Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Πολιτικές εξελίξεις και ιδεολογία την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα



Νεοκλής Σαρρής

Ο διορισμός της κ. Θ. Δραγώνα: Η κορυφή του παγόβουνου

Η ανάθεση των καθηκόντων της ειδικής γραμματέως του Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων του απεθνικοποιηθέντος υπουργείου Παιδείας, διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στην καθηγήτρια στο ανεξάρτητο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην προσχολική ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θάλεια Δραγώνα εγείρει σωρεία ερωτημάτων.

Τα ερωτήματα αυτά, που εκτείνονται σε πολλά επίπεδα, θέτουν αφενός σε δοκιμασία την ιδεολογική κατεύθυνση της υπό τον Γιώργο Παπανδρέου κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και αφετέρου υπεισέρχονται σε ειδικά θέματα διοικητικής δεοντολογίας. Δηλαδή ο διορισμός αυτός ελέγχεται όχι μόνον ουσία, αλλά και τύποις. Η κ. Θ. Δραγώνα δεν διαθέτει, εξ όσων γνωρίζω, βασικό πτυχίο αναγνωρισμένης πανεπιστημιακής σχολής. Είναι απόφοιτος ενός αμερικανικού κολεγίου στην Αθήνα (ή/και παραρτήματος αμερικανικού πανεπιστημιακού ιδρύματος στην πάλαι ποτέ αμερικανική βάση;) και συνέχισε τις σπουδές της στην Εσπερία, στο Aston University in Birmingham του Ηνωμένου Βασιλείου, απ' όπου έτυχε του διδακτορικού της διπλώματος. Ο τίτλος αυτός κατά την ισχύουσα νομοθεσία δεν θεωρείται έγκυρος εφόσον στηρίχτηκε σε ανύπαρκτες βασικές πανεπιστημιακές σπουδές. Το έγγραφο του αρμόδιου οργάνου, το οποίο κατά την εποχή εκείνη ήταν το ΔΙΚΑΤΣΑ, με ημερομηνία 24/1/1986, και το οποίο δημοσίευσε το «ΠΑΡΟΝ» (16.9.2007) είναι σαφές αναφέροντας επί λέξει: «Η ενδιαφερόμενη στερείται βασικού τίτλου σπουδών». Μολοντούτο κανένας σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να είναι τυπολάτρης, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το κεφάλαιο των γνώσεων και της επιστήμης. Ωστόσο από το σημείο αυτό ξεδιπλώνεται μια ιδιόμορφη προνομία στη διαδρομή της κ. γενικής γραμματέως σε σχέση προς άλλες συναδέλφους της. Ενώ δηλαδή όλοι όσοι ευρέθησαν στη δική της θέση υποχρεώθηκαν από τα οικεία πολιτειακά όργανα να ενταχθούν σε κύκλο σπουδών ημεδαπών πανεπιστημίων και να υποβληθούν σε δοκιμασίες, η κ. Θάλεια Δραγώνα προκλητικά παρέκαμψε όλες τις σχετικές διαδικασίες.

Έχοντας κατά τη νεότητά μου διακονήσει ως καθηγητής την τριτοβάθμια εκπαίδευση, παράλληλα προς την Πάντειο και σε ανάλογο ίδρυμα προς αυτό που έχει φοιτήσει η κ. γενική γραμματέας (και μάλιστα σε ομοταγές τμήμα προς εκείνο στο οποίο έχει φοιτήσει η ίδια τμήμα Ψυχολογίας), μπορώ να αναφέρω πολλούς παλιούς φοιτητές και φοιτήτριες που συνέχισαν και αυτοί τις σπουδές τους σε κρατικά, οι περισσότεροι, πανεπιστήμια της Γαλλίας, ολοκληρώνοντας εκεί όλους τους προαπαιτούμενους κύκλους προκειμένου σε τελική φάση να υποστηρίξουν τη διδακτορική τους διατριβή (όπως συνέβη με την κυρία Δραγώνα). Για όσους απ' αυτούς διέθεταν και πτυχίο ημεδαπού πανεπιστημίου, όπως για παράδειγμα οι εξαίρετες καθηγήτριες Κλαίρη Συνοδινού και Μαρία Καΐλα, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα αναγνώρισης του διδακτορικού που αφορούσε στην Ψυχολογία. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, όπως της καθηγήτριας Β. Ρήγα, του καθηγητή Γιάννη Κουγιουμτζάκη, της αναπληρώτριας καθηγήτριας Π. Ξανθάκου, της επίκουρου καθηγήτριας Σόνιας Κανελλάκη, του εντεταλμένου διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκου Μάντη κ.ά., οι ενδιαφερόμενοι εκλήθησαν, με βάση την οικεία νομοθεσία, να καλύψουν εκ των υστέρων τα κενά από τα αρχικά μη αναγνωρισμένα έτη διδασκαλίας τα οποία είχαν διανύσει σε ιδιωτικό κολλέγιο ή κέντρο ελευθέρων σπουδών. Μια παρόμοια περίπτωση με της κ. Δραγώνα είναι της κ. Άννας Αλεξ. Βεγλερή, ανεψιάς του αειμνήστου καθηγητή Φαίδωνα Βεγλερή, η οποία είχε ακριβώς τα ίδια με αυτήν προσόντα. Πτυχίο του Pearce College και διδακτορικό από εγνωσμένου κύρους πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Υποχρεώθηκε όμως -μολονότι διδάκτορας η ίδια- να επαναλάβει τις οικείες σπουδές από το πρώτο έτος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Οι παρατηρήσεις αυτές απέχουν πολύ από του να αποτελούν ψόγο για την κ. Δραγώνα. Ασφαλώς η τριμελής υπό τον καθηγητή Λάμπρο Χουσιάδη, καθηγητή στην Παιδαγωγική σχολή του Αριστοτέλειου, Πανεπιστημίου Αθηνών, και το ΔΙΚΑΤΣΑ προέβησαν σε «διασταλτική ερμηνεία» του νόμου (!) παρακάμπτοντας το νομικό κώλυμα. Βέβαια, η εκλογή της κ. Δραγώνα οπωσδήποτε έπασχε και αναμφίβολα μια εμπρόθεσμη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας από πάντα έχοντα νόμιμο συμφέρον θα την είχε ακυρώσει. Η μη προσφυγή και ο διαδραμών έκτοτε χρόνος μπορεί να κάλυψαν την ακυρότητα της εκλογής της, ωστόσο ο διορισμός της στη θέση της ειδικής γραμματέως αποτελεί πρόκληση, δεδομένου ότι προκαλείται μείζον ηθικό πρόβλημα. Η πολιτική ως γνωστόν αποτελεί προέκταση της ηθικής, δεδομένου ότι αναφέρεται στη δεοντικά υπαγορευόμενη πρακτέα πράξη. Με ποιο ηθικό ανάστημα ή κύρος, όντας η ίδια παραβάτις του νόμου και των κανόνων, θα τα προασπίσει, ιδιαίτερα στην κρίσιμη καμπή που διερχόμαστε, αν θα πρέπει (και υπό ποίες προϋποθέσεις) να αναγνωριστούν τα διάφορα κολλέγια και γενικά στις συζητήσεις για την ιδιωτικοποιημένη τριτοβάθμια εκπαίδευση; Το ερώτημα που προβάλλει είναι εάν σε όλο τον ακαδημαϊκό χώρο ανά την ελληνική επικράτεια δεν υπήρχαν άλλα άτομα καταλληλότερα για την επίμαχη θέση. Δεν είναι καταφανώς προκλητική μια παρόμοια εύνοια προς το πρόσωπο της κ. Δραγώνα; Χονδροειδής εύνοια, η οποία εκτός των άλλων αυτόχρημα γελοιοποιεί και το επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης να ζητηθεί από τους Έλληνες η αποστολή μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου βιογραφικών σημειωμάτων των βουλομένων να καλύψουν με βάση τα προσόντα τους ανώτατες διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις.

Η αναπόδιση της Ιστορίας - Πριν από τον Βαλκανικό Πόλεμο

Εάν το πρώτο επίπεδο των παρατηρήσεων αφορούσε τον τύπο του διορισμού, το δεύτερο αφορά την ουσία της πρόκρισης του προσώπου της κ. Θ. Δραγώνα. Η κατανόηση όμως του προβλήματος που προκύπτει απαιτεί εμβάθυνση σε καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με το πρόσωπο της εν λόγω κυρίας, αλλά συνάδουν προς ευρύτερες γεωπολιτικές που ακολουθούν σε παγκόσμια κλίμακα οι ΗΠΑ και ειδικά στην περιοχή μας. Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης παρατηρήθηκε ότι όχι μόνο δεν ανατράπηκε η σχέση του Δυτικού κόσμου (υπό την έννοια κυρίως των ΗΠΑ οι οποίες ηγούνται αυτού του κόσμου ή εν πάση περιπτώσει τον ελέγχουν σημαντικά) με τη Ρωσία, αλλά ψιμυθιωμένη όπως όπως συνεχίστηκε η πολιτική η οποία σημάδευε τις χειρότερες μέρες του Ψυχρού Πολέμου (εξ αυτού συνάγεται και το συμπέρασμα ότι οι γεωπολιτικές δεν έχουν άμεση σχέση προς την αντιπαλότητα ή/και τη σύγκρουση των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων). Εντός αυτού του πλαισίου παρατηρήθηκε μια αναπόδιση της Ιστορίας η οποία έγινε αισθητή στην περιοχή του Καυκάσου (και της Κεντρικής Ασίας), αλλά και των Βαλκανίων. Η αναπόδιση αυτή χρονικά για μεν την περιοχή της Καυκασίας και της Κεντρικής Ασίας ανατρέχει στο 1917 (δηλαδή στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν εκδηλωθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση), για δε τα Βαλκάνια ακόμη πιο πίσω, στο 1910, αναπέμποντας στην κατάσταση που ίσχυε πριν από τον Βαλκανικό Πόλεμο. Οι σημαντικές αυτές αλλαγές επηρέασαν άμεσα και αποφασιστικά τη θέση και τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με αποτέλεσμα που διαθλάται άμεσα τόσο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και στις σχέσεις της χώρας μας με τη Δύση (τις ΗΠΑ και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το 1993 από τις εκδόσεις της Rand Corporation (που απηχούν ένα «ίδρυμα» το οποίο τυπικά λειτουργεί ως think tanker της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο πολυδαίδαλο και σχετίζεται με σωρεία υπηρεσιών της υπερατλαντικής συμπολιτείας και στους κόλπους του στεγάζονται οι επαΐοντες της Τουρκίας) κυκλοφορεί ένα ενδιαφέρον έργο με τον τίτλο «Turkey's New Geopolitics, from the Balkans to the West China», δηλαδή «Νέες Γεωπολιτικές της Τουρκίας, από τα Βαλκάνια έως τη Δυτική Κίνα», με συγγραφείς τους μη εξαιρετέους ειδήμονες περί την Τουρκία Fuller, Abramowich, Brown κ.ά. Όπως προκύπτει από τον τίτλο, η περιοχή «αρμοδιότητας» της Τουρκίας στον μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης χώρο πρακτικά εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι (και) τη Δυτική Κίνα (οι πρόσφατες ταραχές στους Ουιγκούρους Τούρκους του Ανατολικού Τουρκεστάν της Κίνας, που υποδαυλίστηκαν από την Τουρκία, έρχονται επιβεβαιωτικές του αμερικανικού πονήματος των αρχών της δεκαετίας του 1990). Αναντίρρητα, μέχρι σήμερα ο διεθνής ρόλος που διαδραμάτισε η Τουρκία με βάση τις εκτεθείσες προδιαγραφές, παρότι διαφοροποιήθηκε και εξακολουθεί να διαφοροποιείται στην αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων (όπως για παράδειγμα η σύγκρουση της Άγκυρας με κάποιες κυβερνήσεις «τουρκογενών» δημοκρατιών στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, λόγω της βάναυσης και προπετούς τουρκικής στάσης έναντι των «ομογενών» τους), εξακολουθεί να κινείται προς την ορισθείσα κατεύθυνση. Μάλιστα, μεθυσμένη η Τουρκία από την αναβάθμισή της σε περιφερειακή υπερδύναμη και ενισχυμένη από την κυβέρνηση Ομπάμα (που τη χρησιμοποιεί προς δύο κατευθύνσεις, τη μια εναντίον του Ισραήλ και του συνακόλουθου εβραϊκού παράγοντα στις ΗΠΑ, τον οποίο επιχειρεί να τιθασεύσει διά χειρός μουσουλμάνων, και την άλλη για την ανάδειξη του τουρκικού μοντέλου εκσυγχρονισμού ως προτύπου εκσυγχρονιστικού Ισλάμ, προς εξαγωγή στις υπόλοιπες ισλαμικές χώρες), άρχισε να βλέπει ως ορατές διά γυμνού οφθαλμού τις εξελίξεις εντός του 21ου αιώνα που θα πραγματοποιήσουν το μεγαλεπήβολο σχέδιο του ισλαμιστή υπουργού των Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου έτσι όπως περιλαμβάνεται στο βασικό του σύγγραμμα «Στρατηγική Βάθους» για την Τουρκία (που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την έκδοση της Rand Corporation που αναφέραμε), εννοώντας ως «βάθος» τρεις ηπείρους, την πολιτική των οποίων θα καθορίζει η Τουρκία εκτείνουσα σ' αυτούς τον ζωτικό της χώρο, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική (ή κατ' αυτόν μίας και μόνης, της Ευρασιαφικής!). Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό καλλιεργείται ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός από την Τουρκία, ώστε θορυβήθηκαν και αυτοί που είχαν την αρχική έμπνευση αναβάθμισής της.

Τα ψυχολογικά προβλήματα των Ελλήνων και πώς θα τα λύσουμε

Αρχές τις δεκαετίας του 1990 συμβαίνουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γειτονική της Γιουγκοσλαβία, η οποία καταρρέει και διαλύεται κατά τρόπο που αναδεικνύει το Μακεδονικό ως μείζον πρόβλημα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Παρά τις αλλαγές αυτές, οι σχέσεις με την Τουρκία φαινομενικά παραμένουν οι ίδιες, δεδομένου ότι στην Κύπρο δεν αποσύρονται τα στρατεύματα κατοχής και δεν διαγράφεται στον ορίζοντα καμιά λύση. Στο Αιγαίο δεν αίρεται το casus belli από την τουρκική εθνοσυνέλευση και οι αιτιάσεις για το FIR Αθηνών παραμένουν οι ίδιες και επαυξάνονται, δεδομένου ότι οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου του Αιγαίου από τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη κλιμακώνονται. Και τότε στον τουρκικό Τύπο, συγκεκριμένα στην «Cumhuriyet» που απηχεί τις απόψεις του κεμαλικού κατεστημένου (τόσο στις ένοπλες δυνάμεις, όσο και στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών), από τα ψιλά μιας συνέντευξης εμπειρογνώμονος σε θέματα στρατηγικής, ο οποίος υπηρετεί σε κέντρο ερευνών αρμοδιότητας της πολεμικής αεροπορίας (δηλαδή το αντίστοιχο της Rand Corporation), στην κ. Leyla Tavsanoglu, με θέμα τη στρατηγική θέση της Τουρκίας κατά τον επί θύραις 21ο αιώνα, πληροφορούμαστε κατάπληκτοι ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που να προκύπτει από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει δεχθεί ανεπίσημα τις περισσότερες τουρκικές αιτιάσεις ή δείχνει προθυμία να τις δεχθεί. Επιπροσθέτως όμως μαθαίνουμε πως ξένοι (προφανώς αμερικανοί) ειδήμονες οι οποίοι μελέτησαν την ελληνοτουρκική διαμάχη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα αίτιά της (ιδιαίτερα για την ελληνική πλευρά) είναι ψυχολογικά, ώστε να επιβάλλεται η «θεραπεία» αυτής της ψυχολογικής παθογένειας. Προς τον σκοπό αυτό μαθαίνουμε από την ίδια συνέντευξη εργάζονται (δηλαδή από το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990) σε αμφότερες τις πλευρές κοινωνικοί ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, ιστορικοί, καθηγητές πανεπιστημίων, δημοσιογράφοι, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αλλά και παράγοντες του οικονομικού βίου, επιχειρηματίες, προκειμένου να επιλύσουν τα ψυχολογικά προβλήματα κυρίως των Ελλήνων. Το ότι προέχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα ψυχολογικά προβλήματα κυρίως των Ελλήνων και όχι των Τούρκων προκύπτει από το γεγονός ότι με βάση τις εξελίξεις στη διεθνή στρατηγική θέση της Τουρκίας που αναφέραμε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί την κυρίαρχη θέση της Τουρκίας η οποία τη μετατρέπει σε απλό δορυφόρο της. Η αντίθετη κατάσταση ίσχυε τον Αύγουστο του 1964 με αφορμή το Κυπριακό. Ήταν νωπή η επιστολή του Προέδρου Τζόνσον προς τον Ισμέτ Ίνονου, που ηγούνταν κυβέρνησης συνασπισμού, με την οποία τον απέτρεπε να επέμβει στρατιωτικά την Κύπρο, ενώ στη Μεγαλόνησο η κατάσταση ελεγχόταν απολύτως από την ελληνική πλευρά. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην Άγκυρα, όπου είχα εσπευσμένως μεταβεί για υπόθεση της οικογένειάς μου, σε προσωπικές συναντήσεις μου με δύο υπουργούς, τον υπουργό Τουρισμού και Τύπου Αλή Ίχσαν Γκιογούς, και τον υπουργό των Εσωτερικών Ορχάν Όζτρακ, μου δηλώθηκε απερίφραστα ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να πραγματοποιηθεί η Ένωση, αρκεί να μη δημιουργούνταν «ψυχολογικό πρόβλημα» στην τουρκική κοινωνία ή πως θα έπρεπε να βρεθούν κινήσεις που θα καταλάγιαζαν αυτό το «ψυχολογικό άλγος». Με αυτήν τη δικαιολογία η Τουρκία είχε τότε βομβαρδίσει την Κύπρο και είχε αποφασίσει τη μαζική απέλαση των ελλήνων υπηκόων (και των οικογενειών τους) από την Κωνσταντινούπολη, εξαπολύοντας ταυτόχρονα απηνείς διωγμούς στην Ίμβρο και την Τένεδο. Ατυχώς οι ηγεσίες ειδικά της Κύπρου δεν ήταν σε θέση να επωφεληθούν από τις επικρατούσες τότε συνθήκες, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση.

Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι «ειδήμονες» για το ψυχολογικό πρόβλημα των Ελλήνων έναντι των Τούρκων ακολουθεί μια σειρά από παρεμφερείς «διαπιστώσεις» οι οποίες εφαρμόστηκαν έκτοτε και οι οποίες συνεχίζονται έκτοτε να ισχύουν παρασύροντας ανάλογες εφαρμογές (ή «κοινωνικές κατασκευές») στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.

(Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευθεί στο επόμενο φύλλο)

Αναδημοσίευση από Το Παρόν - Ημερομηνία δημοσίευσης: 06-12-09

1 σχόλιο:

Γιάννης είπε...

δεν κατάλαβα τελικά αν έχει ή δεν έχει κάνει τα επιπλέον μαθήματα, εδώ ή έξω, η δραγώνα ώστε να μπορεί να λέει ότι έχει πτυχίο. ούτε αν φοίτησε εδώ, πριν πάρει το διδακτορικό, σε κολλέγιο ή πανεπιστήμιο (παράρτημά του)