Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
(Εισαγωγή στο δοκίμιο του Κώστα Ζουράρι για τον Μακρυγιάννη με τίτλο: Να την χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένα πασιά! Και υπότιτλο: ώ μέγ’ αναιδές, κυνώπα, κερδαλεόφρον!)
Δεν θα σας μιλήσω για τον Κώστα Ζουράρι ως αγαπητό Φίλο. Ούτε για τον Ζουράρι - τηλεοπτικό προβοκάτορα. Ούτε βέβαια για τον Ζουράρι – Δον Κιχώτη της τρέχουσας πολιτικής. Που τελευταία εξεστράτευσε μαζί με τον Παπαθεμελή εναντίον των πολιτικών μας ανεμομύλων.
Θα σας μιλήσω για τον Ζουράρι επιστήμονα. Γιατί αυτό που πριν απ’ όλα υπολήπτομαι στον Ζουράρι είναι η επιστημοσύνη του. Η ρωμέηκη επιστημοσύνη που την γνώρισα από τα επιστημονικά του συγγράμματα: τη Θεοείδεια παρακατιανή, τα Άθλια Άθλα Θέμεθλα, το Νυν αιωρούμαι και τώρα το δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη.
Πριν έρθω στο επιστημονικό αντικείμενο ας αναφερθώ πρώτα στον τόπο και το χρόνο του θέματος.
Το παρόν είναι ένα βιβλίο για τον Μακρυγιάννη. Τον Μακρυγιάννη που μας τον αποκάλυψε η Γενιά του '30. Όταν η λογοτεχνική και καλλιτεχνική αυτή γενιά έψαχνε για την ταυτότητα του Τόπου της. –Όπως έκανε κι όλος ο κόσμος τον Μεσοπόλεμο, όταν είχε καταρρεύσει η τότε «παγκοσμιοποίηση» και αναζητούσε ο καθένας τις δικές του δυνάμεις για να στηριχτεί. Ή αλλιώς: τότε που ήταν η πρώτη μεγάλη υποστροφή της Νεωτερικότητας από τον μοντέρνο ατομικισμό στον μοντέρνο κολεκτιβισμό.
Όλοι οι εκπρόσωποι αυτής της Γενιάς εξαίρουν το φρόνημα του Μακρυγιάννη και προπαντός την εκπληκτική του γλώσσα. Τη γλώσσα του αγράμματου αυτού Ήρωα του ‘21.
Το λαϊκό και το εθνικό, η παράδοση και η δημιουργία, δεν είχαν ακόμη τότε χωρίσει εντελώς τα τσανάκια τους στα μυαλά των μορφωμένων μας. Δεν ήταν όπως συμβαίνει σήμερα που αυτά τα δίπολα κονταροχτυπιούνται μέσα τους και πάνω από το Τίποτα. Σήμερα που η όποια αναφορά στα κείμενα της Γενιάς του 30, είτε για τον Παπαδιαμάντη είτε για τον Μακρυγιάννη, μοιάζουν ακατανόητη οπισθοδρομική εμμονή.
Αλλά μήπως απλώς συνεχίζει κι ο Ζουράρις στο ρυθμό της Γενιάς του 30; Όχι, αν και πολύ την υπολήπτεται αυτή τη Γενιά.
Κάνει κάτι που ποτέ δεν έκανε η Γενιά του ’30. Ούτε κανείς από τους κατοπινούς υμνωδούς της. Κάνει κάτι άλλο, που το έχουμε μάλιστα πολύ ανάγκη σήμερα, που αιωρούμαστε επικίνδυνα πάνω από το Μηδέν: Μας μιλά για την πολιτική σκέψη του Μακρυγιάννη, όπως αυτή αναδύεται ολοζώντανη στα Απομνημονεύματά του.
Είναι δυνατόν να έχει επιστημονική αξία η πολιτική σκέψη του αγράμματου οπλαρχηγού του ‘21;
Μοιάζει παραδοξολογία, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Μακρυγιάννης βάζει κάτω όλους τους προφεσόρους μας, δικούς και ξένους. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο μάθημα από την ανάλυση του Ζουράρι. Όποιος δεν με πιστεύει ας μελετήσει Μακρυγιάννη με τη βοήθεια του Ζουράρι και θα καταλάβει. Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα.
Το δεύτερο μεγάλο μάθημα από την ανάλυση του Ζουράρι είναι ότι η επιστημονική σκέψη του Μακρυγιάννη συμπίπτει, παραδόξως, με ό,τι βρίσκουμε στην Ιλιάδα και στον Θουκυδίδη.
Δύο τινά μπορούν να εξηγήσουν το παράδοξο:
Ή ότι ο Μακρυγιάννης ήταν ξεσκολισμένος μελετητής του Ομήρου και του Θουκυδίδη, πράγμα βεβαίως αδύνατο, αφού ήταν εντελώς αγράμματος.
Ή τους βύζαξε με το γάλα της μάνας του, στα πλαίσια του τοπικού του Κοινού. Και απλώς επιμαρτυρεί την επιστήμη της κεντρικής παράδοσης του ελληνικού πολιτισμού, της ενσωματωμένης στην κοινοτική κουλτούρα.
Το δεύτερο βέβαια συμβαίνει. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Μας φαίνεται παράδοξο επειδή την αγνοούμε πλέον τη σπουδαία αυτή παράδοση. Όπως αγνοούμε και τον πολιτειακό της φορέα αυτής: τα Κοινά των Ελλήνων. Τα Κοινά που ήταν ζωντανά από το 800 π.Χ. μέχρι το 1833, που τα καταργήσαμε για να επιβιβαστούμε κακήν κακώς στο πολιτισμικό διαστημόπλοιο της Νεωτερικότητας.
Επειδή είναι Κοινός ο Λόγος, λέει ο Ηράκλειτος, ζουν οι μέτοχοί του ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν. Ως πολίτης/οπλίτης/οπλαρχηγός του Κοινού μετέχει στον Λόγο του. Και μεταβάλλεται, ο εντελώς αγράμματος, σε έναν από τους πιο μορφωμένους του καιρού του, κατά τη σημαδιακή διατύπωση του Σεφέρη.
Κάτι παραπάνω: Ο Μακρυγιάννης είναι και ιδιοφυής κατά χάριν (έχει χάρισμα) προβάλλει στην ελληνική ιστορία σαν η τελευταία κορυφή της μακράς πολιτειολογικής οροσειράς, που ξεκινά με τον Όμηρο, κορυφώνεται με τον Θουκυδίδη και διασχίζει το Βυζάντιο, με ψηλότερη εκεί κορφή τον Πατριάρχη Φώτιο.
Το βιβλίο αναλύει τα επιστημολογικά σχήματα του Μακρυγιάννη, κάνοντας συνεχώς φλας μπακ στην Ιλιάδα, στον Θουκυδίδη και στους Έλληνες Πατέρες: στη νηπτική τους διάκριση και στον αντιμανιχαϊσμό τους. Για να μας αφήσει άναυδους μπρος στις απίστευτες εννοιολογικές συμπτώσεις, που πιστοποιούν όχι κάποιο «θαύμα» ή κρυμμένο «μυστικιστικό νήμα», αλλά την πολύπαθη εθνική συνέχεια των Ελλήνων στο επίπεδο της πολιτικής τους παράδοσης (κουλτούρας και σκέψης).
Είπα στην αρχή ότι μας δίνει κάτι που πολύ μας χρειάζεται. Γιατί:
Διότι, άρθρο πρώτο της ιλιαδορωμέηκης επιστήμης: Το πολιτικό πεδίο είναι χαοτικό, ασταθές και ρευστό, γεμάτο αόρατες δίνες -ή «μαύρες τρύπες» επί το νεωτερικότερον. Που άμα πέσεις μέσα δεν ματαφαίνεσαι. Έχουσι γαρ ταραγμόν αι φύσεις βροτών. Άρα: το πρόβλημα είναι εδώ ότι δεν ξέρεις πού πατάς και πού πηγαίνεις. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Διότι, άρθρο δεύτερο της ιλιαδορωμέηκης επιστήμης: πρέπει να γνωρίζεις τα βασικά για τη φύση του πολιτικού πεδίου αν θέλεις να φαίνεσαι και να ματαφαίνεσαι, μέσα σ’ αυτό. Να ξέρεις δηλαδή ποιο είναι το αντικείμενο, τα κίνητρα, η φυσιολογία και η επιστημολογία του πολιτικού πεδίου.
Και έρχομαι σ’ αυτά. Στα βασικά. Σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, τους Πατέρες, τον Θουκυδίδη, τον Όμηρο, τον Ζουράρι, είναι ανυπερθέτως τα ακόλουθα τέσσερα:
Το Αντικείμενο: Περί ελευθερίας ή άλλων αρχής (Θουκυδίδης). Για την ελευθερία ή την εξουσία. Όλα τα άλλα είναι φούμαρα. Ή τουλάχιστο γενναία ψεύδη (Πλάτων, Μακρυγιάννης).
Τα Κίνητρα: Τιμή, δέος, ωφέλεια (φιλοδοξία, φόβος, συμφέρον –οτιδήποτε «υψηλότερο» τούτων είναι εκ προοιμίου ευσεβώς ή ιδιοτελώς ύποπτο).
Η Φυσιολογία: Το συναμφότερον (Το σωστό και το καλό είναι σχετικά: εγώ ο «καλός» και «σωστός» και συ ο όλως «λάθος» και «κακός», είμαστε ένα. Εσύ μετέχεις στο «καλό» μου κι εγώ στο «κακό» σου. Και ανά πάσα στιγμή, με μια στροφή του κύκλιου πολιτικού πεδίου -και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω- έρχομαι εγώ στη θέση σου κι εσύ στη δική μου. Είναι νόμος που δεν χωρά εξαιρέσεις.)
Η Επιστημολογία: Δύο αρχές:
Πολυαιτιοκρατία (ποτέ δεν είναι μία και μόνο η αιτία στα πολιτικά –η περιβόητη αναγωγή στην «τελευταία ανάλυση» είναι μια πελώρια ανοησία).
Λογική απροσδιοριστία (Τα πολιτικά είναι ασαφή. Γι’ αυτό το πιστόν της επιστήμης απαιτεί ακριβή λόγο με κατάλληλα ασαφείς διατυπώσεις. Εξαιρέσεις επί του αβεβαίου και ασαφούς έχουμε μόνο δύο:
- Τον νόμο της αποτροπής: το προαμύνεσθαι. (Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.)
- Τον «νόμο του Παγώνδα»: «πιθανότερος εχθρός ο γείτονας», ο «απέναντι». (Απ’ αυτόν προαμύνεσθαι.))
Θα μείνω στα τέσσερα αυτά «οντολογικά» στοιχεία του πολιτικού πεδίου, παραπέμποντας για τη λεπτομερή τους εξήγηση και για τα παραιτέρω στον Ζουράρι.
Θα κλείσω με τον τίτλο και τον υπότιτλο του βιβλίου:
Ο τίτλος (Να την χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένα πασιά!) μας μιλά για μετάβαση από τον παλιο-οθωμανισμό και τον παλιο-ραγιαδισμό σε έναν πιθανό νεο-οθωμανισμό και νεο-ραγιαδισμό. Και τους ρίχνει προκαταβολικά το χέσιμο που τους χρειάζεται.
Ο ιλιαδικός υπότιτλος (ώ μέγ’ αναιδές, κυνώπα, κερδαλεόφρον!) νομιμοποιεί διαχρονικώς τον ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού πολιτικού πεδίου: τον ασεβή κατά πρόσωπο χλευασμό πάσης εξουσιαστικής Αυθεντίας.
Υστερόγραφο: Είμαστε ωραίοι, δε λέω. Αλλά κατά το συναμφότερον: δηλαδή έχει και το Ιλιαδορωμέηκο τη σκοτεινή του πλευρά. Αν κοιτάμε μόνο τη φωτεινή δεν κάνουμε χωριό. Αν, για παράδειγμα, δεν καταλάβουμε: σε ποια περιοχή του Κοσμοδιαστήματος ταξιδεύουμε σήμερα, γιατί καταντήσαμε κάποτε υποζύγια «της Αγιωτάτης των Οθωμανών Βασιλείας», γιατί νωρίτερα «ο κόσμος ο ελληνικός ο μέγας» είχε γίνει -κατά τη σκληρή διατύπωση του Άρη Ζεπάτου- θερμοκοιτίδα του Ισλάμ, λυπάμαι, αλλά αυτό που φοβόμαστε δεν θα το αποφύγουμε
Αναδημοσίευση από το Αντίφωνο - Ημερομηνία δημοσίευσης: 30-10-09καί τό LoMak's Blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου