την εκ θεμελίων κατάλυση του πολιτικού συστήματος της κομματοκρατίας, το οποίο συναιρείται με την έννοια του κατοχικού κράτους(…).

Γιώργος Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος: Μια ερμηνεία του ελληνικού αδιεξόδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, σελ.49.

Ο Γ. Κοντογιώργης απέναντι στον ΥΠΕΚΑ Γ. Παπακωνσταντίνου - 21 Μαρ 12



Παρέμβαση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη για την ελληνική κρίση στην εκπομπή "Πρωινό ΑΝΤ1", στις 21.3.12, όπου καλεσμένος ήταν ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Γ.Κοντογιώργης, TO ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ[1]

Γ.Κοντογιώργης,
TO ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ[1]

1.Η ελληνική κρίση από κρίση δανεισμού αρχικά, μετατράπηκε στη συνέχεια σε κρίση χρέους, για να αντιμετωπισθεί στο τέλος ως κρίση ανταγωνιστικότητας. Κεντρικό επιχείρημα στην προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας από την Τρόικα αποτέλεσε εξαρχής η άποψη ότι το κράτος αντιμετώπισε κρίση χρέους επειδή η ελληνική οικονομία δεν ήταν ανταγωνιστική και ότι επομένως οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους, με δανεικά.
Εντούτοις, εάν η βάση του επιχειρήματος αυτού ήταν ορθή, τα εξοντωτικά ομολογουμένως μέτρα που επιβλήθηκαν επί της ελληνικής κοινωνίας θα είχαν στοιχειωδώς αποδώσει καρπούς. Είμαστε ήδη στον πέμπτο χρόνο μιας πρωτοφανούς ύφεσης που υπόσχεται να συνεχισθεί με την ίδια ένταση. Παρόλ'αυτά, δεν έχει ακόμη απαντηθεί το ερώτημα ως προς το επίπεδο που θα ισορροπήσει το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα με τις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας.
Η υπόθεση εργασίας, που προκρίνω εδώ, θεωρεί ότι στην ελληνική περίπτωση η «συνταγή» που επελέγη για την αντιμετώπιση της κρίσης εκκινεί από μία εξ ολοκλήρου εσφαλμένη βάση : ως προς τη διάγνωση της αιτίας, αλλά και ως προς τον ασθενή. Υποστηρίζω συγκεκριμένα ότι ασθενής είναι το κράτος και όχι η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ο υπερδανεισμός του κράτους δεν συνδέεται ευθέως με το επίπεδο ζωής της κοινωνίας. Αποτελεί απλώς έναν σημαίνοντα ενδείκτη της διαφθοράς και της ιδιοποίησής του από την πολιτική τάξη και τους νομείς του. Η μετατροπή της κρίσης δανεισμού σε κρίση χρέους οφείλεται αποκλειστικά στην καθολική άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να λάβουν στοιχειώδη μέτρα για την ανάταξη του κράτους. Η διαχείριση, στη συνέχεια, της κρίσης με πρόσημο τις αποκλίσεις από τις πρόνοιες των μνημονίων και, τελικά, η πρωτοφανής λεηλασία της κοινωνίας, συνάδει με την εμμονή του πολιτικού προσωπικού να διατηρήσει ατόφια τα προκλητικά του προνόμια και τους πυλώνες της κομματοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα είναι παντελώς απονομιμοποιημένο και ευρίσκεται σε διαρκή αντιπαλότητα με την κοινωνία των πολιτών.
Πιο συγκεκριμένα, η εκτίμηση του επιπέδου ζωής των Ελλήνων με γνώμονα το ΑΕΠ, αντιφάσκει με το γεγονός ότι αυτό, στην ελληνική περίπτωση, βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με την πραγματικότητα της οικονομίας. Η διαφορά γίνεται εμφανέστερη όταν συγκρίνει κανείς την πραγματική οικονομία με τις προσόδους του κράτους, οι οποίες υπολείπονται καταφανώς, λόγω των γιγαντιαίων διαστάσεων που εμφανίζει η φοροδιαφυγή στη χώρα. Το φτωχό και υπερδανεισμένο κράτος δεν προδικάζει μια φτωχή οικονομία και μία κοινωνία που ζει πάνω από τις δυνατότητές της. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι, σε αντίθεση με το κράτος, ο ιδιωτικός δανεισμός στη Ελλάδα ήταν, στην αρχή της κρίσης, από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί η διαπλοκή και η διαφθορά (το ελληνικό κράτος τοποθετείται στις τελευταίες θέσεις διεθνώς), συνάγεται ότι οι φορείς/νομείς του "φτωχού και υπερδανεισμένου" κράτους, διήγε βίον κραιπαλωδώς πολυτελή.
Η τεράστια αυτή απώλεια παραγωγικού πλούτου από την πανθομολογούμενη διαπλοκή και διαφθορά, η σπατάλη και η λεηλασία των δημοσίων εσόδων από την πολιτική τάξη και, προφανώς, οι πελατειακές πρακτικές που αποβλέπουν στην ικανοποίηση «οικείων» κοινωνικών ομάδων, κάνει εμφανές ότι η κατά κεφαλήν ευημερία (συμπεριλαμβανομένης και της ποιότητας ζωής, όπως λ.χ. οι παρεχόμενες υπηρεσίες του κράτους), υπολειπόταν καταφανώς εκείνης που εδικαιούτο η ελληνική κοινωνία. Έχει υπολογισθεί ότι εάν ο πλούτος αυτός – που παρήγε η ελληνική οικονομία ή που εισήγετο από την Ε.Ε. – επενδυόταν παραγωγικά, το επίπεδο της χώρας θα ήταν αντίστοιχο εκείνου των Σκανδιναβικών χωρών.
Για να εκτιμηθεί το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε η σύνολη ελληνική κοινωνία για να οδηγηθεί στο επίπεδο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, στο οποίο ήταν υποχρεωμένη να λειτουργήσει. Το κράτος όρθωνε και εξακολουθεί να ορθώνει ασύμμετρα εμπόδια σε κάθε επιχειρηματική ή άλλη δραστηριότητα της κοινωνίας, στη συγκρότηση υγειών και αδιαμεσολάβητων από τη διαπλοκή και τη διαφθορά οικονομικών σχέσεων. Από τον αγρότη έως τον επιχειρηματία, η όποια συναλλαγή με το κράτος συνεπάγεται ή ένταξη στο σύστημα της διαπλοκής/διαφθοράς ή την αρχή δεινών για τον ίδιο και το εγχείρημά του. Ο πολίτης για να απολαύσει τις στοιχειώδεις υπηρεσίες που συνεπάγεται η ιδιότητά του, πρέπει να έχει «μέσον» ή να καταβάλει το αναλογούν «λαδόσημο». Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η ελληνική κοινωνία τελεί υπό την κατοχή ενός δυναστικού κράτους που το έχει οικειοποιηθεί η πολιτική τάξη, μεταλλαγμένη σε κομματοκρατία. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την εντυπωσιακή συρρίκνωση της βαρύτητας του ελληνικού κόσμου από τον 19ο αιώνα για να αντιληφθεί το μέγεθος της φθοράς που του έχει προκαλέσει το δυναστικό κράτος. Ή να διερωτηθεί για την ευδοκίμησή του στη διασπορά (στις ΗΠΑ κατέχει μια από τις δύο κορυφαίες θέσεις μεταξύ των εθνικών κοινοτήτων) και για τον ελληνικό εφοπλισμό, που είναι πρώτος παγκοσμίως.

2. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις είναι εξόχως αποκαλυπτικές του λάθους δρόμου που επέλεξε η Τρόικα για την αντιμετώπιση τους ελληνικού προβλήματος. Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι αποτελεί λάθος επιλογή η εξομοίωση της λεγόμενης "εσωτερικής υποτίμησης" με την υποτίμηση εθνικού νομίσματος, ακόμη και αν παρακάμψουμε προς στιγμήν το σκοπούμενο, την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των αγορών. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, βελτιώνει, υπό προϋποθέσεις, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Με την "εσωτερική υποτίμηση", σημειώνεται μια βίαιη αποδομητική παρέμβαση στην ίδια την παραγωγική βάση της οικονομίας, με προσημείωση τη συρρίκνωση της κατανάλωσης και του κράτους πρόνοιας.
Στην ελληνική περίπτωση, επελέγη η "εσωτερική υποτίμηση" για να αντιμετωπισθεί, όπως ειπώθηκε, η κρίση χρέους. Έτσι, όμως, το κατέστησε μη διαχειρίσιμο και επέβαλε αναπόφευκτα το "κούρεμά" του. Η "εσωτερική υποτίμηση" επέφερε ένα καίριο πλήγμα στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και, ουσιαστικά, τη χρεωκοπία της χώρας. Να υποθέσουμε άραγε ότι, μόνο με την "κινεζοποίησή" της, η ελληνική κοινωνία θα πάψει να ζει πάνω από τις δυνατότητές της; Από την άλλη, δεν εξηγήθηκε ακόμη από τους ιθύνοντες γιατί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ ήταν μη διαχειρίσιμο στην αρχή της κρίσης και θα γίνει διαχειρίσιμο στο ποσοστό αυτό το 2020, μετά δηλαδή την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι στην πρώτη περίπτωση οι δανειστές δεν θα είχαν υποστεί το γνωστό "κούρεμα".
Υποστηρίζεται, περαιτέρω, ότι με την αποσάθρωση της οικονομίας και την βίαιη φτωχοποίηση της κοινωνίας θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, αφού η απαξίωση της αγοράς εργασίας, του ιδιωτικού και του δημοσίου πλούτου θα εγείρει το ενδιαφέρον των επενδυτών και θα επανεκκινήσει η οικονομία. Ανεξαρτήτως του πώς αξιολογεί κανείς την επιλογή αυτή, συνομολογείται ότι το επιχείρημα ότι οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους ήταν ψευδές. Αποτέλεσε το πρόσχημα για τον πραγματικό σκοπό του μνημονίου, που προφανώς δεν είναι η αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, του χρέους, αλλά η χρησιμοποίηση της χώρας ως "πειραματόζωου" για την προώθηση της νέας ευρωπαϊκής τάξης. Διαφορετικά δεν θα προσέφευγε η τρόικα στο "κούρεμά" του. Οπωσδήποτε, η επιλογή αυτή παραπέμπει στο δόγμα των αγορών ότι το συμφέρον τους υπερισχύει του συμφέροντος των κοινωνιών ή, στην καλύτερη περίπτωση, ότι το συμφέρον της κοινωνίας ταυτίζεται εξορισμού με το συμφέρον των αγορών..
Τη ζήτημα, ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση, έγκειται στο ότι παρακάμπτεται, με τον τρόπο αυτό, η πολιτική διάσταση της κρίσης. Όντως, η ελληνική κρίση έχει ως πρωτογενή αιτία την κομματοκρατική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος και τη λεηλατική ιδιοποίηση του κράτους. Παρέλκει του παρόντος η εξήγηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Αρκεί απλώς να υποσημειώσουμε ότι, παρόλα όσα λέγονται, το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει το δημοκρατικό έλλειμμα της νεοτερικότητας και όχι την πολιτική υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, το μνημόνιο, στο πλαίσιο αυτό, από πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, μετατράπηκε σε πρόσθετη ουσιώδη αιτία του ελληνικού αδιεξόδου. Μάλιστα, στο μέτρο που επέλεξε να μετακυλήσει μονοσήμαντα το βάρος των επιλογών του στην κοινωνία, αφήνοντας ανέγγιχτο το κράτος, η τελευταία θα συναγάγει ότι η ελληνική πολιτική τάξη χρησιμοποιείται ως "όχημα" για την εγκαθίδρυση στη χώρα της δικής της δεσποτείας, πλάι σ'εκείνη της ελληνικής κομματοκρατίας. Η τρόικα, έχοντας ταυτίσει την ελληνική κοινωνία με το κράτος, έχασε το συγκριτικό πλεονέκτημα της νομιμοποίησής της. Δεν είναι τυχαίο ότι η τρόικα, ενώ ασχολείται επίμονα, ακόμη και με την φορολόγηση των ανέργων, δεν άγγιξε στο ελάχιστο τα προνόμια της πολιτικής τάξης, τα θεμέλια του δυναστικού κράτους και, κατ'επέκταση, την φοροδιαφυγή.
Δεν συνεκτιμά, ενδεχομένως, ότι η πολιτική της, που συνδυάζει τη βίαιη εξαθλίωση της κοινωνίας, την κατάλυση του κράτους δικαίου και πρόνοιας, με την εθνική ταπείνωση, θα μπορούσε να οδηγήσει στη συσσώρευση ενός εκρηκτικού μίγματος, το οποίο θα ήταν ικανό να ακυρώσει το εγχείρημά της. Ίσως αγνοεί μια σημαίνουσα παράμετρο της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την "ικανότητά" της να διαχέει το πρόβλημά της στην "αυλή" των καταπατητών της ελευθερίας της. "Ικανότητα", η οποία απορρέει από τον υψηλό δείκτη πολιτικής ανάπτυξης και εθνικού φρονήματος, που τη διακρίνει. Από την άποψη αυτή, εάν το εγχείρημα επιτύχει στην Ελλάδα, δεν θα συναντήσει άλλα εμπόδια, εάν όμως αποτύχει ή διαχυθεί το διακύβευμά της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, είναι πιθανόν να προκαλέσει ασύμμετρες αλυσιδωτές συνέπειες στην πολιτική Ευρώπη, αλλά και πέραν αυτής. Διότι το διακύβευμα αυτό, ως προς την ουσία του, ξεπερνά καταφανώς το ελληνικό έδαφος.

3. Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμώ ότι απαιτείται, πριν είναι πολύ αργά, ένας ριζικός αναπροσανατολισμός των κατευθύνσεων του μνημονίου. Να γίνει αντιληπτό ότι δεν ήταν το υψηλό κόστος εργασίας που δημιούργησε την κρίση χρέους ή που εμποδίζει την ανάπτυξη, ούτε μπορεί να αποδοθεί στην ελληνική οικονομία ενγένει η αιτία της κρίσης. Ακόμη και αν, σήμερα, η ελληνική κοινωνία προσφέρει δωρεάν την εργασία της ουδείς θα προσέλθει να επενδύσει στη χώρα. Για να επανέλθει η ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία δεν αρκεί ένα νέο "σχέδιο Μάρσαλ". Απαιτείται η εκ βάθρων, τώρα και όχι αύριο, ανασύνταξη του κράτους. Αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση και, ουσιωδώς, στη νομοθεσία.
Δεν είναι του παρόντος να απαριθμήσω τα μέτρα που απαιτούνται για την ανασύνταξη αυτή. Μπορώ όμως να διαβεβαιώσω ότι είναι τόσο σαθρό και απονομιμοποιημένο το όλο σύστημα, που εάν αφεθεί από την τρόικα θα καταρρεύσει την ίδια στιγμή. Τούτο σημαίνει ότι η αναμόρφωσή του μπορεί και πρέπει να συμβεί σε ελάχιστο χρόνο, αρκεί να υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση αυτών που έχουν τη δύναμη και στηρίζουν το καθεστώς. Προϋποτίθεται όμως η βαθιά γνώση του προβλήματος, ώστε η μεταρρύθμιση να λάβει την πρέπουσα κατεύθυνση και ιδίως να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα.
Αναφέρω συνοπτικά τις γενικές κατευθύνσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος: Να καταλυθεί η θεσμική βάση της κομματοκρατίας και να ληφθούν μέτρα ώστε να ανασυνδεθεί το πολιτικό προσωπικό με την κοινωνική συλλογικότητα. Η δημόσια διοίκηση να ανασυγκροτηθεί με γνώμονα τη κοινωνική αποτελεσματικότητα, με ό,τι αυτή συνεπάγεται στο πεδίο της δομής της, της προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου και του εννόμου συμφέροντος του πολίτη. Το πρόβλημα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης δεν είναι η ποιότητα του προσωπικού της, που είναι υψηλή, αλλά η ιδιοποίησή της. Όχι τόσο το μέγεθος του κράτους όσο η λεηλατική του λειτουργία. Τα ανωτέρω συνεπάγονται, πρωταρχικά, την ολοκληρωτική αναμόρφωση της νομοθεσίας. Η ιδιοποίηση του κράτους, η διαπλοκή και η διαφθορά, η πελατειακή βάση των δημοσίων πολιτικών και η δυναστική λογική του πολιτικού προσωπικού, εδράζονται σε ένα περίτεχνο νομικό οπλοστάσιο, που κρατά όμηρο την κοινωνία και την εξαναγκάζει να λειτουργεί με τις προδιαγραφές του.
Τα ανωτέρω, εγείρουν το ερώτημα κατά πόσον οι επιλογές του μνημονίου δεν αποκαλύπτουν το σημείο της συνάντησης της ελληνικής πολιτικής τάξης και της τρόικας. Η μεν πρώτη, διατηρεί το καθεστώς της -το κράτος και τους νομείς του- ανέπαφο. Η δε δεύτερη, βρίσκει στην ελληνική πολιτική τάξη τον πρόθυμο σύμμαχο, προκειμένου να διεκπεραιώσει ανέξοδα τις επιλογές της, δηλαδή την αρχή του συμφέροντος των αγορών στο εσωτερικό της ευρωζώνης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική τάξη στο σύνολό της, επωφελούμενη από τις επιλογές της τρόικας, δεν άγγιξε μέχρι σήμερα, ούτε κατά μικρόν, τους πυλώνες του καθεστώτος της: τον κομματοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, το διοικητικό κράτος και τη νομοθεσία. Τυπικό παράδειγμα οι σκανδαλώδεις απολαβές του πολιτικού προσωπικού και, υπό το πρίσμα αυτό, η κραιπαλώδης διαχείριση των οικονομικών του κράτους και, οπωσδήποτε, το ζήτημα της φοροδιαφυγής. Η τελευταία, επειδή περιβαλλόταν με την υψηλή προστασία των φορέων της κομματοκρατίας, γινόταν εμφανώς, χωρίς προφυλάξεις, μέσω του τραπεζικού συστήματος κλπ. Θα αρκούσε να συγκρίνει κανείς την κίνηση των λογαριασμών ενός εκάστου, με τις φορολογικές του δηλώσεις. Το αποτέλεσμα του έργου αυτού θα ήταν εξόχως εντυπωσιακό.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι περιττεύει η επαναφορά του ερωτήματος ως προς το τι εμπόδισε μέχρι σήμερα την τρόικα να προσεγγίσει το ελληνικό πρόβλημα υπό το πρίσμα της πρωτογενούς αιτίας της κρίσης. Πολλώ μάλλον αφού το κομματικό σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη, πέραν του περιδεούς και παρασιτικού τους χαρακτήρα, είναι όμηροι ιδίως της γερμανικής κυβέρνησης, που κατέχει όλα τα τεκμήρια της διαφθοράς τους, μέσω των γερμανικών επιχειρήσεων, με τις οποίες ύφαναν ευρέως τις σχέσεις διαπλοκής στη χώρα. Θα επαναλάβω απλώς την επισήμανση ότι το δίλημμα "μνημόνιο ή χρεωκοπία" είναι ψευδές καθώς παρακάμπτει την πρωτογενή αιτία της κρίσης και τον αποδέκτη του "λογαριασμού". Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση, το όποιο εγχείρημα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, προϋποθέτει τον ολικό αναπροσανατολισμό του μνημονίου: από την βίαιη "κινεζοποίηση" της κοινωνίας και την αποδόμηση του οικονομικού ιστού της χώρας, στην απελευθέρωση της δυναμικής τους από τις ολιγαρχικές συμμορίες. Απελευθέρωση, η οποία θα επέλθει μόνο με την εκ βάθρων ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος, του κράτους και της νομοθεσίας. Διαφορετικά, φοβάμαι ότι θα χρειασθούν πολλά ακόμη μνημόνια έως ότου επιτευχθεί η "τελική λύση". Έως τότε, το δίλημμα που θα επανέρχεται δεν θα είναι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ -υποθέτω ότι οι γεωστρατηγικές συνθήκες είναι απαγορευτικές γι'αυτό-, αλλά ο χρόνος, που με τη συνενοχή των κρατούντων της πολιτικής Ευρώπης, η ελληνική κρίση θα πυροδοτήσει την κοινωνική και την οικονομική σταθερότητά της Ε.Ε. Από την λύση που θα δοθεί στο ελληνικό πρόβλημα, από την επανεξέταση ή μη των κατευθύνσεων του ελληνικού μνημονίου θα μπορούσε να κριθεί αν θα επιλεγεί η λύση μιας ισόρροπης συμπολιτειακής Ευρώπης ή μια Γερμανική Ευρώπη. Μια Ευρώπη που θα πολιτεύεται υπέρ του συμφέροντος των κοινωνιών της ή εκείνου των αγορών.
1/3/2012

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Στη λεηλασία της κοινωνίας συναντώνται η κομματοκρατία και η τρόικα



Πηγη: LoMak

Ο καθηγητής Γ.Κοντογιώργης στον Αντέννα (9/3/2012).
Χρειάζεται ο ριζικός αναπροσανατολισμός του "μνημονίου". Να στοχεύσει την αιτία του ελληνικού αδιεξόδου, δηλαδή την αποδόμηση της κομματοκρατίας, την ανασυγκρότηση του δυναστικού κράτους και την κατάργηση της νομοθεσίας που θεσμοθετεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Να εξαναγκασθεί το πολιτικό προσωπικό να λειτουργεί με πρόσημο την κοινωνική συλλογικότητα, με όρους κοινού συμφέροντος, αντί να πολιτεύεται ως ολιγαρχική συμμορία.
Publié par George Contogeorgis

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος.

Ο Γ.Κοντογιώργης στον Σκάι, 3/3/2012





Πηγή: LoMak

Στο πλαίσιο της εκπομπής "Καλημέρα ΣΚΑΪ", στις 3.3.2012, ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης μίλησε για το ελληνικό πρόβλημα, με αφορμή το νέο του βιβλίο "Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος", Εκδόσεις Πατάκη, 2012.



Πηγή: LoMak

Στο πλαίσιο της εκπομπής "Καλημέρα ΣΚΑΪ", στις 3.3.2012, ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης μίλησε για το ελληνικό πρόβλημα, με αφορμή το νέο του βιβλίο "Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος", Εκδόσεις Πατάκη, 2012.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ. Τού Χρήστου Μήλιου


Από τό "Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης"






Μετά την αναδίπλωση το νέο τοπίο

Το έργο που παίχθηκε σε τρείς πράξεις το φθινόπωρο, μετά την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου (με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπανδρέου) ήταν τελικά ατελές. Είχε και συνέχεια που βρίσκεται σε εξέλιξη (παραιτήσεις, αποσχίσεις, διασπάσεις, μετακινήσεις). Οι νέες αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα προκύπτουν ευθέως μέσα από το κλίμα που υπήρξε τόσο μέσα στα κόμματα όσο και στην κοινωνία απέναντι στους όρους της νέας δανειακής σύμβασης δηλ. το νέο μνημόνιο.
Ας δούμε πρόχειρα μερικές του πλευρές.

Το γενικό πολιτικό κλίμα αφορά δύο πράγματα:
α) Την ανάπτυξη μιας γενικής αντι-μνημονιακής φιλολογίας από όλα ανεξαίρετα τα κόμματα και τα μέσα (τηλεόραση, τύπος, ραδιόφωνα). Ακόμα και οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφώνησαν να μην αλλάξει τίποτα σε μισθούς και συντάξεις (με πρώτο τον ΣΕΒ) επιδεικνύοντας την δική τους αντίσταση στο μνημόνιο. Η θεωρία ότι το μισθολογικό κόστος δεν επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας έγινε ομόφωνα θέση εθνική. Η Ελληνική κοινωνία κατέληξε, επίσης ομόφωνα, ότι δεν θα δεχθεί να γίνει ούτε Ινδία ούτε Βουλγαρία.
Με αυτά και με άλλα δύο μήνες τώρα αυτο-διαλεγόμαστε μακράν των όσων μας έχουν τεθεί από καιρό, αρνούμενοι οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο. Άλλωστε όλα τα προτεινόμενα μέτρα οδηγούν στην ύφεση (άλλη κι αυτή εθνική θεωρία). Όπως επίσης δεν συμβάλουν (άλλη διατύπωση αυτή, περισσότερο κομματική) στην έξοδο από την κρίση και στην ανάπτυξη. Ακόμα υπάρχει και η βεβαιωμένη αποτυχία του πρώτου μνημόνιου που προδικάζει και την τύχη του δεύτερου (άρα για πιο λόγο να το δεχθούμε). Τέλος, παρ’ όλα αυτά θα το δεχόμασταν αν βλέπαμε φώς στο τούνελ.

Μοιάζει με θεατρικό μονόλογο. Μόνο που δεν τον εκφέρει ένα άτομο αλλά μια ολόκληρη κοινωνία, που αυτό-διαλέγεται με τον εαυτό της, πεισμένη για την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και για το δίκιο της. Όλο το πλαίσιο των επιχειρημάτων αντικατοπτρίζει τον τρόπο σκέψης, την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική συνείδηση στη σημερινή Ελλάδα.
Με όλα αυτά θα έλεγε κανείς πως η Ελληνική κοινωνία είναι αποφασισμένη να απορρίψει το νέο μνημόνιο, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Κι όμως, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο. Διακατέχεται από φόβους και ανασφάλειες. Η αντι-μνημονιακή της στάση δεν φθάνει μέχρι την απόρριψη και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει έξοδο από το Ευρώ (κάτι που η αριστερά αδυνατεί -και δεν θέλει- να καταλάβει). Μπορεί κατά περιόδους να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κλίμα πάει να αναστραφεί (όπως σήμερα) αλλά… «με το φώς των λύκων» επανέρχεται. Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μετατρέπεται σε αντι-ευρωπαϊσμό παρ’ όλη την διαρκή αύξηση της δυσαρέσκειας. Αυτό δεν προκύπτει από καμιά σταθερή προσήλωση της Ελληνικής κοινωνίας στην ιδέα της Ευρώπης (που δεν υπάρχει), αλλά καθαρά μέσα από τις αβεβαιότητες και τους φόβους που γεννά η κρίση (βλέπε σχετικά στα κείμενα «οι Ευρώπη και εμείς»).
Η Ελληνική κοινωνία περνάει μια μεταβατική φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικές συμπεριφορές που στο σύνολό τους δίνουν την εικόνα μιάς κοινωνίας που παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο χθές και το σήμερα. Ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να υπερασπιστεί και σε αυτά που πρέπει να θυσιάσει. Άτολμη και αναποφάσιστη. Σε απόλυτη σύγχυση για το τι της συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει.
Κάποια ακραία φαινόμενα βίας κατά καιρούς στο κέντρο της Αθήνας δεν αλλάζουν αυτή την εικόνα.

β) Το δεύτερο χαρακτηριστικό, των ημερών που περνάμε, αφορά την όλη συμπεριφορά των κομμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται χωρίς πολιτική άποψη. Αυτό είναι πλέον κάτι συνηθισμένο. Αυτή τη φορά προχώρησαν λίγο πιό πέρα.. Υιοθέτησαν καθαρά τις μεθόδους και πρακτικές των συνδικάτων. Απομονώσανε 3-4 προβλήματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και
τα παρουσίασαν σαν πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Ακολούθησαν οι γνωστές μεγαλόσχημες διακηρύξεις για κόκκινες γραμμές, αδιαπραγμάτευτες θέσεις κλπ. και ξεκίνησε η διαδικασία της μακράς διαβούλευσης με την Τρόικα.
Το τέλος αυτής της ιστορίας είναι γνωστό. Ολική επαναφορά με ταπεινωτικούς όρους, για άλλη μια φορά, για το πολιτικό σύστημα και πολιτική ακύρωση ενός μέρους του πολιτικού προσωπικού (που δεν περιορίζεται μόνο στους 41 βουλευτές).
Η σημερινή αναδίπλωση από κάθε άποψη ήταν προδιαγραμμένη. Τα κόμματα της κυβέρνησης υιοθετώντας μια συνδικαλιστική πλατφόρμα, όρισαν και τον χαρακτήρα και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Κανένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα δεν μπορεί να εγείρει κανείς πάνω σε ένα αίτημα…… μικρότερης περικοπής των επικουρικών συντάξεων. Θα ήταν αστείο.
Αποτέλεσμα αυτής της στάσης των ηγεσιών των κομμάτων ήταν να υποβαθμιστεί η συζήτηση για το μνημόνιο. Κι όταν υποβαθμίζεις τέτοια θέματα κρίσιμα αφήνεις περιθώριο για κάθε μορφής διαφοροποιήσεις. Κι άντε μετά να απευθύνεις διαγγέλματα, να βγάζεις πατριωτικούς λόγους στις κοινοβουλευτικές ομάδες και να θέτεις ζητήματα κομματικής πειθαρχίας προκειμένου να συνεφέρεις μια κατάσταση, που δυστυχώς από μόνη της δεν διαθέτει καμιά συνείδηση των κρίσιμων περιστάσεων.

Κεντρικό πρόσωπο των τελευταίων εξελίξεων ο Α. Σαμαράς που εξέπληξε με τον τρόπο που αναθεώρησε τη στάση του ενώ σημαντικότερο περιστατικό αποτελούν σίγουρα οι διαγραφές των 41 βουλευτών. Τα δύο αυτά γεγονότα ξεπερνούν κατά πολύ τις καθιερωμένες πραχτικές του Ελληνικού κοινοβουλίου ενώ εισάγουν έναν νέο διαχωρισμό. Στην βουλή διαμορφώνονται δύο πτέρυγες η μνημονιακή και η αντιμνημονιακή. Η διάταξη αλλάζει. Ο προηγούμενος διαχωρισμός σε κόμματα συνεχίζει να υπάρχει αλλά σημασία αποκτά πλέον η διπολική τους διάταξη.
Στον αντιμνημονιακό πόλο έχουν προστεθεί δυνάμεις με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανομοιογένειά του και να αποδυναμωθεί το μονοπώλιο της αριστεράς ενώ στον άλλο πόλο του …. «μνημονίου» έχει αναπτυχθεί η πολιτική ενότητα κι η ομοιογένεια (έχουν ξεκαθαρίσει προς το παρόν τα πράγματα) και παρ όλες τις απώλειες διαθέτει έναν αριθμό ασφαλείας που ανέρχεται στα 2/3 της βουλής.
Η αλλαγή αυτή στην πολιτική γεωγραφία της βουλής, μαζί με την σύσταση της κυβέρνησης Παπαδήμου αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις, σε μικρό χρονικό διάστημα, που οπωσδήποτε αποτελούν μέρος μιάς συντελούμενης, με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος. Η εμμονή στη διασφάλιση των πολιτικών προϋποθέσεων για την συνέχιση της Ευρωπαϊκής δανειοδότησης, οδηγεί μέχρι στιγμής σε σοβαρές αλλαγές του πολιτικού σκηνικού. Στην ουσία οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους και υπάγονται ολοένα περισσότερο στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής ελίτ.
Η εξέλιξη αυτή είναι αναμενόμενη στις σημερινές συνθήκες όπου η κύρια τάση είναι η μετατόπιση της πολιτικής προς τα υπερεθνικά κέντρα ισχύος και η αντίστοιχη υποβάθμιση κάθε εθνικής πολιτικής ζωής. Το μέλλον λοιπόν των εθνικών πολιτικών συστημάτων βρίσκεται αναγκαστικά σε τέτοιου είδους αναμορφώσεις που συνεπάγονται την μετατροπή τους σε ιμάντες μεταβίβασης της υπερεθνικής εξουσίας. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία σήμερα δοκιμάζονται λύσεις, με την συμβολή τεχνοκρατών, που υλοποιούν το γράμμα και το πνεύμα αυτής της πολιτικής προοπτικής. Και έπεται συνέχεια. (περισσότερα στο κείμενο: «Τα Εθνικά αδιέξοδα και η επιζητούμενη στις μέρες μας οικουμενικότητα της πολιτικής»).

Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση
Και η μετάθεση των ευθυνών

Η πολιτική ουσία του νέου μνημόνιου που συζητάμε είναι το πρόβλημα της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρώτο είναι ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα με πολλές πτυχές και παραμέτρους. Δεν είναι απλά ένα πρόβλημα εισοδήματος. Αφορά την υποτίμηση του γενικού βιοτικού επίπεδου της Ελληνικής κοινωνίας και περιλαμβάνει από μειώσεις μισθολογικές μέχρι υποτίμηση όλων των κοινωνικών υπηρεσιών, των βασικών όρων διαβίωσης, της εκπαίδευσης της υγείας, της ψυχαγωγίας της διατροφής κλπ. κλπ.
Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει η εσωτερική υποτίμηση είναι αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να παραμένουμε στο Ευρώ χωρίς εσωτερική υποτίμηση. Η Ευρωζώνη είναι αδύνατον να επωμισθεί το βάρος της συντήρησης του σημερινού βιοτικού επίπεδου της Ελλάδας. Το βιοτικό αυτό επίπεδο διαμορφώθηκε, την προηγούμενη περίοδο, μέσω δανείων από την διεθνή χρηματαγορά που διεύρυναν την κατανάλωση. Το ΑΕΠ, η λεγόμενη ανάπτυξη, μετριούνται πάντα με βάση την κατανάλωση (αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει αύξηση της κατανάλωσης).
Η σημερινή κρίση, στην οποία έχουμε περιέλθει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακοπή του κύκλου της ανάπτυξης μέσω δανείων από την διεθνή τραπεζική αγορά. Οι ιδιωτικές τράπεζες σταμάτησαν να μας δανείζουν ή πιο σωστά μας δανείζουν πλέον μόνο με απαγορευτικά επιτόκια. Αυτό δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και άλλες χώρες. Είναι μια κρίση Ευρωπαϊκή που είναι ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση χρηματοπιστωτική. Κρίση των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης και των Ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 (αρκετά δηλ. πρόσφατα) τα κράτη δανείζονταν μόνο από άλλα κράτη. Ο δανεισμός ενός κράτους από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων τριάντα πέντε ετών. Τα δάνεια προς τα κράτη αποτελούν για τις τράπεζες, κατά την τραπεζική ορολογία, ένα σύγχρονο προϊόν. Η πώληση αυτού του προϊόντος βασίσθηκε στην εκτίμηση ότι τα δάνεια προς τα κράτη είναι λιγότερο επισφαλή από τα δάνεια προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και κύρια στο γεγονός ότι τα κράτη συγκεντρώνουν πολύ μικρότερες πιθανότητες για πτώχευση σε σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά στην πράξη καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις πτωχεύουν ενώ κανένα κράτος, προς το παρόν ακόμα, δεν έχει πτωχεύσει -επίσημα- στο χώρο της Ευρώπης. (Ας το κρατήσουμε αυτό). Ο υπερδανεισμός της Ελλάδας, να προσθέσουμε, έγινε και για τον επί πλέον λόγο ότι αυτή ανήκε στον πυρήνα της Ευρωζώνης, έχαιρε δηλ επί πλέον ασφάλειας από άλλα κράτη της Ε.Ε.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη σήμερα είναι επόμενο να οδηγεί σιγά - σιγά στην αναθεώρηση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών απέναντι στα κράτη. Η πιστωτική επέκταση αυτής της μορφής έχει προς το παρόν ανακοπεί. Και είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι μπορεί να επανέλθει με τους παλιούς όρους. Το πιο πιθανόν είναι ότι η ροή των πιστώσεων στο μέλλον, από τις τράπεζες προς τα κράτη, θα είναι και πιο ελεγχόμενη και πιο περιορισμένη. Και δεν ξέρουμε πώς θα αποτιμάτε η λεγόμενη «αξιοπιστία»των κρατών. Από αυτή την άποψη και η Ελληνική πλευρά πρέπει να αρχίσει να σκέπτεται με εντελώς άλλο τρόπο την μελλοντική της επιστροφή στις αγορές και πιο συγκεκριμένα την ίδια την ανάπτυξη. Αυτή δεν πρόκειται να γίνει ξανά με βάση την παλιά συνταγή δηλ. μέσω δανείων από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει τουλάχιστον στη προηγούμενη διάστασή της.

Ο παλιός τώρα τρόπος δανεισμού από άλλα κράτη δεν γνωρίζουμε πόσο παραμένει, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, εφικτός και τι προοπτικές έχει. Πάντως παλαιότερα συνεπάγονταν, σχεδόν πάντα, ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις με το κράτος –δανειστή και οι όροι των δανείων ήταν κατά κανόνα επαχθέστεροι. Αυτό όμως συνιστά ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θέλει ειδική εξέταση. Αλλά όπως και νάχει το πράγμα η επιλογή αυτή δεν αποτελεί καμιά εύκολη εναλλακτική λύση όπως θέλει να την παρουσιάζει η αριστερά όταν αναφέρεται σε Ρωσία, Κίνα κλπ.
Σήμερα η Ελλάδα, όντας έξω από τις αγορές, επιβιώνει μέσω δανειακών συμβάσεων με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση που δεν πρόκειται να ισχύσει επί μακρόν. Δεν μπορεί δηλ. η Ευρώπη να επωμισθεί σταθερά και σε βάθος χρόνου την στήριξη της Ελλάδας με δάνεια. Πέραν των άλλων είναι αντίθετες, σε αυτό, και οι ίδιες οι κοινωνίες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Για την χώρα μας λοιπόν υπάρχει ένα πρόβλημα μελλοντικής χρηματοδότησης. Από πού δηλ. αυτή θα προέλθει και τι θα αφορά. Ήδη στην Ευρώπη το κλίμα σταδιακά αλλάζει. Μια τρίτη δανειακή σύμβαση φαίνεται πολύ δύσκολο να μπορεί να υπάρξει (μετά το 2014). Κι αν υπάρξει θα είναι πολύ περιορισμένη. Και τέλος πάντων το μόνο που φαίνονται διατεθειμένοι να αναλάβουν, αν το αναλάβουν, οι Ευρωπαίοι είναι μέρος των δανειακών μας υποχρεώσεων (μέσω πιθανής νέας δανειακής σύμβασης). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση παραμένει ανοιχτό ένα πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν μπορεί η Ελληνική οικονομία, σε συνθήκες ύφεσης, να επιβιώνει με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, πολύ περισσότερο με πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό θα οδηγήσει σε εσωτερικές στάσεις πληρωμών, σε δραματική συρρίκνωση της οικονομίας, σε βίαιη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Τα περιθώρια λοιπόν στενεύουν. Ποια μπορεί νάναι η διέξοδος ;

Οι συζητήσεις μέχρι στιγμής ελάχιστα διαφωτίζουν το ζήτημα. Το πολιτικό σύστημα αναλώνεται αποσπασματικά σε διενέξεις για κάποια μέτρα και αγωνιά για το δικό του μέλλον. Οι οικονομολόγοι περιφέρουν τις ελλιπείς και μονομερείς γνώσεις τους στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το φιλο-λαϊκό τους προφίλ (όσο και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας) και η Αριστερά καταθέτει τον αναχρονισμό της, την ολική επιστροφή στα παλιά (στον αντι-ευρωπαϊσμό του ‘75, τα ανεξαρτησιακά προτάγματα, τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών κι όχι μόνο, τη δραχμή κλπ. κλπ.). Κι ακόμα χωρίς νάχει καμιά πολιτική ανάπτυξη η ίδια (ίσα- ίσα το αντίθετο) και χωρίς να υπάρχει κανένα ανεπτυγμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα θέτει και ζητήματα εξουσίας με βάση τις… σφυγμομετρήσεις.
Το πολιτικό κενό αφορά απουσία πολιτικών και πολιτικών διαδικασιών. Απουσία στρατηγικών αναζητήσεων. Ούτε οι δανειακές συμβάσεις ούτε τα μνημόνια απαντούν σε αυτό το θέμα ούτε βέβαια και τα μέτωπα εναντίων αυτών. Το θέμα της οικονομικής χρηματοδότησης σήμερα ταυτίζεται με το πρόβλημα της μελλοντικής οικονομικής μας επιβίωσης. Είναι πέρα από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που κινούνται σε έναν ορίζοντα πρόσκαιρης διάσωσης. Μετά την δεύτερη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο plus τι θα γίνει;

Οι διεθνής αγορές μπορεί να κλείσανε για την Ελλάδα, οι δανειακές όμως ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο υπήρχαν την εποχή που δανείζονταν η χώρα μας ελεύθερα από τις αγορές. Οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας ορίζονται από το βιοτικό της επίπεδο που είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί. Αυτό το βιοτικό επίπεδο, κατά τους νέους δανειστές μας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, πρέπει να μειωθεί. Γιατί έτσι θα μειωθούν και οι δανειακές μας ανάγκες που την κάλυψή τους έχουν αναλάβει προσωρινά αυτοί. Τίποτα πιο λογικό κι αναμενόμενο απ’ τη μεριά τους.

Η εσωτερική υποτίμηση είναι το πρώτο που πρέπει να λύσουμε σαν κοινωνία. Τα αναπτυξιακά έπονται. Πριν την ανάπτυξη υπάρχει πάντα η σταθεροποίηση. Εμείς είμαστε μακράν και αυτής. Η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανακόψει την καθοδική της πορεία. Να ισορροπήσει σε ένα οπωσδήποτε χαμηλότερο επίπεδο. Να σταθεροποιηθεί σε αυτό και μετά να επιδιώξει την ανάκαμψη. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις, οι επενδύσεις προϋποθέτουν είτε εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίων (από πού άραγε;), είτε προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (με τι συγκριτικά πλεονεκτήματα;) είτε σύναψη νέων δανείων (από ποιες αγορές;). Όλα αυτά συνιστούν οικονομικές προκλήσεις των ημερών.
Το μοντέλο της πλασματικής ευμάρειας, που υπερασπιζόμαστε ακόμα, έχει λάβει τέλος. Καιρός να συγχρονιστούμε με τα νέα δεδομένα. Το μοντέλο αυτό ήταν προϊόν μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Ελληνική κοινωνία οφείλει να αναπροσαρμοστεί όσο οδυνηρό και αν είναι κάτι τέτοιο, όσα ανθρώπινα δράματα κι αν προκαλεί.

Το αναπόφευκτο, ως γνωστόν, δεν το επιλέγεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το αποτρέψεις. Είσαι υποχρεωμένος να το υποστείς. Η εσωτερική υποτίμηση θα γίνει είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη (με απ’ ευθείας περικοπές εισοδημάτων αλλά και δαπανών σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς) είτε βγούμε έξω από αυτήν (με υποτίμηση της δραχμής). Διαφορές υπάρχουν αλλά η ουσία είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις η υποτίμηση θα είναι σημαντική. Η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το σημερινό που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επίπεδο Ινδίας ή Βουλγαρίας ή κάποιας άλλης χώρας, καθώς για να μιλήσουμε γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ακριβή γνώση της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει και τα περιθώρια που έχουμε για ανάπτυξη στο μέλλον.
Οι υποστηρικτές της δραχμής ενώ την επιλέγουν γιατί παρέχει την δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής (δηλ. την δυνατότητα υποτίμησης) δεν αναφέρονται καθόλου στην αναγκαστική πτώση του βιοτικού επίπεδου που θα επιφέρει αυτή.

Όλα τα παραπάνω κάνουν φανερό ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας. Την έλλειψη μιας επεξεργασμένης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης από την μεριά της Ελλάδας.
Αντί να διαπραγματευόμαστε παθητικά κάθε φορά με την Τρόικα, για τα μέτρα λιτότητας που προωθεί, θα μπορούσαμε μόνοι μας να είχαμε σχεδιάσει μια διαδικασία σταδιακής εσωτερικής υποτίμησης. Με προτεραιότητες, επιλεγμένα και αξιολογημένα κόστη, με δίκαιες κοινωνικές κατανομές βαρών. Στη βάση ενός οικονομικού προγράμματος προσαρμογής που θα στηρίζονταν στη διάσωση βασικών καταχτήσεων και στην κατάργηση εκτεταμένων προνομίων, και παρασιτικών λειτουργιών, σε διαρθρωτικές αλλαγές επώδυνες αλλά αναγκαίες και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος που να το περιορίζουν και να το ορθολογικοποιούν.
Όλα αυτά μοιάζουν «με όνειρα θερινής νυχτός», με προτάσεις που κινούνται στον κόσμο της φαντασίας, στο απραγματοποίητο της πολιτικής μας ζωής. Κι έτσι είναι.
Τέτοιου είδους οικονομικό πρόγραμμα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ.
Έτσι όμως η εσωτερική υποτίμηση θα γίνεται με αναγκαστικό, άναρχο και κοινωνικά άδικο τρόπο (μέσω μνημονίων όσο θα υπάρχουν κι αυτά). Και σε αυτή την περίπτωση το αναπόφευκτο δεν μπορεί να μεταφράζεται σε παθητική αποδοχή των μέτρων. Νομοτελειακά τα μέτρα θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις έστω κι αν είναι προδικασμένη η έκβασή τους. Και εκεί αναπτύσσονται ιδεολογικά μέτωπα (αντι-μνημονιακά, αντι-ευρωπαϊκά, αντιδυτικά, αντιγερμανικά) και γίνεται μετάθεση ευθυνών από το πολιτικό σύστημα στην Τρόικα.
Για όλα πλέον φταίει το μνημόνιο και οι Γερμανοί. Οι αρχηγοί των Ελληνικών κομμάτων διαπραγματεύονται σκληρά, βάζουν κόκκινες γραμμές, αντιστέκονται κι υποχωρούν τελικά κάτω από αφόρητες πιέσεις. Καλύτερη από-ενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Για όλα φταίνε οι ξένοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελληνική κοινωνία καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του ξένου παράγοντα. Η ιστορία έχει ρίζες βαθιές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτείται κι αναπαράγεται συνεχώς ο ιστορικός μύθος για το δίκαιο των Ελλήνων, τους εθνικούς κατατρεγμούς, τις ευθύνες των ξένων. Έτσι λειτουργεί η συλλογική αντίληψη, όλο το σύστημα των συλλογικών συμπεριφορών στην Ελλάδα.

Ο δύσκολος δρόμος της αυτογνωσίας

Πολλές λοιπόν και διάφορες οι πολιτικές προκλήσεις των ημερών. Στρατηγικού και ταχτικού χαρακτήρα. Προκλήσεις που εκτείνονται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, που γίνονται ολοένα πιο σκληρά, και φθάνουν μέχρι την αναζήτηση μιάς γενικής διεξόδου. Το θέμα είναι μέσα από πιο πρίσμα αντιμετωπίζονται όλα αυτά.
Όσο η κρίση εξαπλώνεται τόσο το τοπίο στην Ελληνική κοινωνία γίνεται πιο θολό κι αδιευκρίνιστο. Από την μια έχουμε τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται και συνιστούν την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας που όμως δεν έχει ακόμα πάρει το δρόμο της εξωτερίκευσης (κι άρα κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει), και από την άλλη έχουμε την συνέχιση των πρακτικών του παρελθόντος που δημιουργούν την αίσθηση πως παρ’ όλη την τεράστια κρίση που περνάμε πολύ δύσκολα, σε αυτόν τον τόπο, κάτι θα αλλάξει. Από κάθε άποψη πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο όπου το νέο κυοφορείται ενώ το παλιό συνεχίζει να υπάρχει.
Το παλιό δεν αφορά μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Κύρια έχει να κάνει με το διαμορφωμένο επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συνείδησης..
Το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνουμε είναι δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες να τύχη οποιασδήποτε άλλης αντιμετώπισης. Ποιοι όμως είναι οι όροι που μπορούν να διαμορφώσουν σταδιακά μια διαφορετική συνείδηση στην Ελληνική κοινωνία;
Πάνω σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να επικεντρωθούμε.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει αδυναμία να κατανοηθούν οι διεθνείς όροι της Ελληνικής κρίσης, οι καταναγκαστικοί περιορισμοί, οι αδύνατες αυτονομίες, τα ανύπαρκτα περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι υποχρεωτικές προσαρμογές.
Όλη η σχέση με το διεθνές περιβάλλον γίνεται αντιληπτή μέσα από φοβικά σύνδρομα.
Οι ξένοι που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία μας και θέλουν να επιβάλουν μια νέα κατοχή, να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες μας κλπ. κλπ.

Η Ελληνική κοινωνία αδυνατεί να δει τον εαυτό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο με όρους ανταγωνισμού και συνύπαρξης.
Η δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας φανερώνει την έλλειψη, βασικά, ανταγωνιστικού πνεύματος. Η Ελληνική κοινωνία έχει, για χρόνια τώρα, επαναπαυθεί στον καταναλωτισμό της. Δεν την έχει απασχολήσει το μέλλον της στον σύγχρονο κόσμο, δεν τοποθετείται μέσα σε αυτόν ανταγωνιστικά, δεν πάλεψε και δεν διεκδίκησε να καταλάβει κάποια θέση στο νέο υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό. Έμεινε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία.
Η έννοια της συνύπαρξης, από την άλλη, αφορά την ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καμιά κρίση δεν είναι ανεξάρτητη ούτε μπορεί να ανεξαρτοποιηθεί. Η ιδεοληπτική εμμονή στην ύπαρξη εθνικής λύσης στην κρίση, μας γυρίζει πίσω σε ανεξαρτησιακούς αναχρονισμούς και τριτοκοσμικές αναζητήσεις.
Οι σχηματοποιήσεις του τύπου δραχμή ή Ευρώ δεν βοηθούν καθόλου και στην κατανόηση της κρίσης και στην διαχείρισή της. Η κρίση δεν είναι νομισματική (δεν την προκάλεσε το Ευρώ) μπορεί όμως να εξελιχθεί σε τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί και έξω από το Ευρώ με νομισματικά μέσα (υποτίμηση δραχμής - επιτόκια). Η διαχείριση των κρίσεων σήμερα ξεπερνά κατά πολύ την παλιά συνταγή των νομισματικών μέτρων.
Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Ακόμα και για μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα. Το μνημόνιο δεν περιλαμβάνει μόνο περικοπές μισθών, συντάξεων και νέους φόρους. Στην προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει μια σειρά αναπτυξιακά μέτρα (απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, αποδοτικότητα του κράτους, απελευθέρωση ωραρίου κλπ.) για τα οποία δεν έχει γίνει ακόμα πρακτικά τίποτα.

Στην ιστορία των Δημόσιων οικονομικών των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν πολλά να γραφτούν για οικονομικές λογικές και νοοτροπίες που μας οδήγησαν ως εδώ. Αυτές ακριβώς έχουν και την μεγαλύτερη σημασία. Όχι τόσο τα πρόσωπα και τα κόμματα που μας κυβέρνησαν και που δεν ήταν παρά διαχειριστές μιας δεδομένης κοινωνικής συνείδησης και λιγότερο διαμορφωτές της.
Η γνώση του παρελθόντος, η γνώση των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόστηκαν και των ιδεών που υπήρξαν κυρίαρχες είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο ξεπέρασμα των σημερινών αγκυλώσεων. Μέσα από αυτήν μπορούν να ανατραπούν τα στερεότυπα του παρελθόντος και οι φόβοι του μέλλοντος, ότι δηλ. συνιστά τον συντηρητισμό των ημερών μας.
Μόνο μέσα από μια ουσιαστική διαδικασία αυτογνωσίας σαν κοινωνία μπορούμε να ελπίζουμε σε μια οικονομική και πολιτική διέξοδο. Θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε;

ΜΗΛΙΟΣ ΧΡ.