Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Γιώργος Κοντογιώργης, Το διακύβευμα της μικρασιατικής καταστροφής


Γιώργος Κοντογιώργης,
Η προετοιμασία της μικρασιατικής καταστροφής
1.Η μικρασιατική καταστροφή έχει επικρατήσει να ερμηνεύεται ως ένα αυτοτελές επεισόδιο της νεοελληνικής ιστορίας, σημαντικό οπωσδήποτε, αφού σημάδεψε το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού.
Γι αυτό και οι ερμηνείες της επικεντρώνονται στις ευθύνες των πολιτικών και στρατιωτικών πρωταγωνιστών που διαχειρίσθηκαν την υπόθεση, στο εφικτό και στο σκόπιμο του εγχειρήματος, στην αξιολόγησή του υπό το πρίσμα της πολιτικής των Δυνάμεων (ως ιμπεριαλιστικό/αποικιακό) ή της αρχής των εθνοτήτων κλπ.

Σε ό,τι με αφορά θα υποστηρίξω πως οι ρίζες της μικρασιατικής καταστροφής ανάγονται στις σταθερές που δημιουργήθηκαν από τις απαρχές της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, ενώ οι ιδεολογικές και πραγματολογικές της προεκτάσεις, δεσπόζουν και σήμερα, στην πολιτική και διανοητική ζωή του τόπου. Θα επιχειρήσω να καταδείξω ότι η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε το αποτέλεσμα του τρόπου της απελευθέρωσης και, κατ’επέκταση, της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους υπό το πρίσμα πραγματικοτήτων που δεν προσιδίαζαν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Γεγονός που έμελλε αναπόφευκτα να το μεταβάλει από κράτος, διαχειριστή της ελευθερίας της ελληνικής κοινωνίας, σε κράτος νομέα του εθνικού συμφέροντος, δηλαδή σε κράτος πολιτικής κατοχής.
Θα υποστηρίξω επίσης ότι η αποσπασματική προσέγγιση του μικρασιατικού ζητήματος αφήνει κατά μέρος διαστάσεις του οι οποίες συνέχονται τελικά με την ουσία του, δηλαδή με το διακύβευμά του.
Η μικρασιατική καταστροφή αναδεικνύει έναν μείζονα συμβολισμό, ο οποίος περιέχει θεμελιωδώς μια ελληνική πτυχή, αλλά και μια διάσταση κοσμοϊστορικού γεγονότος: συμβολίζει το τέλος ενός ελληνισμού, ο οποίος από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους συγκροτήθηκε ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα -που ενσάρκωσαν οι ελληνικές κοινωνίες των πόλεων/κοινών- και την επισφράγιση της ολοκληρωτικής μετάβασης στο εθνοκρατικού τύπου ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που έμελε να κυριαρχήσει στο σύνολο του πλανήτη.
Η συνάντηση του ελληνισμού με τον κόσμο της Εσπερίας διέρχεται ακριβώς από τη διαδικασία της μετακένωσης του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και στη μετάλλαξή του από τη μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα.
Από την άποψη αυτή, η μικρασιατική καταστροφή σηματοδοτεί επίσης την κατάληξη της «προσαρμογής» του ελληνικού κόσμου στις συνθήκες της νέας εθνοκρατικής κοσμοσυστημικής τάξης.
Η διαδικασία αυτή, που αρχίζει πολύ πριν από την Ελληνική Επανάσταση, διέρχεται από έναν συνυπαρξιακό δυισμό μεταξύ του οικουμενικού ελληνισμού και του εθνοκρατικού του μορφώματος και κλείνει με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινωνιών της Μικρασίας.
Θα χρειασθεί ακριβώς ένας αιώνας για να αποδομηθεί οριστικά ο κοσμοσυστημικός ή οικουμενικός ελληνισμός.
Η πορεία προς την αποδόμηση των κοσμοσυστημικών παραμέτρων του ελληνισμού, θα αποτελέσει μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία γιατί, πέραν των δραματικών της προεκτάσεων, θα σημάνει επίσης την δραματική του συρρίκνωση και συνάμα την ολοκληρωτική ανθρωποκεντρική του οπισθοδρόμηση.
Όντως, το μεν νεοελληνικό κράτος –το νεοτερικό κράτος εντέλει- θα αποδειχθεί τραγικά ελλειμματικό σε ό,τι αφορά στις ελευθερίες που ήταν έτοιμο να συνομολογήσει στην κοινωνία, η δε μικρασιατική καταστροφή έμελλε να θέσει τον ελληνισμό οριστικά στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος.
Την ώρα που οι νικητές του μεγάλου πολέμου ανασχεδίαζαν τον χάρτη του διεθνούς συστήματος με κεντρικό συντελεστή τον ελληνισμό, οι δυνάμεις της κομματοκρατίας αγωνίζονταν μέχρις εσχάτων για τη διατήρηση της πολιτικής τους ηγεμονίας που διερχόταν ιστορικά από το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος».
Η εξέλιξη αυτή «προς την μικράν πλην έντιμον Ελλάδα» θα συντελεσθεί σε δυο στάδια: το πρώτο αποδίδει η παταγώδης αποτυχία του προτάγματος της Ελληνικής Επανάστασης.
Δεν έχει προσεχθεί ότι το πρόταγμα της Επανάστασης, όπως διατυπώθηκε από τους πρωτουργούς του (τον Ρήγα, τη Φιλική Εταιρία, τον Υψηλάντη κλπ) απέβλεπε ουσιαστικά στην πολιτική ανασύνταξη του ελληνισμού με την υποκατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή με πολιτειακό όχημα την οικουμενική κοσμόπολη και συνεκτική συνιστώσα την ιδέα του έθνους-κοσμοσυστήματος.
Το δεύτερο στάδιο άρχεται με τη διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας, η οποία προτάσσει ως ζητούμενο το έθνος-κράτος που παρήγαγε η δυτική Ευρώπη κατά την έξοδό της από τη φεουδαρχία. Στο κράτος αυτό θα ενσωματωνόταν τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν, κατά το ουσιώδες, ελληνικοί (ή ελληνίζοντες) πληθυσμοί.
Η διαφορά μεταξύ των δυο αυτών εθνικών προταγμάτων -της οικουμενικής κοσμόπολης και του εθνοκρατικού της Μεγάλης Ιδέας- είναι καθόλα θεμελιώδης: το ένα, εδράζεται στην ελληνική σταθερά που συμπυκνώνει η κοσμοσυστημική συγκρότηση του ελληνισμού και, συνακόλουθα, η ιδέα του έθνους-κοσμοσυστήματος.
Το έθνος αυτό περιλαμβάνει όλους όσους συμμετέχουν της ελληνικής (ανθρωποκεντρικής) παιδείας, που εγκολπώνονται επομένως μια κοινή ιστορία, έναν κοινό τρόπο του βίου, κοινές αξίες και, επέκεινα, ένα κοινό μέλλον.
Το ελληνικό έθνος-κοσμοσύστημα, κατά τον Ρήγα, τον Νεόφυτο Δούκα, τους Φαναριώτες, την εκκλησία και φυσικά τους πρωτουργούς της Επανάστασης, περιλαμβάνει στους κόλπους του όλους τους λαούς της Βαλκανικής και της Μικρασίας -κατά ορισμένους και μια φωτισμένη μερίδα των Τούρκων- που συστεγάζονται στο αξιακό του σύστημα ή που εμπίπτουν, υπό μια άλλη έννοια, στην «πολιτειακή» δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Οι κοινωνίες του έθνους αυτού καλούνται να στεγασθούν στο (προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες) πολιτειακό πρόταγμα της οικουμενικής κοσμόπολης, υπό την οποία έζησε ο ελληνισμός από τους ελληνιστικούς χρόνους, στον ιστορικό ζωτικό του χώρο.
Το κράτος της κοσμόπολης συγκροτείται στη βάση μιας πολυ-πολιτειακής αντίληψης, που έχει ως υπόβαθρο το σύστημα των κοινών/πόλεων και κεντρικό ενοποιό της επικράτειας πολιτικό σύστημα.
Με διαφορετική διατύπωση, η πολιτεία της οικουμενικής κοσμόπολης συνδυάζει τη δημοκρατική κοινωνία των πόλεων/κοινών με ένα επίσης δημοκρατικά αρθρωμένο κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Ώστε, το κράτος της κοσμόπολης δεν ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δεν είναι πολιτικά κυρίαρχο, αντιμετωπίζει την κοινωνία ως συστατικό του μέρος, δεν την εγκιβωτίζει στην ιδιωτική σφαίρα.
Σε καμιά περίπτωση οι Έλληνες της οθωμανοκρατίας –ενοίς και οι Έλληνες της Μικρασίας- δεν είχαν κατά νουν να απομιμηθούν το ημι-δεσποτικό κράτος που ρίζωνε δειλά-δειλά στις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες ούτε πολλώ μάλλον να διακινδυνεύσουν την θέση τους στον κόσμο για να απολήξουν στο κράτος της Πελοποννήσου και των «περιχώρων» του.

Το πρόταγμα που εγκολπώνεται η Μεγάλη Ιδέα, αντιλαμβάνεται το έθνος κατά το ιδίωμα που άρχισε να αναδεικνύεται την περίοδο αυτή μεταξύ των ανθρωποκεντρικών θυλάκων της εξερχόμενης από τη φεουδαρχία Δυτικής Ευρώπης.
Αντιμετώπιζαν δηλαδή το έθνος ως ταυτολογικά ισοδύναμο του κράτους.
Ώστε, η μετάβαση από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος-κράτος καταγράφονται δυο τουλάχιστον θεμελιώδεις αλλαγές που θα αποδειχθούν καταλυτικές για το μέλλον του ελληνισμού:
η μια, αφορά στον αναστοχασμό του έθνους, το οποίο εφεξής θα προσλαμβάνεται με καθαρά εθνοτικούς όρους.
Η άλλη, προκρίνει, αντί της πολυ-πολιτειακής κοσμόπολης, το ενιαίο και πολιτικά κυρίαρχο κράτος και, μάλιστα, το ομόλογο ημι-δεσποτικό πολιτειακό μόρφωμα της απόλυτης μοναρχίας, το οποίο εισάγει ως προϋπόθεση τον εξοβελισμό της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα.
Στην πραγματικότητα, από το έθνος της (χειράφετης) κοινωνίας θα οδηγηθούμε στο έθνος (προσάρτημα) του κράτους.

Η διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας ως του νέου εθνικού σκοπού του νεοελληνικού κράτους δεν θα εξαλείψει το ζήτημα που ανέδειξε η συνύπαρξή του με τον οικουμενικά διατεταγμένο ελληνισμό.
Η συζήτηση για το εθνικό κέντρο (την Κωνσταντινούπολη ή την Αθήνα) μαρτυρεί δυο τινά:
ότι ο ελληνισμός της οικουμένης διατηρεί μια καίρια παρουσία στο έδαφος τριών αυτοκρατοριών -της οθωμανικής, της ρωσικής, της αυστρουγγρικής- ενώ την ίδια στιγμή το νεοελληνικό κράτος έθνος αδυνατεί να δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντί του -να πείσει ότι έχει τη βούληση και είναι ικανό- να αναλάβει την ηγεσία του και να τον εκφράσει.
Και, συγχρόνως, ότι το νεοελληνικό/νεοτερικό κράτος, καθώς υπολείπεται σαφώς σε σχέση με την ανθρωποκεντρική επιφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, θα οικοδομηθεί πέραν αυτής, χωρίς αντιστοιχία με τις κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και εθνικές της προσδοκίες.
Η άρχουσα τάξη θα εκλάβει το κράτος ως λάφυρο και θα το χρησιμοποιήσει αναλόγως για να ηγεμονεύσει της ελληνικής κοινωνίας.
Η τελευταία, εγκιβωτισμένη εντέλει στο πολιτειακό του σύστημα, θα καταδικασθεί σε ένα ασφυκτικό καθεστώς χειραγώγησης και καθυστέρησης.
Με βάση τα πεπραγμένα του, δεν θεωρώ υπερβολική τη διατύπωση ότι το ελληνικό εθνικό κράτος θα λειτουργήσει εντέλει ως κράτος πολιτικής κατοχής επί της κοινωνίας, με όχημα την κομματοκρατία και την πελατειακή εξατομίκευση.
Θα μεταβληθεί όμως σε ξένο σώμα και έναντι του οικουμενικού ελληνισμού, ο οποίος θα αξιολογηθεί ως μείζων απειλή για την άρχουσα τάξη.
Αρκεί να υπενθυμίσω, εν είδει επιχειρήματος, τον νόμο περί των ετεροχθόνων.
Για τις Δυνάμεις το κράτος αυτό θα αποτελέσει επί μακρόν το ιδεώδες υπομόχλιο για την αποδόμηση του οικουμενικού/κοσμοσυστημικού ελληνισμού, ο οποίος λειτουργούσε ανταγωνιστικά στα συμφέροντα τους, δηλαδή για τη διείσδυσή τους στην ευρύτερη περιοχή.
Η επισήμανση αυτή έχει κεφαλαιώδη σημασία διότι εξηγεί γιατί στον πολιτικό λόγο της άρχουσας τάξης –της κομματοκρατίας- προβάλει ως σταθερά η σαφής διάσταση μεταξύ του διακηρυγμένου εθνικού προτάγματος –της Μεγάλης Ιδέας- και της πολιτικής πράξης.
Η διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας υπηρέτησε αποκλειστικά εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς και, συγκεκριμένα, την πολιτική νομιμοποίηση μιας άρχουσας τάξης, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν πίστεψε ή, μάλλον, δεν θέλησε να υπηρετήσει την εθνική ολοκλήρωση.
Το κράτος της πολιτικής κυριαρχίας προσέφερε στους νομείς του ένα αποκλειστικό προνόμιο που δεν το διέθεταν προφανώς κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας διότι προσέκρουε στο ανάχωμα των κοινών/πόλεων, όπου ο κοινός λαός κατείχε μια συστατική θέση στην πολιτεία.
Οι φορείς της απεχθούς, όπως την χαρακτηρίζει ο Βικέλας, βουλευτοκρατίας, γνώριζαν καλά ότι εάν ο οικουμενικός ελληνισμός ενσωματωνόταν στον κορμό του νεοελληνικού κράτους –εάν δηλαδή επεκτείνονταν τα εδαφικά του όρια ώστε να συμπεριλάβει τα μεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισμού- η θέση που θα άρμοζε στο «ύψος» τους θα ήταν ανάλογη ενός προέδρου αγροτικής ή ορεινής κοινότητας.



Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο στα γεγονότα που οδήγησαν στην τραγωδία του «1897».
Υπό την πίεση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ήταν εμποτισμένη με την ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία (πρωτοστατούντος του θρόνου) κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία με τη βεβαιότητα ότι οι Δυνάμεις θα σταματούσαν αυτοστιγμεί τις εχθροπραξίες και έτσι αυτές μεν θα εισέπρατταν το κόστος, οι δε τη δόξα.

Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι το ελληνικό κράτος εισήλθε στον πόλεμο χωρίς να έχει επεξεργασθεί πολιτικές για την εθνική ολοκλήρωση ούτε φυσικά να έχει μεριμνήσει το αυτονόητο, να υφάνει στρατηγικές συμμαχίες με τις Δυνάμεις που θα επέτρεπαν την εμπραγμάτωσή της.
Αντιθέτως, οι νομείς του χρησιμοποίησαν τις Δυνάμεις ως άλλοθι για να αιτιολογήσουν το ανέφικτο του εγχειρήματος.
Από πουθενά δεν προκύπτει, επίσης, ένα σχέδιο συστράτευσης, και κατ’επέκταση, προετοιμασίας ανάλογης με το μέγεθος του εγχειρήματος, του κράτους και του οικουμενικού ελληνισμού για τον κοινό σκοπό.
Η ίδια η χώρα, 70 περίπου χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, δεν διέθετε στρατόπεδο εκπαίδευσης, ο οπλισμός ήταν αρχέγονος, οι στρατιώτες πολεμούσαν ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν καν να ιππεύσουν στα άλογα.
Δημ. Βικέλας μαρτυρεί ότι στο μέσον του πολέμου ο αρμόδιος υπουργός των ναυτικών ασχολείτο προσωπικά με την καταγραφή των ρουσφετιών της εκλογικής του πελατείας και αγνοούσε που ευρίσκετο ο στόλος.

Η περίοδος από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους έως το τέλος του 19ου αιώνα συμπυκνώνει τον απολογισμό μιας πρωτοφανούς κατασπατάλησης των δυνάμεων του ελληνισμού.
Το κράτος αυτό ζούσε ως παράσιτο κατατρώγοντας τις σάρκες του ελληνισμού, ο οποίος εντούτοις, τουλάχιστον μέχρι την πρώτη δεκαετία του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα, εμφανιζόταν ως ο μόνος κληρονόμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Δεν έδειξε να «συγκινείται» ούτε μετά τη δραματική στροφή της Ρωσίας προς τον πανσλαβισμό και την υποκίνηση εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια, η οποία μετέβαλε άρδην τους συσχετισμούς σε βάρος του ελληνισμού, θέτοντας σε κίνδυνο και αυτήν ακόμη την ύπαρξή του.
Ο Ντοστογέφσκυ, είκοσι χρόνια μετά την απόσχιση της Βουλγαρίας από την «πολιτεία» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (το 1876), θα αποδώσει με πολύ παραστατικό τρόπο την απώλεια της ιστορικής ευκαιρίας του ελληνισμού να μεταβάλει την οικονομική, πολιτισμική και πνευματική του υπεροχή σε πολιτική ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή: «…πέρασε πια ο καιρός όπου οι Γραικοί, λαός απείρως λεπτότερος από τους χονδροειδείς/απολίτιστους γερμανούς, λαός με ασυγκρίτως περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι οι εντελώς ανόμοιοί μας Γερμανοί, λαός πολυπληθής και αφοσιωμένος, […..] θα μπορούσαν να είχαν επικρατήσει στα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας»…
Εντούτοις, μετά τη στροφή της Ρωσικής πολιτικής προς τον πανσλαβισμό και την φιλοδοξία της να παίξει αυτοτελώς, δηλαδή χωρίς τους Έλληνες, έναν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αφού διευκρινίζει ότι «ο σλαβισμός χωρίς τη Ρωσία θα εξαντλείτο στην πάλη του με τους Έλληνες» δηλώνει απερίφραστα: «Το να αφήσουμε [εφεξής] την Κωνσταντινούπολη κληρονομιά μονάχα των Ελλήνων, είναι πλέον αδύνατον. Δεν μπορούμε να τους παραχωρήσουμε ένα τόσο σημαντικό σημείο της οικουμένης….» ούτε προφανώς την ηγεσία της ορθοδοξίας.
Τα γεγονότα του 1897 ήρθαν να επιβεβαιώσουν κάτι χειρότερο: ότι οι κάτοχοι του κράτους ήσαν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν όχι μόνο την ύπαρξη του οικουμενικού ελληνισμού αλλά και να επαναφέρουν και αυτές ακόμη τις απελεύθερες χώρες των Ελλήνων υπό την οθωμανική κυριαρχία.




Η δυναμική που οδήγησε στο κίνημα του 1909 εκκολάφθηκε σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μεταξύ των Ελλήνων που διέκριναν ότι τα σύννεφα των βαλκανικών εθνικισμών θα οδηγούσαν αναπότρεπτα στην ουσιαστική ακύρωση της Μεγάλης Ιδέας.
Διευκρινίζω ευθύς εξ αρχής ότι το μικρασιατικό εγχείρημα αποτελεί την τελευταία πράξη της προσπάθειας για τη μερική ανατροπή του αποτελέσματος της κατάκτησης που ολοκληρώθηκε το 1453.
Κατά τούτο, στο μέτρο που εγγράφεται ως στοιχείο του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης αποτελεί την συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από την άλλη, το αποτέλεσμα του εγχειρήματος αυτού αποδίδει τα όρια της αναγεννητικής απογείωσης που πέτυχαν να κινητοποιήσουν οι δυνάμεις που μάχονταν την κομματοκρατία.
Όρια που συνέχονται με εσφαλμένες οπωσδήποτε επιλογές (πχ η διατήρηση του θρόνου, οι εκλογές του Βενιζέλου κ.α.), οι οποίες επέτρεψαν στον παλαιοκομματικό κόσμο να ανασυνταχθεί και να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια στην ίδια την πολιτική της εθνικής ολοκλήρωσης (ο Μεταξάς, ο Γούναρης κ.α.) και όχι μόνο στις δυνάμεις που διακινούσαν το πρόταγμά της.
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τους διπλωματικούς χειρισμούς του και την απόβαση στα μικρασιατικά παράλια, μεγιστοποιούσε την ικανοποίηση των ελληνικών συμφερόντων και διαφαινόταν σαφώς ότι οι δυνάμεις που εξέφραζαν το έθνος της κοινωνίας θα εξασφάλιζαν την εσωτερική πολιτική ηγεμονία, οι φορείς της κομματοκρατίας και ο θρόνος (με τη συνηγορία και της κομμουνιστικής Αριστεράς) διακήρυσσαν την ιδεολογία της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», την επιστροφή «οίκαδε» και βύθιζαν τη χώρα σε ένα μέχρι θανάτου διχασμό.

Ο Διχασμός δεν εκφράζει, όπως διδάσκεται, αντίθετες πολιτικές, αποδίδει την αντίθεση δυο κόσμων:
του κράτους της κομματοκρατίας που κατείχε και λυμαινόταν την ελληνική κοινωνία
και των δυνάμεων που προέτασσαν την ανασύνταξη του εθνικού κράτους έτσι ώστε οι πολιτικές του να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις κοινωνικές, οικονομικές και εθνικές προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας.

Αξίζει να προσεχθεί η διαφορά στην αντιμετώπιση του εθνικού προτάγματος από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας: Πριν από το 1909 διακινούσαν το πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας διότι έλεγχαν μονοσήμαντα το κράτος και, επομένως, τις πολιτικές που θα οδηγούσαν σε μια μη ελεγχόμενη ενσωμάτωση νέων χωρών στην ελληνική επικράτεια.
Προφανώς η στάση τους αυτή υπαγορευόταν από το γεγονός ότι δεν ήθελαν μια Ελλάδα που δεν θα έλεγχαν οι ίδιοι. Εξού και οι εδαφικές επεκτάσεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήσαν λελογισμένες και ιδίως αποτέλεσμα της συγκυρίας, όχι μιας οργανωμένης προσπάθειας του κράτους.
Από τη στιγμή όμως που το κράτος περιήλθε στις δυνάμεις της εθνικής ανασύνταξης δεν δίστασαν να αποκηρύξουν ευθέως την εθνική ολοκλήρωση και να καλέσουν την τραυματισμένη από την μακρόχρονη πολεμική προσπάθεια ελληνική κοινωνία να εγκαταλείψει το εθνικό εγχείρημα.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός στη Μικρά Ασία ηττήθηκε στο εσωτερικό μέτωπο του κράτους.
Το πολεμικό μέτωπο κατέρρευσε από την εσωτερική υπονόμευση του εγχειρήματος, όχι από τις «λεγεώνες» του Κεμάλ.
Παρόλον ότι το εσωτερικό μέτωπο είχε διαρραγεί και το όλο εγχείρημα υπονομευόταν συστηματικά από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας, συνομολογείται, ουσιαστικά από όλους, η εφικτότητα του εγχειρήματος.
Η απορία που διατυπώνουν οι σύγχρονοι μελετητές εστιάζεται ακριβώς στο γιατί της ελληνικής ήττας για να καταλήξουν ότι υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιτικής επικράτησης των δυνάμεων της κομματοκρατίας και του θρόνου.
Ο τότε βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ θα συμπυκνώσει με ευθύβολο τρόπο την πραγματικότητα: «Τίποτε λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά, ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τους Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα!».



4.Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης στη Μικρασία ήταν αντικειμενικά εφικτό και, οπωσδήποτε, πολύ πιο εύκολο από το αντίστοιχο εγχείρημα της Επανάστασης του 1821.
Το Οθωμανικό κράτος είχε πια εκπέσει εντελώς, δεν συγκρινόταν με την ακόμη κραταιά οθωμανική αυτοκρατορία των αρχών του 19ου αιώνα.
Ο Κεμάλ δεν απευθυνόταν ακόμη σε μια ομοιογενή εθνοτικά και εθνικά προσανατολισμένη τουρκική κοινωνία και ομολογημένα δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσει την ελληνική στρατιωτική παρουσία.
Ακόμη και σήμερα το ερώτημα «γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’αυτή την καταστροφική ήττα» , δεν μπορεί να απαντηθεί με στρατιωτικούς όρους.
Το κυριότερο ωστόσο είναι ότι οι διεθνείς συσχετισμοί ήσαν σαφώς ευνοϊκοί για την Ελλάδα της μικρασιατικής εκστρατείας, πράγμα που δεν ήταν για την ελληνική επανάσταση.
Ο Κεμάλ ήταν δραματικά απομονωμένος στο διεθνές πεδίο, κατά τρόπο που διαφαίνετο σαφώς ότι η εμμονή του στην αμφισβήτηση της συνθήκης των Σεβρών θα οδηγούσε στην αναθεώρησή της επί τα χείρω για την τουρκική πλευρά.
Οι Δυνάμεις είχαν πια αποφασίσει τη διάλυση και όχι την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μάλιστα είχαν επιλέξει την Ελλάδα ως τον προνομιακό συντελεστή και μεγάλο επικαρπωτή της νέας τάξης.
Η Ελλάδα της Συνθήκης των Σεβρών ήταν εντολοδόχος της Αντάντ για την εφαρμογή της και προορίζετο να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναμης στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, ο ελληνισμός του 1919 είχε ως αφετηρία του εγχειρήματός του ένα εθνικό κράτος, δεν ενεργούσε ως απόβλητος, επαναστατικώ δικαίω, στο εσωτερικό του κράτους-κατακτητή. Πράγμα που σημαίνει ότι δια του κράτους είχε την ευχέρεια να κινητοποιήσει με συντεταγμένο τρόπο και τους ελευθερούμενους πληθυσμούς.
Το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης διέθετε, τη φορά αυτή, διεθνή νομιμοποίηση, καθόσον εντασσόταν στο πλαίσιο της αρχής των εθνοτήτων, δεν βρισκόταν αντιμέτωπο με την κυρίαρχη οπτική μιας Ιεράς Συμμαχίας, όπως το 1821.
Τέλος για πρώτη φορά ο οικουμενικός ελληνισμός, αντιμέτωπος με την απειλή της γενοκτονίας και τα εθνικιστικά κινήματα στη Βαλκανική, αντιμετώπιζε τόσο θετικά την προοπτική της ενσωμάτωσής του στον κορμό του εθνικού κράτους.
Στον αντίποδα, θα έλεγα ότι το μικρασιατικό εγχείρημα ήταν και αναπόφευκτο. Έγινε αναπόφευκτο από τη στιγμή που η επικράτηση των Νεοτούρκων συνδυάσθηκε με τη στρατηγική επιλογή να εφαρμοσθεί μια γενικευμένη πολιτική εθνοκάθαρσης και, ενδεχομένως, γενοκτονίας.
Η πολιτική αυτή είχε ήδη, πριν από την ελληνική επέμβαση στη Μικρασία, δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον μικρασιατικό και τον θρακικό ελληνισμό.
Ο τελευταίος όφειλε εφεξής να επιλέξει είτε την εξορία είτε την φυσική του εξόντωση.
Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό του οικουμενικού ελληνισμού θα ήταν σωστική για το ίδιο το ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι θα μετέβαλε άρδην την φυσιογνωμία του.
Όντως, ο ελληνισμός της Μικρασίας και της Θράκης διέθετε ακμαία αστικά κέντρα, μια αστική, κοινωνική, πνευματική και πολιτισμική ιδιοσυστασία με οικουμενικά χαρακτηριστικά, ανθρωποκεντρικά ολοκληρωμένους θεσμούς και φυσικά μια κορυφαία θέση στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο.
Η προοπτική αυτή δεν ήταν άγνωστη στις δυνάμεις της εθνικής ανάταξης του ελληνισμού, των οποίων η μνήμη ανακαλούσε την τραγωδία του 1897 και την υπέρβαση του 1909, με ορατά ήδη τα αποτελέσματα της ενσωμάτωσης των νέων χωρών στον εθνικό κορμό κατά τους πολέμους του 1912-13.

Όσοι επικαλούνται το ανέφικτο του εγχειρήματος προκειμένου να εξαγνισθούν οι πρωταίτιοι της καταστροφής με την αποκατάστασή τους, προσάπτουν στο Βενιζέλο την ευθύνη της διαχείρισης στο διεθνές πεδίο.
Παρακάμπτουν εντούτοις το ουσιώδες, ότι δηλαδή ο Βενιζέλος υπήρξε ο αρχιτέκτονας του της Συνθήκης των Σεβρών.
Εννοώ μ’αυτό ότι ναι μεν η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως αυτό ουδόλως σημαίνει ότι εντολοδόχος του διακυβεύματος και επικαρπωτής της κληρονομιάς θα ήταν νομοτελειακά η Ελλάδα. Η επιλογή της Ελλάδας να πρωταγωνιστήσει στο εγχείρημα αυτό και ως εκ τούτου να ικανοποιήσει τα «δίκαια ελληνικά συμφέροντα», όπως συνήθιζε να λέει ο Βενιζέλος, οφείλεται αποκλειστικά σ’αυτόν.
Ο Βενιζέλος έπεισε με την πολιτική του τις Δυνάμεις ότι η Ελλάδα μπορεί να καλύψει το κενό που θα άφηνε η οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τρόπο που θα εξυπηρετούσε πλήρως τα συμφέροντα τους στην ευρύτερη περιοχή.
Παραβλέποντας το γεγονός αυτό οι «επικριτές» του θα υποστηρίξουν ότι ο Βενιζέλος δεν φρόντισε να λάβει επαρκείς εγγυήσεις από τις Δυνάμεις.
Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός συλλαμβάνεται να αγνοεί πως διαμορφώνεται το πλέγμα των διεθνών σχέσεων, θα έλεγα ότι το μόνο που δεν αντιτείνει στον Βενιζέλο είναι ότι δεν αξίωσε από τις Δυνάμεις να απελευθερώσουν εκείνες τον μικρασιατικό ελληνισμό και να τον αποδώσουν ασφαλή στο ελληνικό κράτος.
Δεν συνειδητοποιούν όμως ότι με το επιχείρημα αυτό προσάπτεται, κατ’αναλογίαν, στον Υψηλάντη ότι κήρυξε την επανάσταση χωρίς να λάβει προηγουμένως «επαρκείς» εγγυήσεις από τη Ρωσία και τις άλλες Δυνάμεις, στον Κολοκοτρώνη ότι προσήλθε σ’αυτήν με την ίδια «ανευθυνότητα» και ούτω καθεξής.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ευθύνη των Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη είναι εν προκειμένω μεγαλύτερη από εκείνη του Βενιζέλου, αφού αυτοί μεν εξέθεταν τον ελληνισμό σε απείρως μεγαλύτερη θα έλεγα χωρίς όρια δοκιμασία και με δεδομένη την αντίθεση των Δυνάμεων της εποχής, ενώ ο τελευταίος διέθετε τουλάχιστον κράτος ελληνικό, ικανό να υποστηρίξει το εγχείρημά του σε μια στιγμή που η οθωμανική εξουσία έπνεε τα λοίσθια.

Συμπέρασμα:
Τελικά, η επιλογή της μη διακινδύνευσης που υποκρύπτει το επιχείρημα των εγγυήσεων οδηγεί στο αδήριτο συμπέρασμα ότι θα ήταν φρονιμότερο για τον ελληνισμό να είχε παραμείνει υπόδουλος.
Η άποψη αυτή συναντάται σήμερα με μια σχετική επιστροφή των νοσταλγών της οθωμανικής πολιτικής στέγης με το επιχείρημα ότι έτσι θα διασωθεί ο ελληνισμός από την αδηφάγα και υλιστική Δύση ή και από τον εαυτό του.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σταθούμε για λίγο στο ζήτημα της διαχείρισης του μικρασιατικού ζητήματος.
Όντως μέχρι την αποχώρηση του Βενιζέλου από την εξουσία ουδεμία υπαναχώρηση του διεθνούς παράγοντα επισημαίνεται, παρά τις αλλαγές που σημειώνονται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των Δυνάμεων.
Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, οι Δυνάμεις και ιδίως η Αγγλία, έτειναν να προσχωρήσουν στη στρατηγική επιλογή του Βενιζέλου να συμπράξουν για την αντιμετώπιση του κεμαλικού κινήματος.
Το σχέδιο του Βενιζέλου προς την κατεύθυνση αυτή ήταν πολυσήμαντο: συνδύαζε την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων με μια ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος της Τουρκίας που αναμενόταν να οδηγήσει είτε τη συνθηκολόγηση είτε την υποταγή του Κεμάλ στις επιταγές των Δυνάμεων.
Το σχέδιο αυτό προϋπέθετε τη συνέργεια των Δυνάμεων, πράγμα που καθόλες τις ενδείξεις ο Βενιζέλος την είχε ήδη επιτύχει.
Τι προέβλεπε το σχέδιο αυτό;
Την ανάληψη συνδυασμένης επιχείρησης του ελληνικού στρατού ο οποίος μέσα σε ένα μήνα θα καταλάμβανε την Άγκυρα (προσωρινά για έξι μήνες προκειμένου να οργανωθεί η νέα τουρκική διοίκηση) και τον Πόντο, με την κάλυψη των μετόπισθεν από τους Βρετανούς, οι οποίοι θα συνέβαλαν και στην οικονομική στήριξη του εγχειρήματος.
Η επιχείρηση αυτή θα οδηγούσε στη δημιουργία δυο νέων κρατών -του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης/Στενών- τα οποία μαζί με τις πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών θα ύφαιναν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον Κεμάλ, θα τον υποχρέωναν να συμβιβασθεί και θα ακύρωναν για το μέλλον κάθε απειλή από το νέο τουρκικό κράτος.
Είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε το μικρασιατικό εγχείρημα με γεωπολιτικούς και όχι με στενά στρατιωτικούς όρους. «Τα στρατιωτικά ζητήματα, έλεγε, είναι κατ’εξοχήν πολιτικά ζητήματα»… «Εγώ, θα υποσημειώσει, δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού για να κρατήσομε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα..» .



5.Στον αντίποδα, η επάνοδος στην εξουσία της παράταξης, που μάχονταν την πολιτική επιλογή του Βενιζέλου, θα ανατρέψει άρδην τα στρατηγικά δεδομένα πάνω στα οποία είχε στηριχθεί η εντολή των συμμάχων προς την Ελλάδα και, θα έλεγα, η απόφασή τους να οικοδομήσουν μια νέα διεθνή τάξη στην περιοχή με τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εφεξής οι Δυνάμεις είχαν απέναντι τους δεδηλωμένους εχθρούς, οι οποίοι παρόλες τις προσπάθειες να εξευμενίσουν τους συμμάχους δεν διέθεταν ούτε το ανάστημα ούτε την έξωθεν καλή μαρτυρία για να πείσουν ότι η Ελλάδα υπό την ηγεσία τους ήταν αξιόπιστος εκπρόσωπος των συμφερόντων τους.
Θα ήταν, επομένως, παράλογο, υπό το πρίσμα των διεθνών σχέσεων, να αναμένει κανείς να συνεχίσουν να υποστηρίζουν μια δυνάμει εχθρική προς τα συμφέροντά τους Ελλάδα, σε μια κατεξοχήν στρατηγική περιοχή του πλανήτη.
Όπως θα παρατηρηθεί, «οι σχέσεις ήταν τόσο κακές, ώστε οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας απαγόρευσαν ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις των πρέσβεών τους στην Αθήνα με τα Ανάκτορα, ενώ ούτε η τυπική επίδοση των διαπιστευτηρίων προς τον Κωνσταντίνο έγινε ποτέ» .
Συγχρόνως, η διεθνής απομόνωση της Ελλάδας θα την αποστερήσει την αναγκαία εξωτερική οικονομική βοήθεια ενώ οι νέοι της ιθύνοντες θα αποδειχθούν εντελώς απαράσκευοι για το μέγεθος του εγχειρήματος.
Πρώτη τους ενέργεια, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, ήταν να αντικαταστήσουν τους έμπειρους αξιωματικούς με άλλους πιστούς στο καθεστώς. Τέλος, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του Βενιζέλου δεν διέθεταν την αναγκαία για τις περιστάσεις ηθική νομιμοποίηση, προκειμένου να ηγηθούν του εγχειρήματος αφού μέχρι τότε διακήρυσσαν το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» και καλούσαν το λαό να εγκαταλείψει το μέτωπο.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της προέλασης προς την Άγκυρα, η υιοθέτηση δηλαδή της στρατηγικής του Βενιζέλου χωρίς τη συνδρομή ουδεμίας εκ των προϋποθέσεων που είχε θέσει ο Μεγάλος ηγέτης, προδιέγραφε με ακρίβεια την καταστροφή.
Αυτή καθεαυτή όμως η απόφαση επιβεβαιώνει την αρχική μου υπόθεση ότι τόσο η εναντίωση αρχικά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης όσο και η υιοθέτησή του στη συνέχεια υπαγορεύθηκε από εσωτερικούς καθαρά ιδιοτελείς λόγους.

Για να κατανοήσουμε τη σταθερά αυτή των δυνάμεων της κομματοκρατίας, αρκεί να σταθούμε καταληκτικά στη διαχείριση του αδιεξόδου που δημιούργησαν και εντέλει της καταστροφής.
Ενώ επί Βενιζέλου οι διαβουλεύσεις των Δυνάμεων είχαν ως πρωταγωνιστή τον κρητικό πολιτικό, εφεξής γίνονται με την απουσία της Ελλάδας.
Μετά την δυσμενή τροπή των γεγονότων επανειλημμένα ο Βενιζέλος έδωσε πολιτική κάλυψη σε λύσεις που θα είχαν διαφυλάξει το ουσιώδες των ελληνικών συμφερόντων.
Αρχικά, με την πρότασή του να συμπτυχθεί το μέτωπο στην ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης αντί της αδιέξοδης πορείας προς την Άγκυρα.
Την άνοιξη του 1921, με την πρόταση της διάσκεψης των Δυνάμεων στο Λονδίνο για τη μερική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.
Με το νέο σχέδιο ειρήνευσης που επεξεργάσθηκαν οι Σύμμαχοι στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1921 που προέβλεπε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρασία και την αποστρατιωτικοποίηση της Ανατολικής Θράκης.
Τέλος, τον Μάρτιο του 1922, όταν πια η Ελλάδα ευρισκόμενη ενώπιον πλήρους αδιεξόδου εναπέθετε «τας τύχας της… εις τας χείρας της Αγγλίας», η διάσκεψη των Δυνάμεων στο Παρίσι προέκρινε την εγκατάλειψη της Σμύρνης και σχεδόν του ημίσεως της Ανατολικής Θράκης, η κυβέρνηση Γούναρη αρνήθηκε να αναλάβει το κόστος της απόφασης.

Έως την τελευταία στιγμή, η ελληνική ηγεσία στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των Μικρασιατών για την λήψη μέτρων προστασίας ή για ασφαλή αποχώρηση από τις εστίες τους, παρείχε τη διαβεβαίωση ότι ο στρατός δεν θα εγκατέλειπε τη Μικρασία και ότι η Σμύρνη δεν κινδύνευε.
Εντούτοις, η διαταγή για την οπισθοχώρηση του στρατού δεν περιελάμβανε την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού γύρω από τη Σμύρνη και τα παράλια ή την ασφαλή εκκένωσή τους από τον άμαχο πληθυσμό.
Η ελληνική διοίκηση μερίμνησε για την ασφαλή επιβίβαση του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας στα πλοία, ενώ εγκαίρως προειδοποιούσε τον Έλληνα αρμοστή στη Σμύρνη «να μην επιτρέψει τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα», εγκαταλείποντας «τους χριστιανούς της Ιωνίας, Έλληνες και Αρμένιους», στους Τούρκους εθνικιστές του Κεμάλ


6. Η ήττα του ελληνισμού στο μικρασιατικό μέτωπο έκλεισε το κεφάλαιο της εθνικής ολοκλήρωσης.
Για πρώτη φορά το ελληνικό έθνος θα συμπέσει με τα όρια του ελληνικού κράτους και παράλληλα, θα τεθούν τα θεμέλια μιας καθαρά εθνοκρατικής ιδεολογίας για τον ελληνισμό .
Από τότε και μέχρι σήμερα ο ελληνικός πολιτικός λόγος που ανάγεται στο εθνικό ζήτημα θα υποστηρίξει τη διατήρηση του «στάτους κβο» που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Κατά τούτο, το εγχείρημα για την αναθεώρηση της ιστορίας που θα κορυφωθεί από τη δεκαετία του 1990, δεν εξηγείται ως αντίδραση στο όποιο νεο-εθνικιστικό πρόταγμα που διακατέχει την ελληνική κοινωνία ούτε, πολλώ μάλλον, την άρχουσα τάξη.
Το διακύβευμα του εγχειρήματος, ιδίως δε ο τρόπος που εγείρεται, η όλη επιχειρηματολογία του, μαρτυρεί αντιθέτως ότι το κίνητρο των φορέων του είναι στοχευμένο προς την ιστορική σταθερά της άρχουσας τάξης που ταυτίσθηκε με τη νομή του κράτους.
Δεν είναι συμπτωματικό επομένως ότι οι διακινητές της ιδέας για την αναψηλάφηση της ιστορίας εγγράφονται στη λογική της ιστορικής κομματοκρατίας που προσεγγίζει την κοινωνία ως έναν ανεπιθύμητο ιδιώτη στα πεπραγμένα του κράτους.
Προσέγγιση η οποία υπαγορεύει την αποκοπή της κοινωνίας από τις ιστορικές της αναφορές και την αποδοχή ενός ρόλου στο διεθνές πεδίο που δεν θα την κινητοποιεί πολιτικά ώστε να παρενοχλεί το κεκτημένο της άρχουσας τάξης

Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες από τις θέσεις της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας:

Πρώτον, επιλέγει να αντιμετωπίσει τη μικρασιατική καταστροφή ως ένα αυτοτελές συμβάν που προέκυψε από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Μικρασίας και να αγνοήσει το διακύβευμα: τον κοσμοσυστημικό συμβολισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως ακριβώς και τη σχέση του με την κοσμοϊστορία του ελληνισμού.
Δεύτερον, παραβλέπει την κομβική θέση της μικρασιατικής καταστροφής στη μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος- κράτος και, μάλιστα, τη σημασία του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία ενοποιείται για πρώτη φορά υπό την στέγη του κράτους-έθνους.
Τρίτον, αποκαλύπτει ότι η απόφαση της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας να εναρμονίσει το ελληνικό ιστορικό παρελθόν με την ιστορική εξέλιξη της Εσπερίας, εμπεριέχει δόλο, αφού αποβλέπει στη νομιμοποίηση, δηλαδή στη δικαίωση του βαθιά ανελεύθερου κράτους της πολιτικής κυριαρχίας και των επιλογών του, κατέναντι μιας κοινωνίας, η οποία βαρύνεται κατ’αυτούς -λόγω της «καθυστέρησής» της σε σχέση με την Εσπερία και των ιστορικών της καταβολών (της οθωμανοκρατίας και του Βυζαντίου)-, για τις κακές επιδώσεις του.
Τέταρτον, η ίδια αυτή επιλογή επέβαλε στις επιστήμες του κράτους να ιστορούν και να αξιολογούν τον ελληνισμό με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, αγνοώντας επιδεικτικά τη συντριπτική παρουσία του οικουμενικού ελληνισμού έως την μικρασιατική καταστροφή.
Άλλωστε, η ανάδειξη της διαφοράς θα ήγειρε αυτόχρημα ζήτημα ευθυνών για την αποδόμηση του οικουμενικού ελληνισμού και προφανώς για την αποτυχία του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης.
Πέμπτον, η ίδια επιλογή υπαγορεύει την μηρυκαστική εμμονή της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας να αρνείται την ύπαρξη του εθνικού γεγονότος πριν από τη συγκρότηση του νεοτερικού κράτους, επομένως και την ύπαρξη του ελληνικού έθνους, το οποίο δηλώνεται εξ αποφάσεως ότι αποτελεί κατασκευή του κράτους.
Υπό την έννοια αυτή, ο ελληνισμός της Μικρασίας αντιμετωπίζεται και σήμερα υπό το πρίσμα της «ελληνοφωνίας» του και όχι της εθνικής του ταυτότητας.

Έκτον, αναπόφευκτη συνέπεια της προσέγγισης αυτής είναι η διδασκαλία της αντίληψης ότι το μικρασιατικό εγχείρημα δεν εγγράφεται στο διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης.
Δεν δικαιολογείται δηλαδή δυνάμει της αρχής των εθνοτήτων, αλλά συνιστά μια κατ’εξοχήν επιθετική ενέργεια αποικιακού/ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ελλάδας.
Αν όμως η Ελλάδα ήταν επιτιθέμενη στο μικρασιατικό μέτωπο γιατί να μη δεχθούμε ότι ήταν επίσης επιτιθέμενοι όλοι όσοι καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβητούσαν την εθνική υποτέλεια και προφανώς οι πρωτουργοί της Επανάστασης;
Μόλις πρόσφατα πανεπιστημιακός καθηγητής ισχυρίσθηκε ότι οι Έλληνες και όχι οι Τούρκοι διέπραξαν γενοκτονία στη Μικρασία.

Η σταδιοδρομία της διελκυστίνδας αυτής συνδέεται, στις μέρες μας, με μια διπλή, μείζονος σημασίας, πρόθεση: Να εναρμονισθεί η οπτική της ελληνικής ιστορίας με την οπτική της άρχουσας τάξης για το κράτος.
Με τον τρόπο αυτό ελπίζεται ότι η ελληνική κοινωνία θα συναινέσει, σε τελική ανάλυση, στις επιλογές του κράτους, αντί των επιταγών του έθνους.
Τούτο εξηγεί γιατί οι θεράποντες της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας διακινούν με επίταση το επιχείρημα ότι το έθνος και όχι το κράτος είναι εχθρός της ελευθερίας.
Εν προκειμένω, η ελευθερία που επικαλούνται δεν έχει ως υποκείμενο την κοινωνία, αλλά την άρχουσα τάξη που επιμένει να θεωρεί ότι αυτή δια του κράτους και όχι η κοινωνία δικαιούται να ορίζει αυθεντικά την έννοια του εθνικού συμφέροντος.
Υπό την έννοια αυτή, η απέχθεια προς την κοινωνία και την ιστορία της, που εκφράσθηκε και έναντι των θυμάτων της μικρασιατικής τραγωδίας, αποδίδει μια πρωτογενώς αυταρχική λογική που συνδέεται οργανικά με την ιδεολογία της κομματοκρατίας, δηλαδή μιας αντίληψης για το έθνος που εξυπηρετεί παραδειγματικώς το κράτος νομέα/κάτοχο της κοινωνίας αντί ενός κράτους διακινητή/θεράποντος των προσδοκιών και των συμφερόντων της.
Είναι φανερό ότι η σταθερά που καθόρισε τις πολιτικές χρήσεις του κράτους και της εθνικής ιδεολογίας από τη συγκρότησή του και προδιέγραψε τη μικρασιατική καταστροφή, εξακολουθεί μεταλλαγμένη να υπαγορεύει την προβληματική για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και σήμερα στη χώρα.

Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι θιασώτες της λογικής αυτής προκρίνουν αφενός την ενοχοποίηση της κοινωνίας για την χωρίς προηγούμενο κρίση και απαξίωση του ελληνικού κράτους και αφετέρου, την σύνταξή τους με τον εθνικισμό του άλλου (του σκοπιανού για το όνομα, του τουρκικού για το Αιγαίο και την Κύπρο κλπ) ως τρόπου για να αποτραπεί η απειλή της πλειοψηφίας της κοινωνίας δηλαδή του «σκοτεινού» μέρους του έθνους για τις ελευθερίες των εσωτερικών μειοψηφιών και της ειρήνης στην περιοχή!!..
Το τίμημα της συμφιλίωσης και της ειρήνης στην περιοχή εμφανίζεται ως μια μονομερής υποχρέωση της Ελλάδας και, σε κάθε περίπτωση, διέρχεται από την ‘άνευ όρων’ -δηλαδή με την χωρίς αντάλλαγμα- εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με τις επιλογές του ηγεμόνα.

Στις ανωτέρω επισημάνσεις, περιορίζομαι κλείνοντας να προσθέσω ότι στο λιμάνι της Σμύρνης δεν ετάφη μόνο ο μικρασιατικός ελληνισμός αλλά κυρίως η δυνατότητα μιας πολιτικής που θα επανέφερε την Ελλάδα στο προσκήνιο του διεθνούς συστήματος και θα δημιουργούσε τους όρους της επιβίωσής της.
Οι σημερινές εξελίξεις στην περιοχή αναδεικνύουν με πολύ γλαφυρό τρόπο το γεγονός αυτό.
Υπό τις παρούσες συνθήκες εκτιμώ ότι δεν αρκεί πια η διατήρηση της ιστορικής μνήμης.
Απαιτείται η ανάκτηση της ιστορίας έτσι ώστε να αποδοθεί στην κοινωνία η προοπτική μιας ανάταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και ενός σκοπού για το μέλλον.
Η ελληνική κοινωνία αποκομμένη από το παρελθόν της θα είναι τελικά μια ασπόνδυλη κοινωνία χωρίς προορισμό, έρμαιο των καταστάσεων, φθίνουσα και περιδεής.

Το διακύβευμα, επομένως, για την ελληνική πολιτική ζωή είναι η υπέρβαση της ιστορικής της σταθεράς, δηλαδή της κομματοκρατίας και εντέλει του κράτους νομέα της κοινωνίας.
Ο ελληνισμός ως παρελθόν δεν αποτελεί απλώς ιστορία. Διδάσκει το μέλλον, μπορεί να εμπνεύσει τις εξελίξεις και αυτό είναι που τρομάζει πολλούς, ενοίς και τους διακινητές της κατεστημένης αντίληψης για το κράτος της νεοτερικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: