Από το "sofokleous10"
Η προσπάθεια καθησυχασμού των αγορών με τη βοήθεια των «τεστ κοπώσεως», οι αμφιβολίες των επενδυτών και ο «πυρήνας» των προβλημάτων του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου
Όπως έχουμε αναφέρει, “τα «τεστ κοπώσεως» των τραπεζών είναι εξτρεμιστικά σενάρια, τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη διαπίστωση ενδεχομένων κινδύνων χρεοκοπίας, εάν μεσολαβήσουν ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες. Στην περίπτωση που ένα τραπεζικό ίδρυμα δεν «περάσει» με επιτυχία τα τεστ, δεν σημαίνει βέβαια ότι κινδυνεύει άμεσα να πτωχεύσει. Εν τούτοις, είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσει κανείς δημόσια στους Πολίτες, οι οποίοι πιθανότατα, σε μία τέτοια περίπτωση, θα καταλαμβάνονταν από πανικό, αποσύροντας μαζικά τα χρήματα τους” (άρθρο μας: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: Τα λάθη της Ευρώπης, η οικονομική θέση συγκεκριμένων κρατών της, τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών, το «τεστ κοπώσεως» των Βρυξελών, η διαφαινόμενη απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης και η αναδιάρθρωση του χρέους 20/6/2010).
Ένας από τους λόγους λοιπόν, για τον οποίο η Ευρώπη υποβάλλει τις 91 μεγαλύτερες τράπεζες της στην παραπάνω «δοκιμασία», είναι η αποφυγή της «πανικοβλημένης» αντίδρασης των καταθετών - η οποία κάθε άλλο παρά έχει πάψει να «ελλοχεύει». Ένας δεύτερος λόγος, ίσως ακόμη σημαντικότερος, είναι ο καθησυχασμός των επενδυτών, των πάσης φύσεως «δανειστών» των τραπεζών δηλαδή, οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί σε ομόλογα ή σε μετοχές του κλάδου. Η επίτευξη αυτού του στόχου θεωρείται εξαιρετικά επείγουσα, επειδή η ΕΕ θέλει να αποφύγει ένα κύμα πτωχεύσεων, το οποίο φαίνεται ότι συνεχίζει να απειλεί το χρηματοπιστωτικό της σύστημα (οι πιθανές επιπτώσεις στις μελλοντικές συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι προφανείς).
Ο κίνδυνος τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάζονται τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων για την κάλυψη των δανειακών αναγκών τους - τόσο για το 2010, όσο και για το 2011. Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας, το σύνολο των υποχρεώσεων όλων των ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων απέναντι στους «δανειστές» τους, οι οποίες λήγουν και οφείλουν να αντικατασταθούν, υπολογίζεται πλέον στα 2,6 τρις € - σε παγκόσμια κλίμακα πλησιάζουν τα 5 τρις €. Επομένως, οι τράπεζες είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις προθέσεις των επενδυτών, να τους προσφέρουν ή μη νέα κεφάλαια.
Το εάν όμως είναι διατεθειμένοι οι «δανειστές» των τραπεζών να «ανανεώσουν» την εμπιστοσύνη τους απέναντι τους, δεν είναι καθόλου βέβαιο. Τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί οι αμφιβολίες μεταξύ των επενδυτών, σε σχέση με τα ρίσκα, τα οποία «κρύβονται» στους Ισολογισμούς των τραπεζών – είτε αυτά είναι μη αποσβεσμένα «τοξικά» χρεόγραφα αμερικανικής προέλευσης (CDO’s κλπ), είτε επισφάλειες, προερχόμενες από επιχειρηματικά ή καταναλωτικά δάνεια, είτε ομόλογα κρατών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία κλπ (η ελληνική τράπεζα με τα περισσότερα ομόλογα του δημοσίου μας, θεωρείται ότι είναι η Πειραιώς).
Σύμφωνα τώρα με τη Morgan Stanley, η «ανοιχτή» αξία των κρατικών ομολόγων των «επικίνδυνων» χωρών (όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία), υπολογίζεται παγκοσμίως στο 1 τρις € - εκ των οποίων το 40% ευρίσκεται στους Ισολογισμούς των γερμανικών τραπεζών (πηγή: MM). Πριν από την ευρωπαϊκή κρίση, οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα πώλησης αυτών των ομολόγων, με στόχο την αύξηση της ρευστότητας τους. Από τότε όμως που πολλά από αυτά τα ομόλογα θεωρούνται επικίνδυνα, η συγκεκριμένη δυνατότητα τους είναι πολύ περιορισμένη.
Έτσι λοιπόν, η βασικότερη φροντίδα των τραπεζών στο άμεσο μέλλον, θα είναι η εύρεση νέων κεφαλαίων – επί πλέον, οι συνθήκες απόκτησης τους (επιτόκιο κλπ). Η αναζήτηση τους αυτή θα δυσχερανθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη, τα οποία επίσης αναζητούν «απεγνωσμένα» πηγές αναχρηματοδότησης των δημοσίων χρεών τους. Προφανώς δε, η αυξημένη αυτή «ζήτηση» θα επηρεάσει κατά πολύ τις γενικότερες συνθήκες δανεισμού – πόσο μάλλον εάν «τολμήσει» η ΕΚΤ να αυξήσει τα βασικά της επιτόκια.
Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Με βάση τους υπολογισμούς της Moody’s, τα τελευταία πέντε έτη οι τράπεζες εξέδιδαν ομόλογα, με μέσο όρο λήξης τα 4,7 χρόνια – κάτι που αποτελεί το μικρότερο μέσον όρο των παρελθόντων τριάντα ετών. Υπερίσχυσε λοιπόν ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός, έναντι του μακροπρόθεσμου, ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν επιδιώχθηκε η αντιστροφή του φαινομένου.
Εκτός αυτού, πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δανείσθηκαν φθηνά και βραχυπρόθεσμα από την ΕΚΤ, τοποθετώντας τα δανειακά κεφάλαια τους, αυτά δηλαδή που τους παρείχε «αφειδώς» η ΕΚΤ, σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις – εμφανίζοντας τη θετική διαφορά των τόκων στα κέρδη τους. Η «στρατηγική» αυτή ακολουθήθηκε, επειδή πολλές κρατικές εγγυήσεις δόθηκαν μόνο για χρονικά διαστήματα λίγων ετών – γεγονός που ανάγκασε δυστυχώς τις τράπεζες να δανειστούν βραχυπρόθεσμα, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσουν τις παρεχόμενες εγγυήσεις.
Ακριβώς αυτό το εσφαλμένο «μοντέλο δανεισμού», μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνο για τις τράπεζες, εάν τυχόν οι επενδυτές «αποσύρουν» την εμπιστοσύνη τους απέναντι τους. Επομένως, ακόμη και οι πλέον υγιείς μεταξύ τους, θα αναγκασθούν να μειώσουν τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις, οδηγώντας ενδεχομένως την Ευρώπη σε μία δεύτερη, ακόμη πιο επικίνδυνη παγίδα ρευστότητας – πόσο μάλλον όταν τα κράτη αναγκαστούν να διασώσουν ξανά κάποιες «αδύναμες» τράπεζες τους (άρθρο μας: Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ : Η «πιστωτική παγίδα» είναι μία βαριά οικονομική ασθένεια, η οποία εμφανίζεται όταν μία υφιστάμενη κρίση ρευστότητας, προερχόμενη συνήθως από μία ευρύτερη οικονομική κρίση, δεν μπορεί να θεραπευτεί βραχυπρόθεσμα 10/7/2009).
Αυτά τα προβλήματα λοιπόν θέλει να αποφύγει η ΕΕ - μέσω του «τεστ κοπώσεως», στο οποίο υποβάλλει τις τράπεζες, έτσι ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των «αγορών» απέναντι τους (κατά το πρόσφατο παράδειγμα των Η.Π.Α.). Επομένως, τα αποτελέσματα του είναι εκ των προτέρων δεδομένα, αφού διαφορετικά δεν θα επιχειρούταν κάτι τέτοιο.
Προφανώς όμως, το ίδιο θα σκέφτονται και οι επενδυτές, με αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να προδιαγραφούν σήμερα – ενώ οι όποιες κινήσεις τραπεζικών εξαγορών ή συγχωνεύσεων, είναι πολύ πιθανόν ότι θα εξετασθούν από τις φιλύποπτες «αγορές» εξαιρετικά προσεκτικά. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο να επιλέξουν κάποιες από τις τράπεζες, οι οποίες τυχόν δεν πληρούν τα κριτήρια, τη «φυγή προς τα εμπρός» (front running), είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιμετωπισθεί με μεγάλο σκεπτικισμό.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 16. Ιουλίου 2010
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου