Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Εθνική Κυβέρνηση και Βαθειά Δημοκρατία

Δευτέρα, 06 Ιούνιος 2011 08:00Άρθρα


Δημήτρης Τζουβάνος*

1. Η Κρίση και το κλειδί του Πολιτικού Συστήματος

Έχει πλέον κατανοηθεί αρκετά, παρά τα επί μακρόν συσκοτιστικά των media και των αναπτυξιολογούντων καθηγητών του «προοδευτικού» κατεστημένου, ότι η κρίση που βιώνουμε είναι μια πολύπλευρη συστημική κρίση με εθνικές και διεθνείς διαστάσεις, μια κρίση Οικονομική, Πολιτική και Πολιτισμική.

Αν και η Διεθνής διάσταση της κρίσης παραμένει συσκοτισμένη, η κοινωνία κατανοεί καλύτερα απ’ τα κόμματα και τη διανόησή της, τις κύριες πλευρές της εθνικής κρίσης. Έτσι, διαθέτει ήδη ένα βασικό προσανατολισμό, στον οποίο είναι ολοφάνερα κι από καιρό, τόσο τα ριζοσπαστικά-αντισυστημικά στοιχεία, όσο και η ανεμπιστοσύνη στον κριτικό-αντισυστημικό λόγο.

Φυσικά, ούτε έχει ούτε θα μπορούσε να έχει εκείνη την πληρότητα κατανόησης των πραγμάτων, που προϋποθέτει τη σχετική επεξεργασία και παρέμβαση της διανόησης, ως ιδιαίτερου λειτουργικού οργάνου του κοινωνικού υποκειμένου. Ας σημειώσουμε εν παρόδω, ότι η υστέρηση της διανόησης έναντι της κοινωνίας, αποτελεί πάντοτε δείγμα κρίσης του συνολικού κυρίαρχου λόγου και προοίμιο ιδεολογικών και πολιτικών ανατροπών.

Συνοψίζοντας τα της κρίσης στο Εθνικό επίπεδο, είναι πλέον κοινός τόπος, ότι αυτή αποτελεί:
Κρίση Οικονομική, που αφορά α) την Υπερχρέωση προς χάριν των πολιτικοοικονομικών πυλώνων και παρασίτων του καθεστώτος, ανεξάρτητα απ’ το λεόντειο της μεταξύ τους διανομής. β) το Παραγωγικό και Καταναλωτικό Τίποτα στο οποίο έχει συρθεί η χώρα και η κοινωνία, τόσο για κερδοσκοπικούς όσο και στρατηγικά αλλοτριωτικούς σκοπούς, αλλά κι εξ ανικανότητας του πολιτικού της προσωπικού.
Κρίση Πολιτισμική, δηλαδή κρίση Λόγου, Αξιών και Προτύπων. Χαρακτηριστικά εδώ παραδείγματα ο αντικοινωνικός «προοδευτισμός», ο αποστεωμένος παραδοσιοκάπηλος συντηρητισμός, ο βαρβαροχυδαίος ιστορικοϋλισμός, ο καταναλωτισμός, ο ατομισμός, ο εξοντωτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανθρώπους, τα λοβοτομικά media, η αποπαίδευση της νεολαίας, ένα πλήθος στοιχείων κοινωνικής αποβλάκωσης κι αλλοτρίωσης, μια πολιτισμική πραγματικότητα που δεν έχει το θεό της.
Κρίση Πολιτική, δηλαδή κρίση του Πολιτικού Συστήματος που διαχειρίζεται την κοινωνία, τη συναίνεσή της και την περιθωριοποίηση-υποταγή της. Πρόκειται για τη φανερή πια σήψη όχι κάποιας κυβέρνησης, αλλά ολόκληρης της ψευτοδημοκρατίας που οδηγεί την Χώρα, την Οικονομία, τον Πολιτισμό, τη Ζωή στο βάραθρο. Πρόκειται για πλήρη αδυναμία, του συστήματος αυτού, πέραν των ως τώρα ευθυνών του, να κάνει οποιοδήποτε βήμα διεξόδου, όσες θυσίες κι αν επιβάλλει στην κοινωνία.
Η πολιτική κρίση, περιλαμβάνει και το Αντι-συστημικό Τοπίο και Λόγο. Ο Δήθεν Αντίλογος, υποθηκευμένος σε φιλελεύθερα παραμύθια (όπως ο αντιδεξιός-κεϋνσιανός λόγος ή ο λόγος των «εναλλακτικών κινημάτων») ή σε νεκρά σοβιετικά στερεότυπα, αποτελεί μέρος του κατεδαφιστέου ιδεολογοπολιτικού Οικοδομήματος, αποτελεί οργανικό στοιχείο της συστημικής Παράγκας.

Μέσα απ’ αυτά, η εθνική κρίση σημαδεύει το τέλος της Μεταπολίτευσης, το τέλος του γνωστού προοδευτικού Λόγου, αλλά (όπως η αποφοίτηση στην τρίτη του λυκείου δεν αφορά μόνο την τελευταία τάξη, αλλ’ αφορά ολόκληρο το λύκειο) σημαδεύει το τέλος ολόκληρης της Πολιτικής Γεωγραφίας και του γνωστού κομματικού τοπίου. Η Δεξιά, το Κέντρο, η Αριστερά χάνουν πια το νόημά τους, παρ’ όλα τα παλιά τους στοιχεία που διατηρούν για ένα διάστημα. Όλο και περισσότερο πιέζονται για υπέρβαση του ιστορικού τους χαρακτήρα και για κοινωνικοποιησή τους (κοινωνικό ιδεολογοπολιτικό και σημειολογικό-ονοματολογικό επανακαθορισμό) επι ποινή ιστορικής εξαφάνισής τους. Με ειδικούς όρους όμως πιέζεται το Κέντρο (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά), ως βασικός διαχειριστής του Συστήματος. Το Κέντρο υποχρεώνεται να μετατρέψει τις εναλλαγές Νεοφιλελευθερισμού (επώδυνου ανατακτικού νοικοκυριού) - Κεϋνσιανισμού (εκμαυλιστικής χρεωστικής διανομής) σε «μίγματα», και τις δικομματικές συγκρούσεις σε ημι-συναινέσεις, είτε προς την αναπαραγωγή του συστήματος (=συνενοχή) είτε προς υπέρβασή του (=διέξοδος), όπου και το μείζον επίδικο. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά, που αποτελεί την Αιχμή και τον ηγεμονικό παράγοντα του Πολιτικού Συστήματος, υποχρεώνεται είτε σε αυτο-υπερβάσεις (κόντρα σε κάθε εσωτερικό καθεστωτικό στοιχειό, γκόλντεν μποϋ ή χρεωστικό-κεϋνσιανό «δικαιούχο») είτε σε καθεστωτικά κι αποκαλυπτικά «μίγματα σωτηρίας-εκχώρησης» τα οποία και ακριβώς υπονομεύουν την ηγεμονία της. Η ΚΑ ηγεσία θεωρεί Σωτηρία την επανασταθεροποίηση του συστημικού δίπολου (την ανάκτηση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος = εναλλαγή ΚΔ – ΚΑ) με την ανατακτική μετάθεση των βαρών και των ημαρτημένων στην κοινωνία. Και η Εκχώρηση αφορά την Εθνική Ανεξαρτησία και Πλούτο που εκχωρείται στους διεθνείς συστημικούς πόλους που αποτελούν και τα στηρίγματά της.

Μέσα απ’ αυτά, το Τέλος Εποχής στη χώρα, συνοψίζεται στην Άμεση Ανάγκη και Δυνατότητα για ένα Νέο Πολιτικό Σύστημα. Το ζήτημα αυτό, αποτελεί και το Κεντρικό Επίδικο, καθώς και το κλειδί διεξόδου απ’ την κρίση. Το ζήτημα αυτό, κατανοείται το τελευταίο διάστημα όλο και πιο καθαρά απ’ την κοινωνία, ενώ τίθεται ειδικότερα ως ζήτημα :
α) Λαϊκής Κυριαρχίας, δηλ. κοινωνικής Απ-αλλοτρίωσης ολόκληρου του Πολιτικού Συστήματος
β) Στρατηγικής Σύγκρουσης με το συστημικό κομματικό Τοπίο και κυρίως με την Κεντροαριστερά, τις βασικές πολιτικές και τις εξαρτήσεις της, καθώς και τα διάφορα κεϋνσιαριστερά δεκανίκια της.
γ) Οικονομικής-Πολιτισμικής ανάταξης με ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας ή για να επαναλάβουμε το Μίκη, ως ζήτημα Πατριωτικής Αναγέννησης.

2. Η Ελλάδα στην πρωτοπορία των αλλαγών διεθνώς

Μέσα απ’ αυτά η ελληνική κρίση πλάι στη διεθνή υπογραμμίζει, με όρους πρωτοποριακούς παρά την ορισμένη ασάφεια και τις αντιφάσεις των προσανατολισμών, το τέλος της Νεωτερικότητας, το τέλος της μηχανοϊστορικής εποχής, το τέλος του ανελεύθερου κι ασύνειδου ιστορικού Υποκειμένου. Η μεταβατική εποχή για ολόκληρο τον κόσμο, μια εποχή που άρχισε ήδη με την κατάρρευση της σοσιαλιστικής καρικατούρας το 90, και το ξήλωμα της νεοταξικής ηγεμονίας μόλις σε 10-20 χρόνια μετά, τίθεται πλέον με όρους θετικούς. Τίθεται ως Μετάβαση σε νέο κοινωνικό τοπίο. Μια μετάβαση μακρόχρονη και καθημερινή, δημοκρατική κι αγωνιστική, με μεταρρυθμιστικά σκαλιά κι αναγκαία κεφαλόσκαλα, παγκοσμιοποιημένη κι εθνική ταυτόχρονα σε βήματα σύνθετα και πρωτόγνωρα, μια μετάβαση της κατεδάφισης και της οικοδόμησης μαζί, μια μετάβαση παγκοινωνικά συνειδητή και πέραν του «κόμματος-κεφαλιού που χειραγωγεί τις οργισμένες κι ασύνειδες μάζες του στομαχιού».

Η διεθνής οικονομική κρίση, κρίση κερδοφορίας-υπερσυσώρευσης, υπογραμμίζει όχι μόνο τα οικονομικά αδιέξοδα του διεθνούς συστήματος, αλλά και τις πολιτικές του δυσκολίες να κοινωνικοποιεί τις ζημιές προκειμένου να συνεχίσει την κερδοφορία κι επιβίωσή του. Η μάχη που δίνει δεν είναι η μάχη υπερκερδών κι αεροκερδών, αυτή είναι μόνο μια περιφερειακή αρπαχτή. Η κύρια μάχη του είναι ουσιαστικά μάχη επιβίωσης με στρατηγικό αντίπαλο τη δημοκρατία, την χειραφέτηση δηλ. και την αντίσταση των κοινωνιών στη μεταφόρτωση των αδιεξόδων του, μια μεταφόρτωση που αποτελεί το οξυγόνο του.

Οι ΗΠΑ, καταχρεωμένες, σαστισμένες, με ηττημένο το καουμποϋλίκι τους, ανήσυχες πάνω σ’ ένα εκρηκτικό κοινωνικό υπόστρωμα που τις απειλεί στο ίδιο τους το έδαφος, αντιμετωπίζουν τη στενότητα πια των γνωστών ιμπεριαλιστικών διεξόδων στο παγκόσμιο τοπίο.
Οι αναδυόμενες δυνάμεις (BRIC) αμφισβήτησαν ήδη τον νεοταξικό μονόλογο, πιέζουν σε αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου και περισφίγγουν τη δυτική ευμάρεια κι ακυρώνοντας την εξαγορά των δυτικών πληβείων απ’ τ’ αφεντικά τους. Παράλληλα, εισάγουν στις χώρες τους, έστω κι άθελα, δημοκρατικές πιέσεις απέναντι στην ίδια τους την εσωτερική δυνάστευση.

Οι χώρες της περιφέρειας (βλ. αραβική εξέγερση) κάνουν ήδη τα δύσκολα βήματα που τους αντιστοιχούν, βήματα δημοκρατικά, κόντρα στον ιμπεριαλισμό και τους εγκαθέτους του, αλλά και σε σύνθετη διαπλοκή με τις εσωτερικές ιμπεριαλιστικές αντιφάσεις, είτε αυτό το κατανοούν οι μπαγιάτικοι «αντιιμπεριαλιστές», είτε όχι.

Στον ευρωνότο των pigs και της χρεωστικής εξαγοράς της κοινωνίας, οι ηγεσίες πασχίζουν να σώσουν το σύστημα με βίαιο νοικοκυριό , τα ρετιρέ και οι μικρομέτοχοι του φαύλου καθεστώτος αγωνίζονται να διατηρήσουν την «δικαιωματική» ευμάρεια και το κιτσαριό τους, και η κοινωνία αγανακτεί κι οργίζεται, μετράει και ζυγίζεται, ψάχνει ουσιαστικές διεξόδους με θυσίες ναι, αλλά όχι θυσίες χαράμι.

Στα κέντρα της ΕΕ, οι ηγεσίες προτάσσουν το ευρωμέλλον στο παγκόσμιο τοπίο και διαγκωνισμό, ως όρο για τη δική τους συστημική μα κι εθνική επιβίωση. Πιέζουν τον ευρωνότο για νοικοκυριό και χαΐρι, χωρίς να χαρίζουν εύκολα δανεικά και πανωτόκια, μα κι επιβάλλοντας (φυσιολογικά και με το αζημίωτο) κουμάντο κατοχικό, εκεί όπου το κουμάντο είναι ήδη σε χέρια αλλότρια μα κι ανίκανα. Στην αντιφατική αυτή φύση της ΕΕ είναι κρίσιμος ο ρόλος των ευρωπαϊκών λαών, που οφείλουν να δουν πέρα από προκρούστειες απλουστεύσεις, τον κοινό τόπο του αναγκαίου αντιιμπεριαλισμού με την συνειδητή κι υπεύθυνη μετοχή στις παγκόσμιες εξελίξεις, εξελίξεις που ορίζουν το μέλλον τους.

Δεν είναι ιστορικός θετικός μονόδρομος οι εξελίξεις αυτές, παρ’ ότι τα πράγματα εκεί τείνουν. Ο στριμωγμένος ιμπεριαλισμός, έχει πάντα τον καταστροφικό τυχοδιωκτισμό σαν άσσο στο μανίκι, πέρα απ’ τη πολύμορφη λοβοτόμηση των κοινωνιών. Εδώ, η Ευρώπη των μεγάλων πολέμων και των δημοκρατικών βιωμάτων έχει καίριο ρόλο, ρόλο που θα γίνεται όλο και πιο κρίσιμος, όσο οι ευρωπαϊκοί λαοί τον κατανοούν και τον αναλαμβάνουν.

Δε φτάνουν έτσι οι κατάρες εδώ, ούτε τα ξόρκια στην ΕΟΚ, ούτε τα χιλιομασημένα αντιιμπεριαλιστικά, ούτε τα λεβέντικα εθνικοδιακονιάρικα. Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι πια το εθνικολιγαρχικό φαγοπότι, το δικαιωματικά ανενόχλητο απ’ τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά η συνειδητή εθνική μετοχή στις εξελίξεις και το χαρακτήρα της παγκοσμιότητας. Και η μετοχή αυτή σημαίνει εθνικό δημοκρατικό κουμάντο κι ευθύνη στα εγχώρια, μα και δυναμική παρέμβαση στα διεθνή, κατά δύναμη, στην ίδια δημοκρατική κατεύθυνση.

Στην Ελλάδα, οι σωρευμένες περιπέτειες δεκαετιών, μα και η εθνική – οικουμενική κληρονομιά αιώνων, το βάθος της κρίσης μα κι ο λόγος των μεγάλων ποιητών της, δίνουν προβάδισμα για το μεγάλο βήμα της δημοκρατικής υπέρβασης του πολιτικού συστήματος. Οι ίδιοι οι δισταγμοί της ελληνικής κοινωνίας για το βήμα αυτό, δεν αφορούν τον καναπέ. Η Ελλάδα δεν κοιμάται, η Ελλάδα έχει αγώνες και θύματα ως πρόσφατα, η Ελλάδα βράζει, αλλά και ψάχνει αξιόπιστες διεξόδους πέρα απ’ την απλή διαμαρτυρία ή τη «μαζικοποίηση» των πεθαμένων κομματικών προτάσεων. Η Ελλάδα είναι μπροστά στο στοίχημα μιας διεξόδου παραδειγματικής σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για ένα στοίχημα που έχει τους όρους του, εθνικούς κι ευρωπαϊκούς.

Αναφορικά με τους ευρωπαϊκούς όρους, η χώρα έχει προοπτικές διεξόδου, όσο:
α) κατανοεί τα διεθνή πράγματα και μετέχει στον ευρωπαϊκό δρόμο.
β) αγωνίζεται εσωτερικά στην ΕΕ για Δημοκρατία και Παραγωγική-Βιοτική αναδιανομή.
γ) μετέχει στο παγκόσμιο μεταβατικό τοπίο ως πολιτισμικός-πολιτικός φανός κι ως παραγωγικός-βιοτικός συμμέτοχος κι όχι ως συνδικαλισμένο γκαρσόνι με επιδοτούμενα τσολιαδάκια.

Αυτά βεβαία προϋποθέτουν το τέλος της (κεντρο)αριστερής και της προόδου, αλλ’ αυτό ήδη προχωρεί για όποιον βλέπει. Το ζήτημα είναι να σωθούν οι άνθρωποι της θνήσκουσας αριστεράς, κι αυτό απαιτεί, κατά βάση, δημοκρατική ευηκοΐα πέραν των βεβαιοτήτων και των νεκρών συνταγών, είτε σταλινικής είτε τροτσκιστικής έμπνευσης, σε διάφορες παραλλαγές. Οι πρώτες είναι αυτές που επιθυμούν αποκοπή της χώρας στο όνομα της «ανεξαρτησίας» και δια της κρίσης-εξέγερσης εγκατάσταση του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» κατά τα γνωστά, κι εν αναμονή άλλων ανάλογων «σοσιαλισμών» στην Ευρώπη. Οι δεύτερες είναι αυτές που επιθυμούν «διαρκή εξέγερση κι εξαγωγή της στο διεθνή χώρο» έως την εγκατάσταση του «παγκόσμιου σοσιαλισμού». Και οι δυο ξεχνούν πως ακόμα κι αν αυτά είχαν κάποιο ρεαλισμό, θα αποτελούσαν δρόμους που η κοινωνία δεν αποδέχεται και θα αφορούσαν καθεστώτα που η κοινωνία θα ανέτρεπε με αίμα, επαναθέτοντας το σημερινό δημοκρατικό αίτημα στο επίκεντρο.

3. Εδώ και Τώρα Βαθειά Δημοκρατία

Όποιες κι αν είναι οι όψεις και οι αιτίες της κρίσης, απ’ την άποψη της Διεξόδου η απαιτούμενη απόκριση είναι πάντα Πολιτική-θεσμική. Κι αυτό άσχετα απ’ την ανάγκη ενός προηγούμενου ανθρώπινου ιδεολογοπολιτικού προσανατολισμού της κοινωνίας. Είναι η θέσμιση, δηλ. η πειθαναγκαστική σύγκλιση των κοινωνικών πρακτικών, αυτή που αξιοποιεί την κινούσα ιδεολογία και που σαρκώνει επί γης τα όνειρα. Είναι αυτή που επωμίζεται στη συνέχεια την αναβάθμιση κι αναπαραγωγή του κοινού λόγου, και την δι’ αυτού αναβάθμιση των κοινωνικών πρακτικών.
Αν η ανάγκη και η εφικτότητα ενός Νέου Πολιτικού Συστήματος είναι επίκαιρη, η πραγμάτωσή του αφορά το συνδυασμό δυο πραγμάτων. Το πρώτο είναι το περιεχόμενό του, έτσι ώστε να αποτελεί ουσιαστική υπέρβαση του σάπιου σημερινού και να μπορεί να στηρίξει την περαιτέρω αναβάθμισή του. Το δεύτερο είναι η κοινωνική του φύση έτσι όπως μπορεί να πιστοποιηθεί όχι απλώς στην κοινωνική του αποδοχή, αλλά στην πλατειά κοινωνική του στήριξη και συμμετοχή.

Σχετικά με το περιεχόμενο του αναγκαίου πολιτικού συστήματος υπάρχουν δυο αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Η μια αφορά την συρρικνωμένη κατανόησή του ως κυβερνητικής αλλαγής, οριακών θεσμικών βελτιώσεων κτλ., που ωστόσο δεν θίγουν το κρίσιμο ζήτημα του χαρακτήρα της εξουσίας. Η άλλη θεωρεί ότι το ζήτημα της εξουσίας, κατά τις στρατηγικές της αριστεράς, συναρτάται με τη βίαιη μειοψηφική κατάληψη και διατήρησή της καθώς και με την κρατικοποίηση της παραγωγικής υποδομής κατά τα γνωστά. Και οι δυο παρακάμπτουν «απ’ τα δεξιά ή τα αριστερά» το ζήτημα του κοινωνικού αυτεξούσιου, παραπέμποντάς το στις καλένδες. Και οι δυο επικαλούνται την κοινωνική ανωριμότητα, η πρώτη αρκούμενη σε οριακή αναδιαπραγμάτευση με την αλλότρια εξουσία και η άλλη αναμένοντας την κοινωνική ωρίμαση για την αποδοχή της μειοψηφικής στρατηγικής της. Στην πραγματικότητα το αίτημα αλλαγής του πολιτικού συστήματος είναι κοινωνικά υπερώριμο, άσχετα απ’ τις επί μέρους ελλείψεις, ενώ η ωρίμασή για κάποια εκδοχή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» δεν θα γίνει ποτέ, ευτυχώς. Μάλιστα, ακριβώς η ωριμότητα αυτή είναι που κρατά επιφυλακτική την κοινωνία και συγκρατεί

την κινητοποίησή της, όσο της προτείνονται ως λύσεις οι «δεξιές» ή «αριστερές» καρικατούρες της δημοκρατίας. Γιατί το ουσιαστικό περιεχόμενο του νέου Πολιτικού Συστήματος αφορά ένα αποφασιστικό δημοκρατικό βήμα, το οποίο εκ των πραγμάτων διαθέτει επίσης παγκοινωνική σχεδόν στήριξη, ως βοούν δρόμοι και πλατείες, παρά τις πολύμορφες προσπάθειες αποπροσανατολισμού. Κι αυτό ακριβώς είναι που μπορεί να προσανατολίσει το κίνημα διαμαρτυρίας, να το επεκτείνει - ενοποιήσει, και να το αναβαθμίσει πολιτικά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ακριβώς η επικέντρωση στο Δημοκρατικό αίτημα, στο αίτημα για μια δημοκρατία επικίνδυνη για το καθεστώς κι ελευθερωτική για την κοινωνία.

Η σημαντικότερη τροχοπέδη εδώ, πέραν της κεντρώας εξουσίας αφορά την αριστερά. Υπάρχει εκεί η αυταπάτη ότι η δημοκρατία, έστω κι αν βαθύνει αποφασιστικά, δεν είναι βιώσιμη στο παγκόσμιο εχθρικό περιβάλλον, αλλ’ ούτε επαρκής για την κοινωνική ελευθέρωση. Ξεχνούν όσοι παπαγαλίζουν τα σκουριασμένα αυτά, ότι το διεθνές περιβάλλον είναι δυναμικό, κι ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου σ’ αυτό, απειλείται ακριβώς απ’ την αλυσίδα των δημοκρατικών αλλαγών που, έστω με επι μέρους παλινδρομήσεις, θα αποτελέσει το δρόμο της κοινωνικής ελευθέρωσης. Ξεχνούν ακόμα ότι το θέμα δεν αφορά «εκτιμήσεις των πραγμάτων» αλλά το «βλέπω-θέλω» των ανθρώπων, δηλ. ιδεολογικά προτάγματα. Αν η θεωρία τους (καρικατούρα των κλασικών) βλέπει αλλιώς τα πράγματα, καιρός να αλλάξουν θεωρία, έστω ξαναμελετώντας. Κι αν η μηχανιστική-ανυποκειμενική ιδεολογία τους τούς εμποδίζει σ’ αυτό, καιρός ν’ αλλάξουν ιδεολογία επί το ανθρωπινότερο.

Ποιο είναι όμως το αποφασιστικό δημοκρατικό βήμα, επαρκές και ταυτόχρονα με παγκοινωνική στηρικτική βάση;

Γεννιούνται εδώ ζητήματα θεωρίας και τυπολόγησης, τα οποία δεν θα απασχολήσουν το άρθρο αυτό, παρά σε γενικές γραμμές. Υπάρχει κατ’ αρχήν η άποψη ότι η Δημοκρατία είναι μία και μόνη, αρθρωμένη σε καθορισμένους θεσμούς. Δεν θα συμφωνήσω σ’ αυτό, παρ’ ότι η σχετική τυπολογική-ιστορική θεωρία προσφέρει πολύτιμα στοιχεία στην κοινωνική ελευθέρωση (ας αναφέρουμε εδώ, πέρα από διαφωνίες, ότι η ελληνική διανόηση πρωτοπορεί σχετικά διεθνώς, με υπ’ όψη πχ. την εργασία του Κοντογιώργη). Η δημοκρατία, ως έκφραση του αυτεξούσιου, υπόκειται όχι μόνον σε παραλλαγές που συνδέονται με πολιτισμικά κι άλλα συγκυριακά δεδομένα, αλλά και σε διαβάθμιση του ίδιου του «αυτεξούσιου» σε σχέση με την προϊούσα δυναμική του. Για να το θέσω αλλιώς, η Δημοκρατία δεν τυπολογείται ως «πραγματική» ή μη, παρά ως επαρκής για την εκάστοτε εσωτερική μετεξέλιξή της. Αφορά όχι ένα πολιτικό καθεστώς (παρά σε ευρύτατη τυπολόγηση), αλλά μια κοινωνική ανέλιξη στο πολιτικό πεδίο, χρηματοδοτούμενη έτσι ως δυναμική έννοια. Ασφαλώς σ’ αυτή ενσωματώνονται τα ιστορικά πολιτικά κατακτήματα της κοινωνίας, όσο και τα στοιχεία που ωριμάζουν προς κατάκτηση στη συγκυρία. Το κρίσιμο ωστόσο ζήτημα είναι πέραν της θεωρητικής τυπολόγησης. Αφορά το βάθος του δημοκρατικού βήματος, ώστε να αποτελεί πράγματι κεφαλόσκαλο στην κοινωνική πορεία. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται, δεν είναι «η» δημοκρατία ή η «real democracy» ή η γνωστή «πραγματική αλλαγή» του ΚΚΕ, ή η «αληθής τοιαύτη», για να θυμηθούμε το γερο-ΓΠ, και το τι ακολούθησε ως το σήμερα του εγγονού του. Αυτό που χρειάζεται είναι το αναγκαίο επαρκές βάθεμα της Δημοκρατίας, ή συνθηματολογικά το «Εδώ και Τώρα Βαθειά Δημοκρατία». Στο ζήτημα αυτό θα κριθεί άλλωστε, η κοινωνική απάντηση στο «βαθύ κράτος» του καθεστώτος ή ο εκφυλισμός της κοινωνικής κινητοποίησης στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, και η ακόλουθη καθεστωτική επανασταθεροποίηση.

4. Κρίσιμα στοιχεία του Δημοκρατικού βήματος

Κάποια στιγμή, τα κόμματα, στη σημερινή τουλάχιστον μορφή και πολιτειακό τους ρόλο, θα εκλείψουν. Η δημοκρατία δεν θα τα χρειάζεται πια, ενόσω η άμεση δημοκρατία θα αποκτήσει όχι μόνο τις τεχνικές της προϋποθέσεις (τεχνολογικές, αλλά κι άλλες που αφορούν την κατάλληλη άρθρωση των πολιτικών επιδίκων) αλλά και τις πολιτικές της προϋποθέσεις. Σήμερα ωστόσο, ο πολυκομματισμός αποτελεί αναγκαιότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας, ιδιαίτερα στα δεδομένα έντονων ενδοκοινωνικών συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, το οποίο άλλωστε θα αποτελεί και το πραγματικό πλαίσιο ζωής για πολλά χρόνια. Το ζήτημα λοιπόν τίθεται στα δεδομένα της ανάγκης του δημοκρατικού πολυκομματισμού, φυσικά με όρους που αλλάζουν το τοπίο της κομματοκρατίας.

Εδώ, τα κρίσιμα στοιχεία είναι δύο, κι αφορούν την ανάταξη της στρεβλής κοινωνικής εκπροσώπησης την οποία εξυπηρετεί το κομματοκρατικό καθεστώς. Το πρώτο αφορά την εισαγωγή γενικών εκπροσωπευτικών θεσμών που δεσμεύουν τους εκπροσώπους σε ρόλους εντολοδόχων της εντέλλουσας κοινωνίας και τους αποσυνδέουν από έξωθεν της κοινωνίας εντολές. Το δεύτερο αφορά ειδικότερα την κοινωνικοποίηση-εκδημοκρατισμό των κομμάτων, ώστε να αποδοθούν στην εξουσία της λαϊκής βάσης τους και να αποσυνδεθούν απ’ τα εγχώρια και διεθνή εξωθεσμικά κέντρα.
Τέτοιου είδους μέτρα είναι ο πλήρης διαχωρισμός νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ο περιορισμός της θητείας και η κατάργηση του πολιτικού επαγγελματισμού των βουλευτών, η θέσμιση της ανακλητότητας, η θέσμιση της κληρωτής εκπροσώπησης σε ορισμένο βαθμό, η ενίσχυση των δημοψηφισματικών κι αμεσοσυμμετοχικών θεσμών, η άρση των προκλητικών μισθολογικών προνομίων και της ειδικής δικαστικής προστασίας κτλ. Επίσης ειδικότερη εκλογική (συνταγματική και κοινή) νομοθεσία, που να παγιώνει την εκλογική περίοδο, να συνδυάζει την εθνική και περιφερειακή εκπροσώπηση, να ενισχύει τη λαϊκή έκφραση και βούληση, να ενισχύει την εκλογική συμμετοχή και την πίεση της λευκής ψήφου κτλ. Ακόμα, στο κομματικό επίπεδο αναγκαιεί η αναβάθμισή τους ως πολιτειακών θεσμών, η αποφασιστική επέμβαση για την αποκατάσταση της εσωτερικής δημοκρατίας με κατάλληλους κι απλούς θεσμούς, η δημοκρατική εκπροσώπηση της κομματικής βάσης στις κομματικές αποφάσεις και την πολιτειακή τους έκφραση (οι διορισμένες ή αυτόβουλες ιδεολογικοπολιτικές και εξειδικευμένες ομάδες γνώμης, προσανατολισμού κτλ. μπορούν να λειτουργούν παράλληλα-υποστηρικτικά με την εκπροσωπευτική-αποφασιστική πυραμίδα, χωρίς να παραβιάζουν την εσωκομματική δημοκρατία με διοικητικές παρεμβάσεις ή με εξωτερικές δράσεις «αντιποίησης αρχής»), η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης, ο δημόσιος έλεγχος των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων και των κομματικών δαπανών κτλ, κι ακόμα στους σημερινούς όρους απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού (δικαίως ή αδίκως) επιβάλλεται συμπληρωματικά και μεταβατικά η εκτεταμένη εκκαθάριση του τοπίου με αποφασιστικά πολιτικά μέτρα.

Μια σειρά βασικά δημοκρατικά ανατακτικά μετρά αναγκαιούν, επίσης, σε συνταγματικό ή κοινό νομοθετικό επίπεδο. Τέτοια είναι η αναβάθμιση της επροσωπευτικότητας και του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου, η αναβάθμιση του νομοθετικού κι ελεγκτικού ρόλου της βουλής, ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας των μεγάλων δημόσιων χρηματοδοτήσεων, η ενίσχυση του δημοκρατικού αναπτυξιακού προγραμματισμού, η αποκατάσταση της εθνικής-οικουμενικής παιδείας ως πυλώνα της κοινωνίας, η αποφασιστική ένταξη των MME στις ανάγκες ενημέρωσης παράλληλα με την ελευθερία του τύπου, η εισαγωγή θεσμών βασικής κοινωνικής ενημέρωσης περί την οικονομία και τα δημοσιονομικά κτλ.

Οι λεπτομέρειες για τα παραπάνω, αφορούν ειδικότερες επεξεργασίες, ενώ οι απαιτούμενες βασικές πολιτειακές κι εκλογοθεσμικές αλλαγές απαιτούν έγκαιρη δημόσια επεξεργασία κι ανάλογες καταθέσεις. Σε ορισμένη συμβολή στις καταθέσεις αυτές ελπίζει και ο γράφων, κατά τις δυνάμεις του, προσεχώς. Έτσι εδώ δεν θα σταθούμε σε ειδικότερες σχετικές λεπτομέρειες. Θα σταθούμε όμως στη σχέση του αναγκαίου αυτού δημοκρατικού βήματος με το σημερινό πολιτικό σύστημα.

Η αφετηρία είναι πάντοτε, ότι το πολίτικο αυτό σύστημα πρέπει να αλλάξει βαθειά. Η σχέση του με το σημερινό σύστημα είναι βαθειά αντιθετική. Ταυτόχρονα όμως, τόσο η ανάγκη εθνικής ενότητας σε κρίσιμους καιρούς, όσο και η δημοκρατική τομή μέσα στην εθνική συνέχεια, επιβάλλουν κάθε προσπάθεια συνεννόησης. Συνεννόησης περί την κοινωνικοποίηση της εξουσίας. Κάθε άλλη στόχευση, έστω κι αν άμεσα καταφέρει να πετύχει την κοινωνική φίμωση, θα προετοιμάζει την επανάθεση του κοινωνικού αιτήματος με πλέον τραγικούς όρους.

5. Μεταβατική Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας

Η διαδικαστική μορφή της αναγκαίας μεταπολίτευσης δεν είναι μία. Σε κάθε περίπτωση όμως θα αφορά την κοινωνικοποίηση της εξουσίας στο πλαίσιο μιας Βαθειάς Δημοκρατίας. Κι επίσης θα αφορά την αφαίρεση κάθε αντίθετης πρωτοβουλίας και δυνατότητας απ’ το κυβερνητικό κόμμα, είτε διατηρήσει είτε όχι κυβερνητικές ευθύνες. Φυσικά, η καλύτερη λύση για τον τόπο είναι μια μεταβατική κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων, ιδίως στην προοπτική δύσκολου εθνικού παζαριού και κινδύνων. Μια κυβέρνηση όμως, υπό κοινωνική επιτήρηση και υπό προσανατολισμένη πίεση, καθώς και με αποφασιστική την παρουσία εκείνων των ανεξάρτητων προσώπων που μπορούν αξιόπιστα να εκφράσουν την αναγκαία μεταπολίτευση.

Δεν πρόκειται για μια κυβέρνηση στα μέτρα του συστήματος. Η σημερινή βουλή, έχει χάσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη, όσα δικολαβίστικα κι αν επικαλούνται οι βουλευτές. Ούτε η εντός του πολιτειακού συστήματος αγωνιστικότητα ορισμένων τούς απαλλάσσει απ’ την άτυπη αυτή παλλαϊκή ανάκλησή τους ως λαϊκών εκπροσώπων. Ομοίως και η άκρως μειοψηφική κυβέρνηση, δεν έχει καμμία ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως κι οποιαδήποτε άλλη προκύψει από σχετικά μαγειρέματα ή ακόμα κι από εκλογές, με τις οποίες ο ΓΠ ελπίζει ότι θα παγιδεύσει τη ΝΔ σε συνευθύνη περί την πορεία της χώρας προς το βάραθρο (ας σημειωθεί εδώ ότι η άρνηση Σαμαρά για συναίνεση, συνδέεται πάντα με τη λαϊκή πίεση). Η μόνη κυβέρνηση που εκφράζει σήμερα την κοινωνία είναι αυτή που θα δρομολογήσει Εδώ και Τώρα τη Βαθειά Δημοκρατία, τη μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση στην ανατακτική πορεία της χώρας. Κι αν ένα δημοψήφισμα περι μνημονίου κτλ. κινδυνεύει μέσω εκβιαστικών ερωτημάτων ή απλουστεύσεων να φαλκιδεύσει τη λαϊκή ετυμηγορία, ένα δημοψήφισμα με αυτό το ερώτημα και τις γενικές του διευκρινίσεις, θα έδινε την απάντηση. Την ίδια απάντηση που δίνουν οι λαϊκές συγκεντρώσεις και οι δημοσκοπήσεις. Βεβαίως, η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων και του πολιτικού προσωπικού, σ’ όλο το φάσμα, θα αναλωθεί σε τερτίπια διάσωσης του συστήματος κι επαναχειραγώγησης της κοινωνίας. Ας μην επικαλείται όμως κανείς το δήθεν «αδιέξοδο» των κοινωνικών αιτημάτων. Το πολιτικό προσωπικό καλείται σήμερα απ’ τα πράγματα στην ιστορική ευθύνη να συμβάλλει στη δρομολόγηση των αναγκαίων δημοκρατικών εξελίξεων, κι οφείλει να ανταποκριθεί σε πολιτειακό και κομματικό επίπεδο, δρομολογώντας τις αναγκαίες διαδικασίες. Ειδικότερα ο Γιώργος, ως πρωθυπουργός και βασικός υπεύθυνος των ως τώρα εξελίξεων, αλλά κι ως πρόεδρος της σφετερισμένης «δημοκρατικής παράταξης» δεν μπορεί να αποφύγει το ιστορικό ερώτημα. Θα συνεχίσει να εναντιώνεται στη λαϊκή βούληση και να προετοιμάζει τραγικές εξελίξεις ή θα αρθεί στο αναγκαίο ύψος των περιστάσεων; Το ίδιο ισχύει και για όλο το πολίτικο φάσμα κατ’ αναλογία, καθώς ισχύει και η υποσημείωση ότι το ρητορικό του ερωτήματος δεν του στερεί την ουσία.

Ποια όμως θα ήταν τα ειδικότερα κρίσιμα καθήκοντα μιας κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας; Μια τέτοια κυβέρνηση ουσιαστικά έχει 3 δουλειές.

α) Επαναδιαπράγματευση του μνημονίου, όσον αφορά τους εκχωρητικούς αλλά και τους επαχθείς όρους. Παράλληλη επαναδιαπράγματευση του χρέους, αναζήτηση εναλλακτικών πηγών δανεισμού (μιας και τα καταφέραμε επί κεϋνσοσιαλισμού να ζούμε με δανεικά), ανακατανομή των βαρών αποπληρωμής μεταξύ εχόντων και μη, καθώς κι ελάχιστη διασφάλιση της επιβίωσης του κόσμου, στο πλαίσιο αναδιανεμητικής πολιτικής έκτακτης ανάγκης.

β) Αποκατάσταση της ψυχικής ενότητας και του αισθήματος ασφάλειας - δικαιοσύνης - αισιοδοξίας στην κοινωνία, παράλληλα με την δρομολόγηση του σχεδιασμού παραγωγικής ανασυγκρότησης, καθώς επίσης και αποφασιστικός έλεγχος κάθε παρασιτικής-συντεχνιακής απαίτησης και μεθόδευσης, σε διαρκή διάλογο με την κοινωνία.

γ) Προετοιμασία Συνταγματικής αναθεώρησης και νομοθεσίας που θα κατοχυρώνουν το αναγκαίο βάθεμα της δημοκρατίας, κι οδήγηση σε εκλογές στον συντομότερο κατάλληλο χρόνο.

Φυσικά όλα αυτά, απαιτούν τη διαρκή κοινωνική πίεση, αλλά και τη «βίαιη προσαρμογή» της αλλότριας κομματοκρατίας στις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό, όμως έτσι κι αλλιώς θα γίνει κάποια στιγμή, και καλό για τη χώρα είναι να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα.



* Ο Δημήτρης Τζουβάνος είναι από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και παλαιό μέλος της ΚΕ. Διαγράφηκε το 1980 εξ αιτίας των διαφωνιών του που στη συνέχεια καταγράφηκαν στο πολιτικό περιοδικό «Φυλλάδιο» που εξέδιδε μαζί με άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Την περίοδο 1997-2000 επανήλθε για στην ενεργό πολιτική ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας, επί υπουργίας Στ. Τζουμάκα, ενώ ποτέ δεν έπαψε να αναλύει την πολιτική κατάσταση αρθρογραφώντας. Επίκαιρα άρθρα του υπάρχουν στην ιστοσελίδα Φυλλομάντης. Το 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του "Κρίση και Από-κριση", εκδ. Φυλλομάντης. Κατάγεται από τις Σελλάδες της Άρτας. Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται ως γεωπόνος και μελετητής τοπικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.


Πρώτη Δημοσίευση: Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: